Σαν ψεύτικο είναι το χιόνι, είπες στο τηλέφωνο. Καθένας από το δικό του παράθυρο της πανδημίας, κοιτούσαμε το χιόνι που πυκνό έπεφτε μετά από χρόνια. Σε εμάς είχε κοπεί το ρεύμα και, επομένως, κάθε υπόσχεση σύνδεσης με τον έξω κόσμο. Ούτε θέρμανση υπήρχε.
Ακόμη δεν είχε αποφορτιστεί το κινητό. Προλαβαίναμε να πούμε δυο λόγια, βλέποντας τούφες χιόνι να υποκύπτουν στη βαρύτητα και τα κελεύσματα του αέρα και τρυφερά να εγκαταλείπουν τα κλαδιά των δέντρων, όπως όταν ένα λευκό τούλι αποσπάται από το πρόσωπο της νύφης, που στρέφεται να φιλήσει τον κόσμο, αλλά την εμποδίζει το στόμα του γαμπρού.
Σαν ψεύτικο είναι το χιόνι, επανέλαβα. Ζούμε μέσα σε μία καρτποστάλ, θυμήθηκα έναν παλιό στίχο. Θα ζεσταθείς, με πείραξες, γιατί ο στίχος βυθιζόταν σε τοπίο καλοκαιρινό και όχι χειμωνιάτικο.
Όμως δεν μου κάνει κρύο ή ζέστη ο καιρός. Εκείνο που μου κάνει εντύπωση είναι το τι λέμε. Πώς είναι δυνατόν να φαίνεται τόσο αληθινό αυτό που συμβαίνει, ώστε μόνο με κάτι που δεν συμβαίνει, με κάτι ψεύτικο, να μπορεί να συγκριθεί;
Ισχύει και το αντίστροφο ακριβώς. Αυτό λέμε για έναν πίνακα, μία μυθοπλασία, κάτι που δεν προκύπτει χωρίς μεσολάβηση. Σαν αληθινό είναι το χιόνι, λέμε, για έναν πίνακα όπου συνεχώς πέφτει.
Ο πιο διακεκριμένος έπαινος και στις δύο περιπτώσεις είναι πως πρόκειται για κάτι άλλο. Είναι τόσο λαμπρή η αλήθεια που μοιάζει με ψέμα ή λάμπει το ψέμα, λες και είναι αληθινό;

Το χιόνι συνέχιζε. Πολλές νιφάδες, όλες μαζί. Συννυφάδες.