Καφές

Sapuvelda 4
Sapuvelda 4

Εκεί­νη εί­ναι στο ντους. Το νε­ρό πέ­φτει άτα­κτα πά­νω στο σώ­μα της, στα­μα­τώ­ντας κά­που κά­που για να σχη­μα­τί­σει απρό­ο­πτους στα­λα­κτί­τες στην άβυσ­σο ανά­με­σα στα στή­θη της που τα ’χεις φι­λή­σει τό­σες φο­ρές. Εσύ βά­ζεις τον κα­φέ στο φίλ­τρο, υπο­λο­γί­ζεις το νε­ρό για τέσ­σε­ρα φλι­τζά­νια και πα­τάς το κόκ­κι­νο κου­μπί.
Ακούς τον ήχο του βρα­στού νε­ρού που πέ­φτει στά­λα στά­λα στον κα­φέ, σχη­μα­τί­ζο­ντας έναν αρω­μα­τι­κό πολ­τό. Το πρω­ι­νό εί­ναι ακό­μα διά­σπαρ­τα πλα­κά­κια, κι ο κα­φές εί­ναι το σκυ­ρό­δε­μα που θα τα ενώ­σει.
Εκεί­νη εμ­φα­νί­ζε­ται στην πόρ­τα του μπά­νιου, μι­σο­βρεγ­μέ­νη. Φαί­νο­νται οι λα­μπε­ροί γο­φοί της που εί­ναι ακό­μα υγροί. Τρα­βάς έξω την κα­φε­τιέ­ρα, τη φέρ­νεις στο τρα­πέ­ζι, το­πο­θε­τείς τα φλι­τζά­νια, προ­σέ­χεις ώστε τα γα­ρί­φα­λα να δια­τη­ρή­σουν αυ­τή τη νο­τι­σμέ­νη στά­ση τους του μαρ­τυ­ρί­ου. Τα γα­ρί­φα­λα δε μα­ραί­νο­νται τό­σο αγνά όσο τα μα­γιά­τι­κα τρια­ντά­φυλ­λα.
Εκεί­νη τώ­ρα εμ­φα­νί­ζε­ται με τα μαλ­λιά της κά­τω από μια πε­τσέ­τα του μπά­νιου τυ­λιγ­μέ­νη σε τουρ­μπά­νι, φαί­νε­ται ο αυ­χέ­νας της, ο λεί­ος κι ολό­δρο­σος λαι­μός της που μο­σχο­μυ­ρί­ζει. Μέ­σα απ’ το τουρ­μπά­νι, μια του­φί­τσα δρα­πε­τεύ­ει και κολ­λά­ει στο δέρ­μα σαν μια από­κο­σμη, χρυ­σα­φέ­νια, πε­τρω­μέ­νη οντό­τη­τα. Κά­θε­ται, κά­θε­σαι κι εσύ, κι ανά­με­σά σας, η πα­ντο­τι­νή σιω­πή.
Σερ­βί­ρεις τον κα­φέ αρ­γά, της δί­νεις το γε­μά­το φλι­τζά­νι, γε­μί­ζεις και το δι­κό σου, της κά­νεις νό­η­μα με το βλέμ­μα να πά­ρει κά­τι απ’ αυ­τά που εί­ναι πά­νω στο τρα­πέ­ζι: ψω­μί, βού­τυ­ρο, μαρ­με­λά­δα κι άλ­λα πράγ­μα­τα που, αυ­τή την ώρα και σ' αυ­τές τις πε­ρι­στά­σεις, τα θε­ω­ρείς άνο­στα. Αντι­λαμ­βά­νε­σαι πως εκεί­νη δε θέ­λει τί­πο­τα απ’ αυ­τά, ανά­βει μό­νο ένα τσι­γά­ρο και ρί­χνει λί­γες στα­γό­νες γά­λα στο φλι­τζά­νι του κα­φέ της.
Με το κου­τα­λά­κι αρ­χί­ζεις να κά­νεις κο­φτές, κυ­κλο­τε­ρείς κι­νή­σεις που σχη­μα­τί­ζουν σπεί­ρες, ώσπου να δια­πι­στώ­σεις την από­λυ­τη διά­λυ­ση της ζά­χα­ρης που βυ­θί­στη­κε σαν σκό­νη του κα­θρέ­φτη σ’ ένα πη­γά­δι, σιω­πη­λά, σε­βό­με­νη τον αδιά­φθο­ρο χα­ρα­κτή­ρα αυ­τού του πρω­ι­νού-σιω­πή που ξε­κι­νά­ει.
Τε­λι­κά, εκεί­νη εί­ναι η πρώ­τη που γεύ­ε­ται τον κα­φέ, και το πρώ­το πράγ­μα που της έρ­χε­ται στο νου εί­ναι πως μπο­ρεί να φταί­ει το φλι­τζά­νι, να ’ναι βρό­μι­κο. Ση­κώ­νει τα μά­τια, σε κοι­τά­ζει χω­ρίς να σε μέμ­φε­ται την ίδια στιγ­μή που κι εσύ πί­νεις την πρώ­τη γου­λιά και σκέ­φτε­σαι πως πρέ­πει να φταί­ει το τσι­γά­ρο γι’ αυ­τή την προς το πα­ρόν απροσ­διό­ρι­στη γεύ­ση, αλ­λά εκεί­νη εί­ναι που το εί­πε:

«Ο κα­φές εί­ναι απο­τυ­χία».

