Την πρώτη Ιανουαρίου, του 1999 βρισκόμουν στη πόλη Σαντιάγκο ντι Κούμπα βραδάκι στις εννέα ,σε μια μικρή πλατεία, μαζί με 500 άλλα άτομα και περιμέναμε να ακούσουμε το λόγο του Φιδέλ Κάστρο, για τα 40 χρόνια της Επανάστασης και τα σαράντα εμπάργκο.
Μπροστά μου βρίσκεται μία σειρά 30 καθισμάτων-επίσημων καλεσμένων του Κάστρο-κι ανάμεσά τους, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, δίπλα του ο Ζοζέ Σαραμάγκου. Νιώθω πως ζω ένα παραμύθι και λέω στον οπερατέρ μου, δείχνοντας τους «μη τους χάσεις από τα μάτια σου».

Ο Κάστρο βγαίνει στο μπαλκόνι, στο πρώτο όροφο ενός όμορφου αποικιοκρατικού σπιτιού και μας μιλάει για μία ώρα, κάτω από τα διαρκή χειροκροτήματα όλων.

Μόλις τελειώνει την ομιλία του, όλοι οι δημοσιογράφοι φωνάζουν δυνατά «Γκάμπο, Γκάμπο» στον Μάρκες, για να κάνει μια δήλωση. Εκείνος γυρνάει, μας κοιτάζει και χαμογελάει, οπότε-δεν ξέρω πώς μου ήρθε-φωνάζω δυνατά στα αγγλικά:
«Γκάμπο, θα μείνουμε εκατό χρόνια μόνοι και θα περιμένουμε» κι ο Μάρκες, μ' ένα πλατύ χαμόγελο, έρχεται προς το μέρος μου, μαζί με τον Σαραμάγκου, να κάνουν μια δήλωση.
Πάνω μου έπεσαν πάνω από σαράντα δημοσιογράφοι και οι 27 κάμερες από διάφορες τηλεοράσεις του κόσμου. Εγώ έσφιξα σφιχτά το χέρι του Μάρκες και του Σαραμάγκου. Ακόμα νιώθω ζεστός.