Το Μοντεκρίστο είναι ένα ακατοίκητο νησάκι του Τυρρηνικού πελάγους, ανάμεσα στην Τοσκάνη και την Κορσική, η αρχαία Ωγλάσσα). Από εδώ εμπνεύστηκε ο Αλέξανδρος Δουμάς (πατέρας) το ψευδώνυμο του κεντρικού του μυθιστορηματικού ήρωα και το ξαναθυμηθήκαμε με την πρόσφατη μνημειώδη επανέκδοσή του από την «Εστία» (Ο κόμης του Μόντε-Χρίστο, Α' και Β' τόμοι, μτφρ. Σοφία Αυγερινού). «Montecristo» ονομάζεται η πιο γνωστή μάρκα κουβανέζικων πούρων. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1935. Το όνομά της προέρχεται, βεβαίως, από το μυθιστόρημα του Δουμά, το οποίο διάβαζε κάποιος σε συνέχειες, φωναχτά, στους εργάτες (εργάτριες, κυρίως, για να ακριβολογούμε), του εργοστασίου όσο δούλευαν τυλίγοντας πούρα (η πρακτική ανάγνωσης στις εργαζόμενες δεν ήταν άγνωστη και στην Ελλάδα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα). Βέβαια, ο ήρωας διανύει το μεγαλύτερο τμήμα του μυθιστορήματος σ ένα άλλο νησάκι, στο Φρούριο Ιφ (Chateau dIf ). Συμπτωματικά βρήκαμε ένα σχετικό άρθρο του Μίμη Σουλιώτη [του ετοιμάζουμε αφιέρωμα], δημοσιευμένο στην εφημερίδα Το Βήμα προ ικανών ετών (29.4.2000):

Το φρούριο-φυλακή του Ιφ το ζήσαμε κατά διάνοιαν, όσοι διαβάσαμε το μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Δουμά· η ασήμαντη ιστορική λεπτομέρεια που έρχεται να προστεθεί είναι ότι στο κάτεργο εκείνο (καθώς και σε άλλες φυλακές της Γαλλίας στη συνέχεια) είχαν μεταφερθεί από τη Θεσσαλονίκη και είχαν εγκλεισθεί μεταξύ άλλων και 26 Έλληνες κάτοικοι της Κορυτσάς, ως γερμανόφιλοι πολιτικοί κρατούμενοι της Αντάντ, στα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Στις γαλλικές φυλακές πέρασαν λοιπόν το Πάσχα του έτους 1917, κι έχουμε τη δυνατότητα, χάρη στα ανέκδοτα σωζόμενα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά εδώ, να ελέγξουμε τη διατροφή τους. Στη Μασσαλία οι συλληφθέντες φθάνουν μετά από οκταήμερο ταξίδι με το πλοίο «Δούναβης» και από εκεί μεταφέρονται στον περιβόητο Πύργο του Ιφ· στό ημερολόγιο πού κρατούσε ένας από τους κορυτσιώτες πολιτικούς κρατουμένους διαβάζουμε:

«[...] Μας παρέδωσαν εις ένα χωροφύλακα Γάλλον και δύο στρατιώτας Κινέζους και εις την πόρτα της φυλακής μας έδωσαν και από δύο μερίδια ψωμί δια δύο φοράς συσσίτιον. Και μας οδήγησαν εις ένα παμποράκι όπου μας επερίμενεν εις την σκάλαν και εμβήκαμεν όλοι μέσα και μας οδήγησεν το παμποράκι εις το απέναντι νησίον απέχον είκοσι λεπτά της ώρας, το οποίον oνομάζεται Πύργος του Iφ, όπου είναι φυλακαί αρχαίαι με ποτρούμια, όπου ετιμωρούσαν τον αρχαίον καιρόν τους καταδίκους, εκεί μας έβγαλεν και εμάς. Και ανεβήκαμεν όλοι από τες σκάλες τες πέτρινες, εξήντα βαθμίδας, και εκεί μας επερίλαβεν ο αρχιφύλαξ των φυλακών και μας εφώναξε τα ονόματα και αμέσως μας επαρήγγειλεν διά μέσου του διερμηνέως Έλληνος να του παραδώσουμε ό,τι μαχαίρια έχομεν επάνω μας και ψαλίδια και ξοράφια, όπου και τα παρεδώσαμε, ύστερα μας λέγει ότι εδώ απαγορεύεται να τραγουδάτε και να μαλλώνετε διότι όποιος το κάμει θα τιμωρηθεί με 15 ημέρας βαριά φυλακή εις τα ποτρούμια κάτω με τους καταδίκους και μας εβάλανε μέσα εις ένα δωμάτιον και τους είκοσι έξι και μας δώσανε και από μια κουβέρτα και από ένα στρώμα γεμάτο άχυρο και σανίδια διά κάτω διότι κάτω ήταν θόλος και έτσι ετοποθετήθημεν όλοι». [...] «Tην επομένην ξημερώματα εσυννέφιασεν ο καιρός και άρχισεν να βρέξει, την επομένην δε έκαμε πάλιν ωραίος καιρός δροσερός [...]».
