Η οικιακή βοηθός

Η οικιακή βοηθός


Η οι­κια­κή βοη­θός ένιω­σε άβο­λα όταν ει­σέ­βα­λε όλος αυ­τός ο κό­σμος στην κου­ζί­να και της ζη­τού­σαν να τους πει κά­τι που η ίδια αγνο­ού­σε, εκεί­νοι όμως επέ­με­ναν και πιο πο­λύ η δι­κη­γό­ρος, που έγει­ρε το πλα­δα­ρό της πρό­σω­πο πά­νω απ’ το κε­φά­λι της, πλη­σί­α­σε το στό­μα ακό­μα πιο κο­ντά στο μά­γου­λό της τα­λαί­πω­ρης γυ­ναί­κας -σχε­δόν το άγ­γι­ξε με τα χεί­λη- και της ψι­θύ­ρι­σε πε­τα­ρί­ζο­ντας τα βλέ­φα­ρα χα­ρι­τω­μέ­να πως έπρε­πε να απο­κα­λύ­ψει σ’ αυ­τήν και μό­νο σ’ αυ­τήν την εμπλο­κή της στα γε­γο­νό­τα, τώ­ρα όσο εί­ναι ακό­μη και­ρός, της εί­πε, πριν από την εκ­δί­κα­ση της υπό­θε­σης, να το πού­με έτσι υπό­θε­ση, εί­πε με­λι­στά­λα­χτα, κα­θώς η έρευ­να εί­ναι σε εξέ­λι­ξη και ακρι­βέ­στε­ρα στην αρ­χή της, ώστε πριν στοι­χειο­θε­τη­θεί η κα­τη­γο­ρία να υπάρ­χει η δυ­να­τό­τη­τα αντί­κρου­σης κά­θε επι­χει­ρή­μα­τος που μπο­ρεί να προ­βά­λει η άλ­λη πλευ­ρά. Όσο μι­λού­σε τα αφρά­τα μά­γου­λά της κρε­μα­σμέ­να πά­νω από το κε­φά­λι της κα­κό­μοι­ρης γυ­ναί­κας εί­χαν ανά­ψει από έξα­ψη και κόκ­κι­νες κη­λί­δες εί­χαν σχη­μα­τι­στεί στην πε­ριο­χή γύ­ρω από το στό­μα, απ’ το οποίο εκτο­ξεύ­ο­νταν στα­γό­νες σά­λιου. Η οι­κια­κή βοη­θός έσκυ­ψε το κε­φά­λι μάλ­λον για να απο­φύ­γει τον ψε­κα­σμό, η κί­νη­σή της όμως έδι­νε την αντί­θε­τη εντύ­πω­ση, δη­λα­δή την ει­κό­να ένο­χης ανα­δί­πλω­σης αν­θρώ­που που έχει λε­ρω­μέ­νη τη φω­λιά του, όπως λέ­ει ο λα­ός, κι επί­σης έδω­σε λα­βή στο όρ­γα­νο της τά­ξης, έναν κο­ντο­πί­θα­ρο αν­θρω­πά­κο με φα­λά­κρα που πα­ρα­κο­λου­θού­σε τη σκη­νή βα­ριε­στη­μέ­να, να ξε­ρο­βή­ξει για να κά­νει αι­σθη­τή την πα­ρου­σία του. Το όρ­γα­νο αφού ανα­κά­θι­σε στην ψά­θι­νη κα­ρέ­κλα μπρο­στά στο τρα­πέ­ζι της κου­ζί­νας, που εί­χε με­τα­τρα­πεί σε αυ­το­σχέ­διο ανα­κρι­τι­κό γρα­φείο για την πε­ρί­στα­ση, της εί­πε κά­θι­σε μη στέ­κε­σαι όρ­θια κά­θι­σε κι άρ­χι­σε να αγο­ρεύ­ει με μο­νό­το­νη φω­νή: δε­δο­μέ­νης της κα­τά­στα­σης κλπ. κλπ. και εφό­σον κλή­θη­κα ως όρ­γα­νο της εν­νό­μου τά­ξε­ως κλπ κλπ, αφού το σύν­νο­μο εί­ναι να κα­τα­γρα­φεί και να πρω­το­κολ­λη­θεί η μή­νυ­ση που κα­θι­στά την εν λό­γω ύπο­πτη κλπ. κλπ. και μά­λι­στα ίσως την βα­σι­κή ύπο­πτη στην εν λό­γω υπό­θε­ση κ.λπ., κ.λπ., εφό­σον, λέω, ο νό­μος ορί­ζει την έναρ­ξη της ανα­κρι­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας με τις κα­θιε­ρω­μέ­νες προ­κα­ταρ­κτι­κές ερω­τή­σεις — και δια­κό­πτο­ντας από­το­μα το λο­γύ­δριό του, αφού κοί­τα­ξε διε­ρευ­νη­τι­κά μέ­σα στο χάρ­τι­νο κου­τί επά­νω στο τρα­πέ­ζι τσί­μπη­σε ένα μπι­σκό­το κα­νέ­λας με επι­κά­λυ­ψη πι­κρή σο­κο­λά­τα, το βού­τη­ξε μες στον κα­φέ και δά­γκω­σε ένα κομ­μά­τι. Οφεί­λω μά­λι­στα να σας πλη­ρο­φο­ρή­σω, συ­νέ­χι­σε, ότι η ψευ­δο­μαρ­τυ­ρία διώ­κε­ται ποι­νι­κώς, κα­θώς βέ­βαια θε­ω­ρεί­ται πρά­ξη κο­λά­σι­μη κ.