Δύσκολα ερωτήματα των καιρών μας

Δύσκολα ερωτήματα των καιρών μας

“You’ll develop like a herd mentality. It’s going to be herd-developed. That’s going to happen. That will all happen. But with a vaccine, I think it will go away very quickly.” «Θα ανα­πτύ­ξου­με αυ­τό που λεν νο­ο­τρο­πία αγέ­λης. Θα ανα­πτυ­χθεί αγε­λι­κώς. Ναι, αυ­τό θα γί­νει. Αυ­τό όλο θα γί­νει. Αλ­λά με το εμ­βό­λιο, νο­μί­ζω ότι θα φύ­γει πο­λύ γρή­γο­ρα». Τά­δε έφη Ντό­ναλντ Τραμπ.

Δυ­σκο­λεύ­ο­μαι, ομο­λο­γώ, να με­τα­φρά­σω επαρ­κώς όλες τις λε­πτές απο­χρώ­σεις, τις πο­λύ­μορ­φες πτυ­χές και τις σύν­θε­τες ση­μάν­σεις του λό­γου του με­γά­λου ηγέ­τη που δια­φε­ντεύ­ει τον πλα­νή­τη μας και ορί­ζει τις ζω­ές μας.
Ο λό­γος αυ­τός προ­κα­λεί το γνω­στό μίγ­μα γέ­λω­τος και κλαυθ­μού – εί­ναι για γέ­λια και για κλά­μα­τα. Γέ­λια για­τί βρί­σκου­με πά­ντο­τε αστείο κά­ποιον που βρί­σκε­ται έξω από τα νε­ρά του και «δεν ξέ­ρει τι του γί­νε­ται» και προ­σπα­θεί μα­ταί­ως να τα μπα­λώ­σει (κι ας μην εί­ναι κά­τι τέ­τοιο πο­λι­τι­κά ορ­θόν κα­μιά φο­ρά). Κλά­μα­τα για­τί συ­νει­δη­το­ποιείς ότι σε τού­το το υπο­κεί­με­νο, που εδώ γε­λοιο­ποιεί­ται, έχει ανα­θέ­σει η πα­γκό­σμια κοι­νω­νία, μέ­σα από δη­μο­κρα­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες, τη δια­χεί­ρι­ση της τύ­χης της.
Κι αν στα­θού­με από αυ­τή την πλευ­ρά μας πιά­νει κα­τά­θλι­ψη και μας κό­βε­ται το γέ­λιο. Για­τί αν ακού­σου­με πιο προ­σε­κτι­κά, θα αντι­λη­φθού­με ότι ο λό­γος αυ­τός εκ­φρά­ζει κά­τι βα­θύ­τε­ρο. Ένας τέ­τοιος ασυ­νάρ­τη­τος λό­γος –που δεν γί­νε­ται ανα­γκα­στι­κά αντι­λη­πτός ως ασυ­νάρ­τη­τος από πολ­λούς, πά­ρα πολ­λούς αν­θρώ­πους– εκ­φρά­ζει ακρι­βώς μια ασυ­νάρ­τη­τη πο­λι­τι­κή που προ­ω­θεί­ται πλέ­ον συ­νει­δη­τά και εξα­πλώ­νε­ται στα πε­ρισ­σό­τε­ρα κέ­ντρα απο­φά­σε­ων. Πρό­κει­ται για μια «ασυ­νάρ­τη­τη» πο­λι­τι­κή που έχει ακρι­βώς σκο­πό να απο­διορ­γα­νώ­σει τους ισχύ­ο­ντες κα­νό­νες του παι­χνι­διού προ­κα­λώ­ντας, όπως συ­χνά ανα­φέ­ρε­ται στον διε­θνή τύ­πο, ανα­στά­τω­ση, διά­λυ­ση και χά­ος [disruption, destruction and chaos] που ανα­δύ­ο­νται σαν νέα κα­νο­νι­κό­τη­τα σ’ έναν κό­σμο που μοιά­ζει να μη χρειά­ζε­ται τις αξί­ες με τις οποί­ες εί­χα­με μά­θει να ζού­με μα­ζί ως τώ­ρα.
