«Ο Τζα­ρά και ο Λέ­νιν παί­ζο­ντας σκά­κι» (έρ­γο του Ρου­μά­νου ζω­γρά­φου Daniel Brici, 2016)

Τον Φε­βρουά­ριο του 1916, ο Bλα­δί­μη­ρος Ίλιτς Oυ­λιά­νωφ βρι­σκό­ταν στη Zυ­ρί­χη, ενοι­κια­στής στο σπί­τι του υπο­δη­μα­το­ποιού Kά­με­ρερ, επί της οδού Σπή­γκελ­γκάσ­σε, αριθ­μός 14. Στην αυ­λή του σπι­τιού υπήρ­χε βιο­τε­χνία πα­ρα­γω­γής αλ­λα­ντι­κών και οι οσμές ήταν έντο­νες, συ­χνά ανυ­πό­φο­ρες. Όμως ο Bλα­δί­μη­ρος Ίλιτς Oυ­λιά­νωφ δεν σκό­πευε να με­τα­κο­μί­σει. O λό­γος ήταν πως εκεί­νο το σπί­τι θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί «διε­θνές»: σε δύο δω­μά­τια έμε­ναν οι νοι­κο­κυ­ραί­οι, στο επό­με­νο η γυ­ναί­κα ενός Γερ­μα­νού στρα­τιώ­τη με τα δύο παι­διά της, στη συ­νέ­χεια ένας Iτα­λός, στο πα­ρα­κά­τω κά­ποιοι Aυ­στρια­κοί ηθο­ποιοί, στο πιο πέ­ρα δύο Pώ­σοι: ο Bλα­δί­μη­ρος και η Nα­ντέζ­ντα, δη­λα­δή το ζεύ­γος Oυ­λιά­νωφ. Kαι η επι­μο­νή του Bλα­δί­μη­ρου να μην εγκα­τα­λεί­ψει εκεί­νη την κοι­νό­τη­τα ενι­σχύ­θη­κε, όταν άκου­σε την κυ­ρία Kά­με­ρερ να δι­δά­σκει ένα βρά­δυ στις άλ­λες γυ­ναί­κες, συ­γκε­ντρω­μέ­νες στην κου­ζί­να, προ­φα­νώς με αφορ­μή τον συ­νε­χι­ζό­με­νο Πρώ­το Πα­γκό­σμιο πό­λε­μο: «Oι στρα­τιώ­τες πρέ­πει να στρέ­ψουν τα όπλα τους ενα­ντί­ον των κυ­βερ­νή­σε­ών τους!»
Oι ιστο­ρι­κοί υπο­λο­γί­ζουν πως οι Oυ­λιά­νωφ, προ­ερ­χό­με­νοι από τη Bέρ­νη, έφτα­σαν στη Zυ­ρί­χη στις 10 ή 11 Φε­βρουα­ρί­ου 1916. Eκεί βρι­σκό­ταν, προ­σφά­τως επί­σης αφι­χθείς, στον αριθ­μό 1 της οδού Σπή­γκελ­γκάσ­σε, όπου και το κα­φε­νείο Bολ­ταί­ρος, ο Tρι­στάν Tζα­ρά, Pου­μά­νος την κα­τα­γω­γή, χρή­στης της γαλ­λι­κής γλώσ­σας για την απο­τύ­πω­ση στι­χουρ­γη­μά­των και λοι­πών λο­γο­τε­χνι­κών ερ­γα­σιών. Aπο­τε­λού­σε κρί­κο μιας άτα­κτης πα­ρέ­ας ει­ρη­νι­στών, σο­σια­λι­στών, ανα­σκο­λο­πι­στών των κα­νό­νων και των ιδε­ών, που ξε­λα­ρυγ­για­ζό­ταν μέ­σα στους κα­πνούς του κα­φε­νεί­ου να κη­ρύσ­σει: «Kα­τα­στρέ­φου­με τα συρ­τά­ρια του εγκε­φά­λου και της κοι­νω­νι­κής ορ­γά­νω­σης: εξα­χρειώ­νου­με όπου βρε­θού­με και ρί­χνου­με το χέ­ρι του ου­ρα­νού στην Kό­λα­ση, τα μά­τια της Kό­λα­σης στον ου­ρα­νό, απο­κα­θι­στού­με τον γό­νι­μο τρο­χό ενός οι­κου­με­νι­κού τσίρ­κου στις πραγ­μα­τι­κές δυ­νά­μεις και στη φα­ντα­σία κά­θε ατό­μου». Πί­στευαν, οι ανυ­πο­ψί­α­στοι, πως έτσι γκρέ­μι­ζαν την κοι­νω­νία της αστι­κής τά­ξης και έκα­ναν μια πρό­τα­ση, που απο­τε­λού­σε εναλ­λα­κτι­κή λύ­ση για την αντι­με­τώ­πι­ση του πα­στω­μέ­νου στη βλα­κεία μυα­λού των μπουρ­ζουά­δων. Δεν θα βρά­δυ­ναν να μι­λή­σουν και για επα­νά­στα­ση, ανα­θέ­το­ντας στη λο­γο­τε­χνία το ρό­λο του δυ­να­μι­τι­στή και ανα­τρο­πέα, τρο­μά­ζο­ντας με τα παι­χνί­δια τους τούς κο­κο­ρό­μυα­λους που έπαιρ­ναν στα σο­βα­ρά ότι η τέ­χνη, επει­δή μπο­ρεί να βιά­ζει τη σκέ­ψη, εί­ναι σε θέ­ση να βιά­ζει κα­τά συρ­ρο­ήν και την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ήταν πε­ρή­φα­νοι που κα­τα­σκεύ­α­ζαν τέ­χνη στο ρυθ­μό της κα­τα­σκευ­ής Iστο­ρί­ας. Kα­νείς δεν τρά­βη­ξε το αυ­τί εκεί­νων των κα­ρα­γκιό­ζη­δων, μή­πως κα­τα­λά­βαι­ναν το κα­κό που έκα­ναν: ύστε­ρα από κα­τα­χρή­σεις και ασέλ­γειες που μα­ρά­ζω­σαν τις λέ­ξεις, δεν από­μει­νε στη λο­γο­τε­χνία ού­τε το κύ­ρος να πε­ρι­φέ­ρε­ται ως γη­ραιά κυ­ρία, που τυγ­χά­νει του­λά­χι­στον σε­βα­σμού αν όχι συ­ντά­ξε­ως προς ανα­γνώ­ρη­σιν ευ­δο­κί­μου υπη­ρε­σί­ας. Άγνω­στο αν θα γι­νό­ταν να εί­χε απο­φύ­γει η λο­γο­τε­χνία αυ­τό το ολί­σθη­μα: τον γε­ρο­ντο­έ­ρω­τα, που αφή­νει πο­λύ σα­λιά­ρι­σμα, αλ­λά ού­τε ίχνος σφυγ­μού Ποί­η­σης.

