Φωτ. Jacek Kołodziejski

OΝΟΜΑ: Όλγκα
ΕΠΙΘΕΤΟ: Τοκάρτσουκ
ΨΕΥΔΩΝΥΜΟ: Νατάσα Μπορόντιν
ΤΟΠΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: Σουλέχουφ, Πολωνία
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: 29/1/1962
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Συγγραφέας
ΛΟΙΠΕΣ ΑΣΧΟΛΙΕΣ: Ψυχοθεραπεύτρια / Ακτιβίστρια / Οικολόγος πράσινη

Σε μια κοινωνία που διαρκώς συντηρητικοποιείται και η κόντρα του ανθρώπου με τη φύση μεγιστοποιείται, η γραφή γίνεται κάποιες φορές το καταφύγιο και το όπλο του αποδεκατισμού. Με σημαντικότερα βιβλία της τα Σπίτι της μέρας, σπίτι της νύχτας (1998), Οδήγησε το αλέτρι σου ανάμεσα από τα κόκαλα των πεθαμένων (2009), το οποίο έγινε ταινία από την Αγκνιέσκα Χόλαντ το 2017, Οι οδοιπόροι (2007) και Τα βιβλία του Ιακώβ (2014), η Τοκάρτσουκ τεμαχίζει κόσμους και ανασυνθέτει ψηφιδωτά όπου ο χρόνος αποκτά άλλες διαστάσεις, αμβλύνεται επιμηκύνεται, γίνεται ταξιδιάρικος ή παγωμένος. Τα αφηγηματικά στερεότυπα καταρρέουν, τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά επίσης και απομένουν η ζωή και οι στιγμές της μέσα από ένα αυστηρά επεξεργασμένο σύστημα.
Η Τοκάρτσουκ ανήκει σ’ εκείνους που υπερασπίζονται στις μέρες μας το μυθιστόρημα-δοκίμιο και, ως προς αυτό, η γραφή της υπηρετεί μια τάση, ένα ρεύμα. Οι εποχές μπερδεύονται, η Ιστορία ανακατώνεται με τη μνήμη, τη μυθοπλασία, τη διαδικτυακή ανάπλαση του κόσμου, την καθημερινότητα και τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειές της. Το καθαρά προσωπικό της στοιχείο πηγάζει από τις ιδιαιτερότητες της πατρίδας της: τον καθολικισμό, τις λαϊκές δοξασίες, τον κατακερματισμό, έως και την ιστορική ανυπαρξία της Πολωνίας, το προαιώνιο εβραϊκό ζήτημα και τα τοπία που ευνοούν τον ανιμισμό. Έτσι, ενώ καταφέρεται εναντίον των θρησκειών, συχνά κομμάτια από τα βιβλία της δίνουν την εντύπωση ότι είναι δημιουργήματα μιας πνευματίστριας: «Ο άνεμος είναι το βλέμμα των νεκρών», «Η θρησκεία των Νεκρών είναι πια και δικιά σου, με τις τόσο ατελείς, ατελέσφορες, πάντα ανολοκλήρωτες, ξερασμένες προσπάθειές τους να φτιάξουν τον κόσμο». Και τα δύο αποσπάσματα είναι από Τα βιβλία του Ιακώβ, με το δεύτερο να ανήκει σε μια γυναίκα που πεθαίνει από την αρχή αλλά είναι πάντα παρούσα παρακολουθώντας από ψηλά τη ζωή.
Στο Οι οδοιπόροι, ελεύθερα –και λίγο αστόχαστα– μεταφρασμένο στα αγγλικά Πτήσεις, η Τοκάρτσουκ απογειώνει την έννοια του ταξιδιού, του αργού, όμως, αεικίνητου ταξιδιού προς τη λύτρωση με όλες τις μορφές του, εσωτερικές, εξωτερικές, χρονικά σπασίματα και αμβλύνσεις, δημιουργώντας ένα παζλ από σύγχρονους νομάδες «που έχουν ως στόχο να συναντήσουν κάποιον άλλον όμοιό τους».
Το έργο της Τοκάρτσουκ μπαλαντζάρει ανάμεσα στην επαναστατικότητα και τη βλασφημία από τη μία και την απελπισία από την άλλη. Επιθυμεί αγωνιωδώς να μιλήσει, να γίνει αν είναι δυνατόν Λόγος και ταυτοχρόνως να πιαστεί λίγο πριν γκρεμιστεί στην άβυσσο. Η ίδια αγωνία υποβόσκει και στους προσωπικούς αγώνες της, στη μαχητικότητά της, στην παρουσία της καθώς εκπέμπει κάτι πολύ ισχυρό, όχι πια ως προσωπικότητα αλλά ως περσόνα. Και η σχέση αυτή ανάμεσα στο τρίπτυχο δημιουργός-δημιούργημα-προσωπείο είναι ένα επίσης ενδιαφέρον κομμάτι της Τοκάρτσουκ.
Ανάμεσα στις ανατολικές θρησκείες, τον Γιουνγκ και τον Μπλέηκ, στον οποίο χρωστά και τον τίτλο τού Οδήγησε το αλέτρι σου ανάμεσα από τα κόκαλα των πεθαμένων, η Τοκάρτσουκ έλκεται εξαιρετικά από το παράδοξο και το τερατώδες. Έτσι η καρδιά του Σοπέν ταξιδεύει με την αδερφή του πίσω στην Πολωνία –όπως ήταν και η αληθινή επιθυμία του άλλωστε– ένας ήρωας από το Σπίτι της μέρας, σπίτι της νύχτας τρώει ανθρωπινό κρέας, τα ζώα στο Οδήγησε το αλέτρι σου ανάμεσα στα κόκαλα των πεθαμένων σκοτώνουν τους κυνηγούς ή μήπως εκδικείται η ίδια η ηρωίδα;
Ιστορία, μεταφυσική αναζήτηση, ταξίδι υπό τη μορφή της λύτρωσης των κολασμένων, εικονικές περιηγήσεις, μύθοι και αλχημείες είναι τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν το σύμπαν της Τοκάρτσουκ, ένα σύμπαν που, κυρίως στα Οι οδοιπόροι και Τα Βιβλία του Ιακώβ, λειτουργεί ως μύρια παλίμψηστα που έρχονται στο φως για να κρυφτούν ξανά στο πρώτο φύσημα του ανέμου κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή.
Η Τοκάρτσουκ προέρχεται από μια χώρα μικρή, ως προς τη γλώσσα, με μεγάλη όμως λογοτεχνία και πέντε νομπελίστες στον τομέα αυτόν, εκ των οποίων οι σπουδαιότεροι είναι ο Βλαντίσλαβ Ρέυμοντ (1924) και ο Χένρυκ Σιενκιέβιτς (1905). Από μια χώρα με παράδοση γενικότερα στις τέχνες και όπου ο πολίτης σέβεται ακόμη το βιβλίο. Αλλιώς πώς εξηγείται –πέρα από τους όρους του μάρκετινγκ, που κάποιος κακοπροαίρετος θα προτάξει– το γεγονός ότι, παρά τα κατά καιρούς προβλήματα που έχει αντιμετωπίσει η συγγραφέας με τις συντηρητικές κυβερνήσεις, την επομένη της ανακοίνωσης του Νομπέλ τα μέσα μαζικής μεταφοράς στην Πολωνία ήταν δωρεάν για όσους κρατούσαν ένα βιβλίο της;