λπ., κ.λπ. Η οι­κια­κή βοη­θός μη βγά­ζο­ντας νό­η­μα κι αρ­χί­ζο­ντας να ενο­χλεί­ται άφη­σε να της ξε­φύ­γει ένας ανα­στε­ναγ­μός που θα μπο­ρού­σε να ερ­μη­νευ­τεί ως κλα­σι­κή αντί­δρα­ση αν­θρώ­που που βρί­σκε­ται σε πα­νι­κό. Αμέ­σως με­τά σκού­πι­σε τη μύ­τη μ’ ένα χαρ­το­μά­ντι­λο που έπαι­ζε στα δά­χτυ­λά της και κοί­τα­ξε το ρο­λόι της δί­νο­ντας έτσι την εντύ­πω­ση ότι βιά­ζε­ται ή εί­ναι τα­ραγ­μέ­νη, άλ­λο ένα πι­θα­νό ση­μά­δι ότι βρι­σκό­ταν σε δύ­σκο­λη θέ­ση ή ότι εί­χε πα­γι­δευ­τεί τε­λι­κά –κοι­νώς την εί­χαν πιά­σει στα πρά­σα– και δεν θα αρ­γού­σε η ώρα να πα­ρα­δε­χτεί την πρά­ξη της. Μπρο­στά σ’ αυ­τό το εν­δε­χό­με­νο η ευ­τρα­φής δι­κη­γό­ρος βιά­στη­κε να πα­ρέμ­βει για να απο­κα­τα­στή­σει όπως εί­πε την αλή­θεια, που ολο­φά­νε­ρα εί­χε δια­στρε­βλω­θεί από τις τό­σες συ­κο­φα­ντί­ες, εί­πε, οι οποί­ες αν και δεν δια­τυ­πώ­θη­καν ακό­μη ήταν βέ­βαιο, όπως συμ­βαί­νει σε όλες τις πε­ρι­πτώ­σεις άδι­κης στο­χο­ποί­η­σης, ότι θα εκτο­ξευ­θούν αναμ­φί­βο­λα σε βά­ρος της πε­λά­τισ­σάς της. Όταν άκου­σε να την απο­κα­λούν πε­λά­τισ­σα η οι­κια­κή βοη­θός –που εί­χε ξε­πε­ρά­σει πια το όριο της υπο­μο­νής– απο­πει­ρά­θη­κε να ρω­τή­σει ΤΙ;, αλ­λά τα λό­για της σκε­πά­στη­καν από την τσι­ρι­χτή φω­νή ενός γε­ρά­κου που εμ­φα­νί­στη­κε στην πόρ­τα ξαφ­νι­κά και υψώ­νο­ντας το μπα­στού­νι με το κο­κα­λιά­ρι­κο χέ­ρι του απαι­τού­σε Δι­καιο­σύ­νη! να λάμ­ψει η αλή­θεια επι­τέ­λους! να βγουν όλα στο φως! Κα­τη­γο­ρεί­τε την πε­λά­τισ­σά μου, άρ­χι­σε η δι­κη­γό­ρος προ­φέ­ρο­ντας τις λέ­ξεις της με στόμ­φο, τη γυ­ναι­κού­λα αυ­τήν που εκ­προ­σω­πεί την συ­μπα­θέ­στα­τη τά­ξη των οι­κια­κών βοη­θών, πά­ντα πι­στές στο κα­θή­κον τους, προ­σφέ­ρουν τις υπη­ρε­σί­ες τους στα αφε­ντι­κά, υπη­ρε­τούν με αυ­τα­πάρ­νη­ση έναν υπέρ­γη­ρο κύ­ριο που δεν ακού­ει, δεν βλέ­πει, δεν κα­τα­λα­βαί­νει τι του γί­νε­ται, πά­ντα εκεί σαν βρά­χοι να του φρο­ντί­ζουν την κα­θα­ριό­τη­τα, να του ετοι­μά­ζουν φα­γη­τό, καρ­τε­ρι­κά πά­ντα και με ιώ­βεια υπο­μο­νή αυ­τές οι κο­πέ­λες στέ­κο­νται δί­πλα στα ανή­μπο­ρα αφε­ντι­κά αμί­λη­τες και υπο­ταγ­μέ­νες, συ­γκα­τα­βα­τι­κές, να δέ­χο­νται την κά­θε ιδιο­τρο­πία χω­ρίς πο­τέ τους να βα­ρυ­γκο­μούν, άγ­γε­λοι του σπι­τιού, αγί­ες της κου­ζί­νας και στυ­λο­βά­τες του νοι­κο­κυ­ριού, συ­νέ­χι­σε η δι­κη­γό­ρος ψε­κά­ζο­ντας πά­λι με σά­λια το μά­γου­λο της οι­κια­κής βοη­θού, που έσκυ­ψε απο­κα­μω­μέ­νη το κε­φά­λι και ψέλ­λι­σε Ομο­λο­γώ. Πο­τέ άλ­λο­τε δεν εί­χε νιώ­σει τέ­τοια ενο­χή προς το επάγ­γελ­μά της, που ήταν για εκεί­νη μια απλή δου­λειά για να τα φέ­ρει βόλ­τα κι ήθε­λε μό­νο να εξα­φα­νι­στεί από ντρο­πή.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: