Όταν έφτασα στο Τράβνικ, ο Ίβο Άντριτς δεν ήταν εκεί για να μιλήσουμε. Όπως έχουν γράψει όσοι ταξιδιώτες ήξεραν γράμματα για να γράψουν, όποιος φτάνει στην πόλη σταματάει να ξεκουραστεί στο καφενεδάκι του Λούτβε, του πρώτου αφεντικού του καταστήματος, που εδώ και πάνω από εκατό χρόνια αναπαύεται σε κάποιο νεκροταφείο, δίχως ταφόπετρα και δίχως σημάδι, αξέχαστο όμως όνομα τη στιγμή που τόσα και τόσα ονόματα σουλτάνων και αυτοκρατόρων έχουν ξεχαστεί.

Εδώ και πάνω από εκατό χρόνια περνούν από το Τράβνικ της πανέμορφης Βοσνίας έμποροι και αγωγιάτες, πρόξενοι και κατάσκοποι, μυαλωμένοι και άμυαλοι, που τους αναγνωρίζει ο πάσα ένας επειδή αλλού κοιτάζουν και άλλα βλέπουν, όπως οι αλλίθωροι. Ευτυχώς, λένε οι χοτζάδες, γιατί από τη στραβωμάρα παίρνει μυρουδιά το διάφορο. Καθένας από αυτούς τους περαστικούς λοιπόν έρχεται με τη μυρουδιά του, που την σπρώχνει ο αέρας να κατακαθίσει για λίγο, ώσπου ο ξένος να πιεί τον καφέ του, ώσπου να την μυρίσουν οι ντόπιοι θαμώνες στο καφενεδάκι του Λούτβε και να βγάλουν τα συμπεράσματά τους, τα αναπάντητα προς ώρας δηλαδή, που δείχνουν πάντως ξεκάθαρα κατά πού βαδίζει ο κόσμος.

Κάθισα στο καφενεδάκι του Λούτβε και με έπιασαν οι μυρουδιές από τα λόγια μιας δωδεκάδας αντρών, μπερδεμένα μέσα στους καπνούς των ναργιλέδων, στα ζεστά τσάγια και στα ζεστά δάχτυλα των χεριών τους, γλυκός μήνας Σεπτέμβριος του 1823, χέρια που ανακάτευαν τον αέρα όπως η κουτάλα ανακατεύει την φασολάδα για να δει αν έχει χυλώσει. "Ανακατεύονται εκεί που δεν χωράει ανακατωσούρα", έλεγε ο Σουλεϊμάν μπέη Άιβαζ, που είχε πάει για δουλειές στο Σπλιτ, άνθρωπος σοβαρός, του είχε πει την είδηση εκείνος που ήξερε τι έλεγε, πως οι Γραικοί, ανακατεμένοι μεταξύ τους, υπόφεραν στο Μεσολόγγι από την ανακατωσούρα που είχαν προκαλέσει οι βασιβουζούκοι της Βοσνίας, σταλμένοι εκεί κάτω με καράβια που είχαν αναχωρήσει από το Σπλιτ και το Ζάνταρ. "Βάζουν κουλούρια οι Γραικοί στον ταβλά μας", του είχε πει, "θα βρούν τον χαμό τους οι ξεμυαλισμένοι, όπως ο Σέρβος Χατζί Προντάνοβα το 1814, που ξεσήκωσε τον κοσμάκη και πριν προλάβει καλά-καλά να πιεί τον καφέ του, οι Τούρκοι, ας είναι καλά οι βασιβουζούκοι μας, είχαν κάψει τον τόπο και παλούκωσαν διακόσιους κακομοίρηδες στο Βελιγράδι". "Να περιμένουμε", ψιθύρισε ο Σουλεϊμάν μπέη, "να γεμίσει με τα κουλούρια των Γραικών ο ταβλάς μας". "Τότε, τότε", γέλασε ο Σουλεϊμάν μπέη Άιβαζ και ίσιωσε την πλούσια γενειάδα του. "Τότε, τότε", επανέλαβε, "θα κάνουμε γιούρια στον ταβλά με τα κουλούρια". Είμαι σε θέση να δηλώσω ότι αυτή η προσδοκία δεν επιβεβαιώθηκε.

Πηγή:
Ίβο Άντριτς, Χρονικό του Τράβνικ, μτφρ. Χ. Γκουβης, Καστανιώτης 1999
Noel Malcolm, Bosnia, A Short History, NYU Press, 1996