Τό­τε εσύ ση­κώ­νε­σαι, της παίρ­νεις το φλι­τζά­νι από τα χέ­ρια, παίρ­νεις την κα­φε­τιέ­ρα κι αδειά­ζεις όλο της το πε­ριε­χό­με­νο στο νε­ρο­χύ­τη.
Ο κα­φές εξα­φα­νί­ζε­ται μέ­σα σε καυ­τούς βορ­βο­ρυγ­μούς, για να μη μεί­νει απ’ αυ­τόν τί­πο­τ’ άλ­λο εκτός από κά­τι σκού­ρο γύ­ρω από την τρύ­πα. Ανοί­γεις ένα και­νούρ­γιο πα­κέ­το, υπο­λο­γί­ζεις το νε­ρό για τέσ­σε­ρα φλι­τζά­νια και μέ­νεις όρ­θιος, πε­ρι­μέ­νο­ντας στά­λα στά­λα να σχη­μα­τι­στεί ξα­νά η με­ρί­δα της πρω­ι­νής λά­σπης.
Σερ­βί­ρεις. Δο­κι­μά­ζει. Σε κοι­τά­ζει με θλί­ψη. Δε λέ­ει τί­πο­τα. Πί­νεις κι εσύ, και την κοι­τά­ζεις. Τώ­ρα, εσύ εί­σαι αυ­τός που ανα­φω­νεί:

«Έχεις δί­κιο. Απο­τυ­χία».

Σου λέ­ει κα­λο­προ­αί­ρε­τα πως μπο­ρεί να φταί­ει η ζά­χα­ρη ή το γά­λα, κι εσύ φω­νά­ζεις πως δεν έβα­λες στο φλι­τζά­νι σου ού­τε ζά­χα­ρη ού­τε γά­λα.
Εκεί­νη ανά­βει άλ­λο ένα τσι­γά­ρο και σπρώ­χνει το φλι­τζά­νι της ώς τη μέ­ση του τρα­πε­ζιού, ενώ εσύ βγά­ζεις όλα τα πα­κέ­τα κα­φέ από την ντου­λά­πα και τ’ ανοί­γεις μ’ ένα μα­χαί­ρι, σαν τρε­λός ψη­λα­φείς τη φί­να υφή του, γεύ­ε­σαι, φτύ­νεις, βρί­ζεις, δια­πι­στώ­νεις πως όλος ο κα­φές του σπι­τιού έχει την ίδια, ανα­πό­φευ­κτη γεύ­ση της απο­τυ­χί­ας.
Εκεί­νη δεν έχει γευ­τεί κα­νέ­ναν, αλ­λά το ξέ­ρει κι αυ­τή.
Σου το λέ­ει χω­ρίς λό­για. Σου το λέ­ει με το βλέμ­μα της, χα­μέ­νο στα κα­ρου­δά­κια του τρα­πε­ζο­μά­ντι­λου. Σου το λέ­ει με τον κα­πνό που φεύ­γει από το στό­μα της.
Έρ­χε­σαι και ξα­να­κά­θε­σαι, νιώ­θο­ντας κά­τι σαν τού­βλο στο λαι­μό σου. Θέ­λεις να μι­λή­σεις. Θέ­λεις να της πεις πως έχε­τε πιει μα­ζί κα­φέ­δες με γεύ­ση λή­θης, με γεύ­ση πε­ρι­φρό­νη­σης, με γεύ­ση αξια­γά­πη­του και μο­νό­το­νου μί­σους. Θέ­λεις να πεις πως εί­ναι η πρώ­τη φο­ρά που ο κα­φές έχει αυ­τή την απελ­πι­στι­κή γεύ­ση απο­τυ­χί­ας. Όμως, δεν κα­τα­φέρ­νεις ν’ αρ­θρώ­σεις ού­τε λέ­ξη.
Εκεί­νη ση­κώ­νε­ται. Πά­ει στην κρε­βα­το­κά­μα­ρα. Ντύ­νε­ται αρ­γά, και φτά­νει στ’ αυ­τιά σου το κλικ που δέ­νει το βρα­χιό­λι της. Πη­γαί­νει ώς την πόρ­τα, παίρ­νει τα κλει­διά της, την τσά­ντα της, τη μι­κρή της ατζέ­ντα, κά­τι περ­νά­ει απ’ το νου της λί­γο πριν ανοί­ξει την πόρ­τα, και ξα­να­γυ­ρί­ζει για να σου δώ­σει στο μέ­τω­πο ένα ψυ­χρό φι­λί που, όσο κι αν δεν θες να το πι­στέ­ψεις, έχει την ίδια γεύ­ση απο­τυ­χί­ας με τον κα­φέ.


Από τη συλ­λο­γή Αν δεν έχεις πού να κλά­ψεις (εκδ. Οpera 1998)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: