Κάθισα για φαγητό σε παραλιακή ταβέρνα. Η Λίζα με κοιτούσε στα μάτια. Είναι λευκή, με πορτοκαλί μεγάλα σημάδια στο σώμα και το κεφάλι. Της έριξα μια ματιά, τη χάιδεψα, της γάβγισα φιλικά. Η Λίζα με κοίταξε στα μάτια, τράβηξε το τραπεζομάντιλο με τα δόντια, το έριξε κάτω στο χώμα, άρχισε να γαβγίζει επίμονα, σταμάτησε όταν κάθισα κάτω, από τη μια μεριά αυτή από την άλλη εγώ, στη μέση το τραπεζομάντιλο με τα φαγητά έναν αχταρμά. Η Λίζα κούνησε την ουρά της χαρούμενη, για τελευταία φορά, πριν ακουστεί ο πυροβολισμός.
«Δεν έφευγε αλλιώς, παρενοχλούσε τους πελάτες», είπε ο ιδιοκτήτης και άρχισε να με σέρνει από τα πόδια. «Είναι βαρύ, μουρμούρισε, το παλιόσκυλο…»