Απο­στα­θε­ρο­ποί­η­ση θε­σμών, συν­θη­κών, συ­νό­ρων, αμ­φι­σβή­τη­ση αξιών και δι­καιω­μά­των, υπο­νό­μευ­ση της επι­στη­μο­νι­κής με­θό­δου, προ­σφυ­γή στη βία για την επί­λυ­ση δια­φο­ρών, καλ­λιέρ­γεια του μί­σους κα­τά αντι­πά­λων, αθέ­τη­ση συμ­φω­νη­θέ­ντων, προ­ώ­θη­ση θε­ω­ριών συ­νο­μω­σί­ας, δια­στρέ­βλω­ση των λό­γων των άλ­λων, και ψεύ­δη, πολ­λά ψεύ­δη. Και όλα μα­ζί συ­ντε­λούν στην με­γά­λη πα­ρα­πλά­νη­ση, που επι­τυγ­χά­νε­ται από έναν τέ­τοιο ασυ­νάρ­τη­το λό­γο, όπως στο χω­ρίο που πα­ρα­θέ­σα­με.
Εί­πα ξεί­πα. Άλ­λα το πρωί, άλ­λα το από­γευ­μα, άλ­λα το βρά­δυ. Δη­λώ­σεις, πολ­λές δη­λώ­σεις, ακα­τά­παυ­στα. Εκ­πα­ρα­θυ­ρώ­σεις συ­νερ­γα­τών, ο ένας με­τά τον άλ­λον αχρη­στεύ­ε­ται. Διά­λυ­ση και στο εσω­τε­ρι­κό των κυ­βερ­νή­σε­ων. Κι ού­τε η υπο­γρα­φή μιας συμ­φω­νί­ας δε­σμεύ­ει – όπως δεί­χνει ο κλώ­νος του Αμε­ρι­κα­νού προ­έ­δρου στην Βρε­τα­νία, όπου ο πρω­θυ­πουρ­γός νο­μο­θε­τεί για να δο­θεί η δυ­να­τό­τη­τα αθέ­τη­σης της ίδιας της υπο­γρα­φής του σε σχέ­ση με το Brexit.
Αλ­λά και ανα­το­λι­κό­τε­ρα, το «τσα­ρι­κό αντί­στοι­χο» του Τραμπ, ο Ρώ­σος πρό­ε­δρος (κι αυ­τός λα­ο­πρό­βλη­τος) δεν έχει κα­νέ­να εν­δοια­σμό να λύ­νει τις πο­λι­τι­κές δια­φο­ρές του με ένα δη­λη­τη­ρια­σμέ­νο ρό­φη­μα. Κά­τι που θυ­μί­ζει τον οί­κο των Βορ­γία, ή, για να πά­με πιο κο­ντά στην προϊ­στο­ρία της δι­κής του πε­ριο­χής, τους χα­γά­νους των Tα­τά­ρων που συ­χνά ξέ­κα­ναν τους αντι­πά­λους τους με πρό­σκλη­ση σε ένα «γεύ­μα ει­ρή­νης».
Εί­ναι μα­κρύς ο κα­τά­λο­γος πο­λι­τι­κών ηγε­τών σή­με­ρα στον πλα­νή­τη που επι­διώ­κουν την ανα­στά­τω­ση, προ­ω­θούν τον ανορ­θο­λο­γι­σμό, πα­ρα­βιά­ζουν στοι­χειώ­δη αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα και κά­θε εί­δους κα­νό­νες. Και τους συ­να­ντά­με σε με­γά­λες χώ­ρες όπως Βρα­ζι­λία, Ιν­δία, αλ­λά και σε με­σαί­ες όπως Τουρ­κία, Φι­λιπ­πί­νες, ή ακό­μα και σε μι­κρές όπως η Ουγ­γα­ρία. Χω­ρίς να λο­γα­ριά­ζου­με τις πα­ρα­δο­σια­κές και ακλό­νη­τες απο­λυ­ταρ­χί­ες όπως η Κί­να, που επι­χει­ρεί να εξα­φα­νί­σει δια της στει­ρώ­σε­ως μια ολό­κλη­ρη εθνό­τη­τα, ή να επε­κτεί­νει τις θα­λάσ­σιες ζώ­νες της τσι­με­ντώ­νο­ντας πλή­θη κο­ραλ­λιο­γε­νών νη­σί­δων, χι­λιά­δες χι­λιό­με­τρα μα­κριά από τις ακτές της. Για να μην μι­λή­σου­με για την αθέ­τη­ση των συ­μπε­φω­νη­μέ­νων για το Χονγκ Κονγκ.

