Η ιστορία χωρίς εμάς, χωρίς τη δική μας – τη σωματική μας – παρέμβαση, δεν θα υπήρχε, γράφει, στους «Χρονοδείκτες», αυτός ο σπουδαίος ποιητής, ελληνιστής, μεταφραστής και δάσκαλος. Δείκτης του χρόνου πράγματι ήταν ο Γιάννης Δάλλας. Ο λόγος του σημάδεψε τους γύρω του με την ποίηση της πρόζας και την πεζογραφία μιας εν ποιήσει ζωής, ξεκινώντας με τη Σφαγή του Κομμένου (Άρτας), που δημοσιεύτηκε το 1947, και συνεχίζοντας με τον θάνατο του Λόρκα, συνθετικό ποίημα που εκδόθηκε τον επόμενο χρόνο.

Πάει καιρός που αφέθηκα και περιζώστηκα τη νύχτα
ζώστηκα τον ποδήρη της χιτώνα σαν του πλοκάμους
μιας μέδουσας

θυμίζει, στις «Γεννήτριες», αυτός ο ληξίαρχος Φιλιππιάδας –όπου γεννήθηκε και πρώτη φορά φυλακίστηκε, αρνούμενος να παραδώσει στοιχεία για τους κατοίκους στις κατοχικές αρχές– αυτός ο ληξίαρχος του ελληνισμού.
Έχοντας σπουδάσει κλασική φιλολογία στην Αθήνα, υπηρέτησε στη μέση εκπαίδευση, στο Πρότυπο Λύκειο Ιωαννίνων, του οποίου υπήρξε συνιδρυτής, στη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία, στη Σχολή Μωραΐτη, αλλά και στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Υπηρέτησε στην ανώτατη εκπαίδευση ως καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Μετείχε στα πρώτα «Καβάφεια» στην Αλεξάνδρεια και παρουσίασε το έργο του σε πολλά πανεπιστήμια στο εξωτερικό.
Πράγματι, «μυστική τεθλασμένη των αντιστάσεων» η ποίηση. Ποιητής, που ασυνήθιστα ήταν φιλόλογος, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, κριτικός, επιμελητής και εκδότης, είδε αλλιώς τις γενεαλογίες του ελληνικού λόγου. Συστηματικά ασχολήθηκε με συγχρόνους του, όπως ο Αναγνωστάκης και ο Σαχτούρης, διέγνωσε όσους δεν χωρούσαν στα προκρούστεια κρεβάτια της γενιάς του ’30, εμβάθυνε σε διχοστασίες και ιδεολογίες στον Καρυωτάκη και τον Βάρναλη, εξομολόγησε τον Τέλλο Άγρα και ανθολόγησε τον ιδαλγό της ουτοπίας Ρώμο Φιλύρα, σπούδασε τον Καβάφη, τον ελληνισμό και τη θεολογία του, μελέτησε τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη και ζύγισε αντίζυγες ποιητικές Σολωμού και Κάλβου.
Αυτός ο «τελευταίος κληρονόμος των εποχών» υπήρξε συστηματικός μεταφραστής αρχαίων λυρικών και Αλεξανδρινών ποιητών.

Φωνές από την άλλη ζωή που υπήρξε
που ίσως υπάρχει στ’ άδυτα της μνήμης
και τώρα την ακούουν τα αισθήματα
των ποιητών

Έχει ξυπνήσει η χώρα
κι έρχονται ιδού από τ’ αποδυτήρια του ύπνου
συναγερμοί λαών θίασοι αλόγων
καλπάζοντας με λάβαρα αφθαρσίας
και στις επάλξεις αιωρούνται κήρυκες
με τα μεταλλικά τους στόματα αναγγέλλοντας
τους τοκετούς άλλης αυγής. Φυλάξου
μην κλείσει η μυστική ρωγμή της μνήμης
κ’ εσύ απομείνεις μόνος στις κερκίδες
με τη σπασμένη σάλπιγγά σου
Κάτι ξέρει
η μυλόπετρα του ήλιου μες στο χάος
κι οργίζεται πιο κόκκινη και ψάχνει
κάτω απ’ τις ρίζες του καιρού μαζεύοντας
στη φυλλωσιά της μέρας μ’ άγρια δάχτυλα
σπόρους και καταιγίδες κι άλλες
φωνές από τα κόκκαλα της ζωής μας

γράφει στα «Κυκλοδίωκτα».

«Διαφωτιστής και μες στην ποίηση ποιητής μαζί και ιδεολόγος», γράφει ο Γιάννης Δάλλας για τον Κάλβο, λες και μιλά για τον εαυτό του.

Ήρθα κοντά σας από υπόγειες σήραγγες
όχι από κει που μάταια περιμένατε
τηλεγραφόξυλα του νόστου δρόμοι του θηράματος
κι ύστερα από τα γνώριμα διόδια
στη σήμανση της πόλης
Δεν ήρθα απ’ τα παλιά ιδεοδρόμια […]

γράφει κοιτάζοντας με «Τα μάτια-μαστίγια».

Η «Ανατομία» του Γιάννη Δάλλα πληρώνει «Το τίμημα», λες και «Δόκιμος σε συντεχνία» είναι «Ο ζωντανός χρόνος» και «Αποθέτης», όπου «Στοιχεία ταυτότητας» γίνονται «Γεννήτριες», γιατί «Μας ένωνε υπόγεια η ποίηση» από παλιά, «από την εποχή του κατακλυσμού [που] ο ποιητής ανήκει στ’ αμφίβια», πριν από «τη μέρα που αναπαύονται τα όνειρα» και «αρχίζει η ενανθρώπιση των δερμάτων».

Γιάννη,

Βάλε μπροστά τη μηχανή των στίχων
Βάλε κι ας παίξει ο δίσκος στη διαπασών …