Όταν το λυκαυγές διαδέχεται τη νύχτα, οι οδοί και οι λεωφόροι είναι σχεδόν έρημες. Μπορεί ένας άνεμος να λυγίζει τα ασθενικά δεντράκια ή μια δυνατή βροχή να ξεπλένει τη βρωμιά των πεζοδρομίων – όμως, ό, τι κι αν συμβαίνει, ο χρόνος μετεωρίζεται αναποφάσιστος από σεβασμό στην κυριαρχία της σιωπής. Αυτό το χρονικό σημείο επέλεγε ο κύριος Μίμης, εδώ και χρόνια, τελετουργικά και ακριβέστατα, για να κάνει έναν μεγάλο περίπατο απολαμβάνοντας το εύθραυστο κενό της σιγής. Ήξερε, ότι λίγο αργότερα, η απατηλή ακινησία χρόνου και εικόνας θα διαταρασσόταν από θορύβους τους οποίους ανέκαθεν απεχθανόταν: Κορναρίσματα αυτοκινήτων, ήχοι από στόρια που ανεβαίνουν, άτσαλα βήματα στο πλακόστρωτο. Οι εικόνες που του τραβούσαν την προσοχή, ήταν εξίσου απεχθείς: Τραβηγμένες από την κούραση της νύχτας φυσιογνωμίες, άστεγοι που προσπαθούσαν αδέξια να πιάσουν μπουκάλια λίγο παραδίπλα από τις κουβέρτες τους κι αυτά ξέφευγαν από τα παγωμένα δάχτυλά τους για να κυλήσουν ανέμελα έως ότου τα φρενάρει κάποιο εμπόδιο. Όσο περνούσαν τα χρόνια οι βόλτες του κυρίου Μίμη είχαν όλο και λιγότερη διάρκεια – τα πόδια του είχαν βαρύνει, οι αντοχές του είχαν μειωθεί. Ωστόσο, βρήκε τη λύση. Θα έπαιρνε το αυτοκίνητο. Αποφάσισε πως έτσι ήταν ακόμα καλύτερα. Διέσχιζε φαρδείς δρόμους με ελάχιστη ακόμα κίνηση, αντίκριζε λιβάδια με την πάχνη ακόμα νωπή πάνω στα σπαρμένα. Οι υποφωτισμένοι οδοδείκτες άφηναν στο πέρασμά του χλωμές ουρές όπως οι μακρινοί κομήτες. Προστατευμένος από κάθε θόρυβο, μπορούσε, μετά την καθημερινή του διαδρομή, να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη ανεκτικότητα τον ερχομό μιας ακόμα σπαταλημένης μέρας.

Την Πρωτοχρονιά ξεκίνησε νωρίτερα από ό, τι συνήθιζε. Είχε παρκάρει σε μιαν απότομη ανηφόρα, ο δρόμος πίσω του ήταν ελεύθερος. Έκανε κρύο, η άσφαλτος ήταν γυάλινη από τον παγετό κι αυτός στάθηκε για λίγο περιμένοντας τους ιριδισμούς της ασθενικής αυγής να αντικατοπτρίζονται στο οδόστρωμα. Το φως αργούσε και ο κύριος Μίμης βαρέθηκε, μπήκε γρήγορα στο αμάξι του και άναψε το καλοριφέρ. Τα δάχτυλά του ήταν σχεδόν άκαμπτα όταν τα ακούμπησε στο τιμόνι. Το κλειδί δεν μπήκε εύκολα στη μίζα, τελικά τα κατάφερε και κατόπιν έλυσε το χειρόφρενο. Το αυτοκίνητο τσούλησε στον έρημο δρόμο με διαρκώς αυξανόμενη ταχύτητα, κι αυτός έψαχνε με ιλαρή σχεδόν διάθεση το φρένο. Καθ’ οδόν ξεκόλλησε δυο τρεις καθρέφτες από σταθμευμένα οχήματα, έγδαρε προφυλακτήρες, αλλά τίποτε δεν φαινόταν ικανό να ανακόψει την ορμητική κάθοδο του μπλε κουπέ με τον μοναχικό οδηγό, τον κύριο Μίμη με την καρό τραγιάσκα του κατεβασμένη μέχρι τα αυτιά. Το λυκαυγές του νέου έτους διαπέρασε φευγαλέα το παρμπρίζ και ο κύριος Μίμης θυμήθηκε πως ό, τι σου συμβαίνει την πρώτη μέρα του χρόνου θα επαναλαμβάνεται και τις υπόλοιπες τριακόσιες εξήντα τέσσερεις.
Άφησε το τιμόνι και τράβηξε τα πόδια του από συμπλέκτες και φρένα. Η ρουτίνα του δεν θα άλλαζε. Απλώς, επί έναν χρόνο, θα πέθαινε κάθε μέρα.