Στο ερώτημα πώς δικαιολογείται να συμπιέζονται σημαντικότατα συμβάντα, με την απερίγραπτη αυτή φλεγματικότητα, σαν τριτεύοντα μέσα στις σχοινοτενέστατες περιγραφές του καιρού – του οποίου τις αλλαγές παρακολουθούμε, εν τούτοις, από μέρα σε μέρα και από ώρα σε ώρα, η πιθανώς ορθή απάντηση είναι ότι έτσι τα συμβάντα εντοπίζονται δυσκολότερα μέσα στο ημερολογιακό κείμενο και, κατά δεύτερον, αποφεύγονται οι κίνδυνοι του σχολιασμού, που θα επιβάρυναν τη θέση των γερμανοφρόνων κρατουμένων, σε περίπτωση που το ημερολόγιο θα ελεγχόταν από τη διεύθυνση των γαλλικών φυλακών. [...] Να δούμε πώς διαιτώνταν οι πολιτικοί κρατούμενοι κατ’ εκείνη την πασχαλινή περίοδο: Στις 7 π.μ. έπαιρναν «ένα φλιτζάνι μεγάλο καφέ χωρίς ζάχαρι, μόνον ολίγη ζάχαρι όσο μετρίαζε την πίκραν του»· ο ημερολογητής μας ειδικότερα δηλώνει τον πολιτισμό του: «δεν ημπορούσα να πάρω τον καφέ άνιφτος σαν ζώον».
Το μενού ήταν: Κυριακή: φακή σούπα με ολίγον πατάτα, κρέας σούπα μακαρόνια· Δευτέρα: αλεύρι σούπα με ολίγον πατάτα, ρύζι σούπα με ολίγον πατάτα· Τρίτη: φακή σούπα με ολίγον πατάτα, κρέας μακαρόνια σούπα· Τετάρτη: λάχανα σούπα με ολίγον πατάτα, πατάτα σούπα με ολίγον δάφκες (=καρότα)· Πέμπτη: φασόλια σούπα με ολίγον πατάτα, κρέας με ρύζι σούπα· Παρασκευή: αλεύρι σούπα με ολίγον πατάτα, μακαρόνια σούπα με ολίγον πατάτα· Σάββατο: ό,τι την Τετάρτη. Το ψωμί διανέμεται «165 δράμια την ημέραν».
Σχόλια για την ποιότητα: το τσάι δεν πίνεται, το κρέας περιφρονείται ως «νερόπλυμα με λάχανα», τα λάχανα ως από «αυτά που πετάμε ημείς», το αλεύρι «από αραβόσιτον κουρκούτι»· «και όλα αυτά τα εμαγείρευαν με νερό και ολίγον ξίγκι νερόπλυμα». Γιά τήν καθαριότητα, τέλος, παρέχεται «κάθε Κυριακή ένα κομματάκι σαπούνι διά τα ρούχα πλύσιν και διά νίψιμο το πρόσωπον».
Οι κρατούμενοι απελευθερώθηκαν τον Δεκέμβριο του 1918. Από τη Μασσαλία αναχωρούν με πλοίο που είχε στείλει η ελληνική κυβέρνηση «δωρεάν εις τρίτην θέσιν» και μετά από τεσσάρων ημερών ταξίδι αποβιβάζονται στον Πειραιά, στις 23 Δεκεμβρίου.