O Mάριος Ποντίκας, Λευκάδα


Είχε την πολύ σοβαρά περιπαικτική έκφραση που έπαιρνε το πρόσωπό του, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος. Χαϊδέψαμε το κεφάλι του και τους ακολουθήσαμε σε μια ανηφορική πορεία, προς ένα σημείο όπου ο ήλιος διαπερνούσε τις φυλλωσιές. Φτάνοντας έξω από τη στενή μαρμάρινη πύλη, με σκαλοπάτια που κατέβαιναν βαθύτερα στο έδαφος, περιμέναμε να σπάσει τα ξύλα και να σηκωθεί όρθιος λέγοντας «έως εδώ». Ακούσαμε όμως τον υπεύθυνο του γραφείου να δίνει οδηγίες: «Αφήστε τα λουλούδια έξω», προσθέτοντας «Θα τα βάλουμε εμείς». Ο Μάριος θα μου είχε ζητήσει να περιμένουμε να επιβεβαιώσουμε ότι θα τα πάρουν μαζί τους, όπως θα είχαμε προβλέψει, για να τα δώσουν σε όσους δεν έχουν ή δεν αντέχουν μυρουδιές.
Με την αγαπημένη Βίκυ, που ήθελε να είναι όλα στην εντέλεια, πίναμε καφέ οι τρεις μας στα Σύβοτα στη Λευκάδα, όπου με είχαν πάει, καθώς ποτέ δεν τα είχα δει. Βρισκόμασταν κάθε φορά που επέστρεφα στην Ελλάδα και δεν σταματούσαμε να μιλάμε για όλα τα θέματα. Από τη γεωπολιτική της καθημερινής ζωής έως το κατιναριό των διεθνών σχέσεων. Ατελείωτες συζητήσεις σε διαδρομές και σε αυτοκίνητα με τα φώτα στάσης να αναβοσβήνουν. Όταν γύρισα, βρισκόμασταν συχνά, καθώς πια μέναμε κοντά. Με κατεβασμένες τις τέντες στο μπαλκόνι τους, φανταζόμασταν τι δεν συνέβαινε έξω. Έπειτα ήταν δύσκολο πια να βρεθούμε.
Μια Πρωτοχρονιά ήμασταν καλεσμένοι σε ένα σπίτι, όπου μετά το φαγητό θεώρησαν καλό να μας καθίσουν δίπλα στον φίλο μας Δημήτρη. Στην αρχή ήμασταν μονολεκτικοί. Υπήρχαν όμως πολλά άτομα, που με τις καρέκλες τους σχημάτιζαν ημικύκλιο, το οποίο απαιτούσε λέξεις που θα έδεναν γλώσσες και αφτιά χωρίς να το αφήσουν να διαλυθεί. Αναλάβαμε τη δουλειά οι τρεις μας και την επόμενη μισή ώρα δεν έπεσε κάτω το μπαλάκι του πινγκ πονγκ. Παύση. Πότε ξαναδίνετε παράσταση, ρώτησε μια προσκεκλημένη καθηγήτρια Πολυτεχνείου που είχε έρθει καθυστερημένη.
Περιμένοντας να βγουν οι υπόλοιποι από μια παράσταση που είχε τελειώσει, κοιταχτήκαμε έξω από το θέατρο. Θέλοντας να ξεφύγουμε από τυπικές χαιρετούρες και τα πώς σας φάνηκε, αμέσως στήσαμε έναν καβγά. Αυτή είναι είσοδος και πρέπει να μπούμε, έλεγε ο Μάριος. Όχι, είναι έξοδος, επέμενα εγώ. Ανεβάζοντας την ένταση δημιουργήσαμε γύρω μας έναν ασφαλή χώρο, καθώς όλοι μας απέφευγαν. «Έρχονται οι άλλοι», μόνον ένα άτομο τόλμησε να πει. «Θα τους βγάλουμε και εκείνων τα μαλλιά», του είπαμε, δείχνοντας πόσα έλειπαν από τα δικά μας. Για καιρό μας ρωτούσαν ποιος ήταν ο λόγος του καβγά.
Ο Μάριος Ποντίκας ρεαλιστικά απεικόνισε τον «σουρεαλισμό», όπως λεγόταν άλλοτε, της ελληνικής πραγματικότητας, δείχνοντας ότι το χιούμορ και η μελαγχολία συνιστούν συστατικά του ίδιου καυστικού υγρού που τροφοδοτεί θεατρικά έργα, σενάρια, σλόγκαν. Ένα παιχνίδισμα του νου είναι το ύφος που διαρκώς ανακαλεί το περιεχόμενό του.
Η καθοριστική συμβολή του στο θέατρο συνεχίζει να αναδεικνύεται. Δεν έχει ακόμη επαρκώς αποτιμηθεί το γεγονός ότι γραπτά του, όπως οι Κουταμάρες, αποτελούν μερικά από τα πιο σοφά κείμενα της ελληνικής πεζογραφίας. Ούτε η συμβολή του στα πρακτικώς τεκταινόμενα της καλλιτεχνικής ζωής, όπως στο Εθνικό Θέατρο επί Κούρκουλου, έχει αναδειχθεί.
Τρομερά δύσκολος ο Σεπτέμβριος. Περιμένω τον Μάριο, όπως με περιμένει και εκείνος.