Ο Νικηφόρος Ρόβας του Ευαγγέλου ήταν δεκατριών χρονών το 1930. Είχε αρχίσει να δουλεύει μπακαλόπαιδο πριν κλείσει τα δέκα και το αφεντικό τον πλήρωνε με λίγα μετζίτια, τούρκικα λεφτά, που κυκλοφορούσαν ακόμα, ας είχαν περάσει χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης. Στο μαγέρικο, τα μετζίτια είχαν πέραση: κάμποσες κουταλιές τραχανά. Ο Νικηφόρος παράτησε το μπακάλικο, επειδή του άρεσε ο κινηματογράφος. Καθόταν στο δωματιάκι της προβολής, άλλαζε τα καρβουνάκια και απολάμβανε, έκανε τον βοηθό. Δύο αίθουσες υπήρχαν, η μία στο κέντρο της πόλης, η άλλη στην άκρη. Και μόλις τελείωνε η ταινία στο κέντρο, ο Νικηφόρος φορτωνόταν τις μπομπίνες και τρέχοντας τις πήγαινε στην άκρη. Η παράσταση στο κέντρο έληγε νωρίς, να προλάβουν οι νοικοκυραίοι να επιστρέψουν στο κονάκι τους για οικογενειακό δείπνο. Στην άκρη, ο κινηματογράφος αργούσε να παίξει: να έχει νυχτώσει για τα καλά, να έχουν ξεκολλήσει οι φτωχοί και οι εργάτες από τα καφενεία, να έχουν φορέσει τα καπέλα τους οι λιμοκοντόροι, να έχουν φτάσει και οι λεγάμενες, που θα εξασφάλιζαν ζεστό φαϊ αργότερα, αν δεν εξασφάλιζαν αμοιβή του κόπου τους. Και εκεί ο Νικηφόρος ήταν βοηθός: έβλεπε την ίδια ταινία σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. Δεν ξεχνάει σήμερα, στα ενενήντα έξι χρόνια του, πως η ταινία ήταν σοβιετική και έδειχνε τους προλετάριους που αγωνίζονταν για τον κομμουνισμό ενάντια στο κεφάλαιο και στους ανήθικους κεφαλαιούχους. Ήταν προπαγάνδα, το Κόμμα τις έστελνε στα Γιάννενα, επειδή εκεί υπήρχαν προλετάριοι και μορφωμένοι Εβραίοι, που μελετούσαν τον Κομμουνισμό. Έδειχνε η ταινία τον κόμη Πατσούροφ να προσβάλει την υπηρέτριά του Μαρία Φιλίπποβνα, που ήθελε να την καταστήσει ερωμένη του. Και την ώρα που την άρπαξε και προσπάθησε να της αφαιρέσει το φόρεμα, μια μπαταριά ακούστηκε, οι θεατές πίστεψαν πως ο άτιμος κόμης Πατσούροφ έβρισκε την τιμωρία του, αλλά η ταινία συνεχιζόταν, ο μπάρμπα-Θύμιος, που καθόταν μπροστά, είχε βγάλει το κουμπούρι του και είχε ρίξει στο πανί να ξεκάμει τον ανήθικο εκμεταλλευτή. Η ταινία όμως συνεχιζόταν και φαίνονταν οι τρύπες στο πανί. Δεν ξεχνιούνται τέτοια πράγματα. Δεν ξεχνιέται πως ο αγώνας συνεχίζεται, ας πέρασε είκοσι πέντε χρόνια στα «κολέγια», πάει να πει στις φυλακές ο Νικηφόρος: Μακρόνησο, Γιούρα, Λέρο, Άη Στράτη, Κέρκυρα, Νιο, Φολέγανδρο, Κεφαλονιά, Σπάρτη, Λήμνο, Καβάλα, Λάρισα, Τρίκαλα, Μεταγωγών και άλλες πόλεις που δεν θυμάται, περασμένα ξεχασμένα.