Όμως Τραμπ, Τζόν­σον, Πού­τιν, Μπολ­σο­νά­ρου, Μό­ντι, Ερ­ντο­γάν, Ντου­τάρ­τε, Όρ­μπαν εί­ναι εκλεγ­μέ­νοι από τους λα­ούς τους, ενώ και ο Σι δεν αντι­με­τω­πί­ζει κα­μιά σο­βα­ρή αντι­πο­λί­τευ­ση. Για­τί έχουν απή­χη­ση;
Και δεν εί­ναι μό­νο αυ­τοί, για­τί και στις κοι­νω­νί­ες όπου οι από­ψεις που αντι­προ­σω­πεύ­ουν τα πα­ρα­πά­νω ονό­μα­τα δεν έχουν ανα­δει­χθεί (ακό­μα) ως πλειο­ψη­φι­κά, υπάρ­χουν πολ­λοί άν­θρω­ποι που τις υπο­στη­ρί­ζουν. Και ανή­κουν συ­νή­θως στα στρώ­μα­τα της κοι­νω­νί­ας που τα χα­ρα­κτη­ρί­ζου­με ως «λαϊ­κά», συ­νή­θως στα όρια της φτώ­χιας, που στε­γά­ζο­νται σε μι­σο­δια­λυ­μέ­να συ­γκρο­τή­μα­τα κα­τοι­κιών, μέ­σα σε μια «πο­λι­τι­σμι­κή έρη­μο» στο εσω­τε­ρι­κό των αστι­κών κέ­ντρων (inner cities), που βρί­σκουν απο­κού­μπι στην εθνι­κή ταυ­τό­τη­τα ή/και στον στι­βα­ρό ηγέ­τη ως μια δό­ση ερ­ζάτς με­γα­λεί­ου.
Όταν η Χί­λα­ρυ Κλί­ντον απο­κά­λε­σε τους οπα­δούς του Τραμπ «θλι­βε­ρούς» (ή ακρι­βέ­στε­ρα οι­κτρούς, deplorables) ξε­σή­κω­σε θύ­ελ­λα αντι­δρά­σε­ων που την κα­τέ­δει­ξε ως ελι­τί­στρια – μια αφ’ υψη­λού δα­σκά­λα που τους κου­νά­ει το δά­χτυ­λο.
Και η αντί­δρα­ση σ’ αυ­τή την πε­ρι­φρο­νη­τι­κή στά­ση της Κλί­ντον, που ξε­κι­νά από το ίδιο ση­μείο με την δι­κή μου στά­ση (ή, θα ήθε­λα να πι­στεύω, την στά­ση κά­θε εχέ­φρο­νος αν­θρώ­που) απέ­να­ντι στη δή­λω­ση του Τραμπ για την νο­ο­τρο­πία αγέ­λης, ίσως βρί­σκε­ται το κλει­δί (ή ένα από τα κλει­διά) για να απα­ντη­θεί το πράγ­μα­τι βα­σα­νι­στι­κό ερώ­τη­μα «για­τί έχουν απή­χη­ση ηγέ­τες όπως ο Τραμπ;».
Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση συ­νο­μι­λί­ας (έστω και ολι­γό­λε­πτης) με αν­θρώ­πους που ακο­λου­θούν αυ­τό το ρεύ­μα που εκ­φρά­ζει ο Τραμπ, αλ­λά και πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας τα όσα ακού­γο­νται στα ΜΜΕ, αι­σθά­νο­μαι ότι η επι­κοι­νω­νία εί­ναι μάλ­λον αδύ­να­τη. Θα έλε­γα ότι με τους αν­θρώ­πους αυ­τούς έχου­με έναν κοι­νό συμ­βο­λι­κό κα­νό­να αλ­λά κα­τοι­κού­με εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κά ση­μειω­τι­κά σύ­μπα­ντα. Μι­λά­με την ίδια γλώσ­σα, ή μάλ­λον χρη­σι­μο­ποιού­με τις λέ­ξεις της ίδιας γλώσ­σας, αλ­λά δεν μπο­ρεί να κα­τα­λά­βει ο ένας τον άλ­λον. Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι μοι­ρα­ζό­μα­στε τα ίδια ση­μαί­νο­ντα αλ­λά αυ­τά αντι­στοι­χούν σε εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κά ση­μαι­νό­με­να. Και τo ερώ­τη­μα πα­ρα­μέ­νει ανα­πά­ντη­το.