«Ο Λέ­νιν, ο Τζόις και ο Τζα­ρά», έρ­γο της Κα­τα­λα­νής ζω­γρά­φου Mα­ρί­ας Picassó i Piquer



Ανα­μνη­στι­κή πλά­κα της ίδρυ­σης του κι­νή­μα­τος Ντα­ντά στο κα­μπα­ρέ «Βολ­ταί­ρος»

Ένα βρά­δυ εκεί­νου του Φε­βρουα­ρί­ου, που οι ιστο­ρι­κοί δεν έχουν πε­τύ­χει να εντο­πί­σουν, ο Tρι­στάν Tζα­ρά προ­χώ­ρη­σε, αναι­τί­ως μάλ­λον, προς τη μι­κρή εξέ­δρα του κα­φε­νεί­ου και υπό το φως δύο προ­βο­λέ­ων, υπό τα όμ­μα­τα των θα­μώ­νων που συ­νω­θού­ντο στα τρα­πε­ζά­κια και στους δια­δρό­μους, υπό τον ανη­λεή ήχο της γκραν­κά­σας που χτυ­πού­σε η πα­ρέα των φί­λων του, άρ­χι­σε να χο­ρεύ­ει, φι­δώ­νο­ντας ως χο­ρεύ­τρια της Aνα­το­λής, που κι­νεί­ται πε­ρί τον ομ­φα­λόν της. Σε από­στα­ση δύο-τριών τρα­πε­ζιών, ένας άντρας που δεν έχει βγά­λει το κα­σκέ­το του, που φέ­ρει μύ­στα­κα και υπο­γέ­νειον, εν­θου­σιά­ζε­ται αίφ­νης, υπό την επή­ρεια του οι­νο­πνεύ­μα­τος κα­τά ορι­σμέ­νους (εί­ναι, σύ­ντρο­φοι του Kόμ­μα­τος, εκεί­νοι που τον δια­βά­λουν ως με­θύ­στα­κα), θαυ­μα­στής κα­τ' άλ­λους του πε­ρί­ερ­γου της σκιάς του ορ­χου­μέ­νου Tζα­ρά, την οποία οι προ­βο­λείς βοη­θούν να σα­ρώ­νει τον τοί­χο, και ξε­κι­νά­ει να χει­ρο­κρο­τεί, δο­κι­μά­ζο­ντας τις φω­νη­τι­κές χορ­δές του με βρο­ντώ­δη «ντα! ντα!» που πέ­φτουν πά­νω και έξω από τους ήχους της γκραν­κά­σας. Tο ακρο­α­τή­ριο δεν αρ­γεί να πα­ρα­συρ­θεί και να επα­να­λά­βει «ντα! ντα!» υπο­χρε­ώ­νο­ντας τον χο­ρευ­τή να συ­νε­χί­σει την επί­δει­ξη μιας τέ­χνης, που οπωσ­δή­πο­τε δεν κα­τεί­χε. Kα­νείς, από όσα γνω­ρί­ζου­με, δεν υπο­ψιά­στη­κε ότι ο πρώ­τος δι­δά­ξας την κραυ­γή μπο­ρού­σε να ήταν Pώ­σος, ο οποί­ος δεν έκα­νε εντέ­λει άλ­λο από να συμ­φω­νεί στη γλώσ­σα του («ναι! ναι!») με τα τε­κται­νό­με­να. Kα­νείς, από όσα ξέ­ρου­με, δεν πα­ρε­νέ­βα­λε αυ­τό το συμ­βάν στην αγιο­γρα­φία του με­γά­λου Λέ­νιν. Έτσι όμως, ο Τζα­ρά κέρ­δι­σε τη δό­ξα του κι­νή­μα­τος Ντα­ντά.