Εντουάρ Λουί
Εντουάρ Λουί

Με­τα­φέ­ρο­μαι στη Γαλ­λία, όπου το ερώ­τη­μα εξει­δι­κεύ­ε­ται στο «για­τί έχει απή­χη­ση στα λαϊ­κά στρώ­μα­τα το Εθνι­κό Μέ­τω­πο της οι­κο­γε­νεί­ας Λε­πέν;», ή «τι μπο­ρεί ένας εξα­θλιω­μέ­νης ερ­γά­της στη βό­ρεια Γαλ­λία να βρει στο πρό­σω­πο της Μα­ρι Λε­πέν;» και εντο­πί­ζω στοι­χεία για μιαν απά­ντη­ση στην λο­γο­τε­χνία, και συ­γκε­κρι­μέ­να στο έρ­γο και – κυ­ρί­ως – στις συ­νε­ντεύ­ξεις ενός νέ­ου, βρα­βευ­μέ­νου και ήδη με­τα­φρα­σμέ­νου στα αγ­γλι­κά, συγ­γρα­φέα, του Εντουάρ Λουί (Edouard Louis).

Ο Εντουάρ Λουί γεν­νή­θη­κε το 1992 σε μια φτω­χή ερ­γα­τι­κή οι­κο­γέ­νεια στη Βό­ρεια Γαλ­λία. Ο πα­τέ­ρας του εί­χε ένα ερ­γα­τι­κό ατύ­χη­μα που του κα­τέ­στρε­ψε την πλά­τη και ζού­σε με μια ανα­πη­ρι­κή σύ­ντα­ξη. Αλ­λά σε κά­ποιο ση­μείο, μέ­σα από κά­ποιες αλ­λα­γές στο σύ­στη­μα κοι­νω­νι­κών επι­δο­μά­των, υπο­χρε­ώ­θη­κε να ξα­να­πιά­σει δου­λειά, σε το­μέα για τον οποίο κρί­θη­κε ικα­νός, για­τί δια­φο­ρε­τι­κά θα έχα­νε την ανα­πη­ρι­κή σύ­ντα­ξή του. Έτσι δού­λε­ψε ως οδο­κα­θα­ρι­στής, πράγ­μα του κα­τέ­στρε­ψε ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο το σώ­μα του. Ο Λουί στην εφη­βεία του έδει­ξε κά­ποια λο­γο­τε­χνι­κά εν­δια­φέ­ρο­ντα, ενώ επέ­λε­ξε γκέι προ­σα­να­το­λι­σμό. Τε­λειώ­νο­ντας το λύ­κειο, απο­φά­σι­σε να πά­ει στο Πα­νε­πι­στή­μιο, κά­τι πρω­το­φα­νές στην οι­κο­γέ­νειά του. Έφυ­γε για το Πα­ρί­σι και απο­ξε­νώ­θη­κε από τον πα­τέ­ρα του, που ντρε­πό­τα­νε για το γιό του κα­θώς αυ­τός ντρό­πια­ζε ολό­κλη­ρη την οι­κο­γέ­νειά του. Για χρό­νια έπα­ψαν να μι­λά­νε. Δεν εί­χαν τί­πο­τε κοι­νό. Ο πα­τέ­ρας ήταν στη Βό­ρεια Γαλ­λία ψη­φί­ζο­ντας Εθνι­κό Μέ­τω­πο, ενώ ο γιος ήταν στο Πα­ρί­σι ζώ­ντας ως γκέι δια­νο­ού­με­νος, στρα­τευ­μέ­νος στην αρι­στε­ρά.

Τα τρία πρώ­τα του βι­βλία [Να τε­λειώ­νου­με με τον Έντυ (2014, ελλ. έκδ. Αντί­πο­δες 2018, μτ­φρ. Μιχ. Αρ­βα­νί­της), Η ιστο­ρία της βί­ας (2016, ελλ. έκδ. Αντί­πο­δες 2019, μτ­φρ. Μιχ. Αρ­βα­νί­της) και Ποιος σκό­τω­σε τον πα­τέ­ρα μου (2018, ελλ. έκδ. Αντί­πο­δες 2020, μτ­φρ. Στέ­λα Ζου­μπου­λά­κη) μι­λούν για την προ­βλη­μα­τι­κή σχέ­ση με τον πα­τέ­ρα του, αλ­λά και εν γέ­νει για τις τραυ­μα­τι­κές του εμπει­ρί­ες στα πρώ­τα νε­α­νι­κά του χρό­νια (με­τα­ξύ άλ­λων, βια­σμός και από­πει­ρα δο­λο­φο­νί­ας του την πα­ρα­μο­νή Χρι­στου­γέν­νων του 2012).
Το εν­δια­φέ­ρον σ’ αυ­τή την ιστο­ρία, κι αυ­τό που μας αφο­ρά ως προς την απά­ντη­ση στο ερώ­τη­μά μας, εί­ναι ότι σε κά­ποια στιγ­μή ο συγ­γρα­φέ­ας μπό­ρε­σε να «κα­τα­λά­βει τον πα­τέ­ρα του». Όπως εί­πε σε μια συ­νέ­ντευ­ξη:

§

Στο πρώτο μου βιβλίο, έδειξα την σχέση μου με τον πατέρα μου. Ήταν ένας βίαιος άνδρας και έχω πολλές σαφείς αναμνήσεις της βίας αυτής. Όταν βγήκε το δεύτερο βιβλίο μου, με κάλεσε και πήγα να τον δω. Δεν είχαμε μιλήσει για περίπου πέντε χρόνια. Όταν άνοιξε την πόρτα και είδα το σώμα του κατεστραμμένο από την φτώχεια και τα βάσανα που είχε υποφέρει, μπόρεσα για πρώτη φορά να τον δω από μια διαφορετική οπτική γωνία. Να τον δω συνολικά. Συνειδητοποίησα ότι είχα γράψει μόνο για τη βία που εκείνος άσκησε πάνω στους άλλους, όχι την βία που είχε υποστεί ο ίδιος.

§

Ένας άν­θρω­πος τσα­κι­σμέ­νος από τη δια­δι­κα­σία πα­ρα­γω­γής, τα­πει­νω­μέ­νος και εξου­θε­νω­μέ­νος από τη δη­μό­σια διοί­κη­ση, που ξε­σπά στα παι­διά του και τον μι­σεί ο γιος του για τις βί­αιες εκρή­ξεις του. Αυ­τό το θλι­βε­ρό πορ­τραί­το μιας αξιο­θρή­νη­της ζω­ής, που ξε­τυ­λί­γε­ται κά­που αλ­λού, όπου κα­νέ­να δι­καί­ω­μα δεν εί­ναι δε­δο­μέ­νο, και δεν υπάρ­χει προ­σφυ­γή σε κά­τι που θα μπο­ρού­σε να σε στη­ρί­ξει, ζω­γρα­φι­σμέ­νο από κά­ποιον που δρα­πέ­τευ­σε από εκεί­νο τον κό­σμο –αυ­τόν τον βυ­θό της κοι­νω­νί­ας– ίσως φω­τί­ζει, έστω αμυ­δρά, το ζή­τη­μα που μας απα­σχο­λεί.

Σιμόν Βάιλ
Σιμόν Βάιλ

Μου θυ­μί­ζει μια άλ­λη μορ­φή που ακο­λού­θη­σε αντί­στρο­φη πο­ρεία, πριν 85 χρό­νια, και από έναν κό­σμο σαν τον δι­κό μας πή­γε κα­τά κει, προς εκεί­νο το αλ­λού, στο βυ­θό, για να βιώ­σει την από­λυ­τη απώ­λεια της αξιο­πρέ­πειας. Μι­λώ για τη Σι­μόν Βάιλ.

Δια­βά­ζου­με στο ημε­ρο­λό­γιό της (Journal dUsine) όταν άφη­σε τη ζωή της δα­σκά­λας και πή­γε να δου­λέ­ψει σε ερ­γο­στά­σια:

§

Βγαίνοντας από το οδοντιατρείο κι ανεβαίνοντας στο λεωφορείο, αλλόκοτη αντίδραση. Πώς εγώ, μια σκλάβα, μπορώ να μπαίνω σ’ αυτό το λεωφορείο, να το χρησιμοποιώ με τις δώδεκα δεκάρες μου όπως όλοι οι άλλοι; Τι αναπάντεχο δώρο! Αν κάποιος απότομα με ανάγκαζε να κατέβω από αυτό το λεωφορείο, λέγοντάς μου ότι αυτό το είδος της μηχανοκίνησης δεν ήταν για μένα, και ότι έπρεπε να πάω με τα πόδια, θα το έβρισκα απόλυτα φυσιολογικό. Η σκλαβιά μ’ έχει κάνει να χάσω εντελώς την αίσθηση ότι μπορώ να έχω το οποιοδήποτε δικαίωμα. (Τετάρτη 26 Ιουλίου 1935)

§

Ίσως κά­που εδώ θα μπο­ρού­σα­με να αρ­χί­σου­με να ψά­χνου­με μια απά­ντη­ση στο ερώ­τη­μά μας.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: