Πρόβα αθανασίας σε μικρή χώρα

Πρόβα αθανασίας

Τον Χά­ρο ψά­χνω για να βρω, χά­ρη να του ζη­τή­σω…
(πα­ρα­δο­σια­κό Οι­νουσ­σών)




Με τη φύ­λα­ξη της ει­σό­δου στο στό­μιο του κρα­τή­ρα επι­φορ­τι­σμέ­νος ήταν ο πα­νό­πτης Άρ­γος και τα εκα­τό του μά­τια. Λαι­μη­τό­μοι ακρι­βεί­ας ακο­λου­θού­σαν για την πλή­ρη εξα­σφά­λι­ση του απορ­ρή­του των πει­ρα­μά­των.
Εντός του σβη­σμέ­νου ηφαι­στεί­ου, πί­σω από σφρα­γι­σμέ­νες θύ­ρες θη­σαυ­ρο­φυ­λα­κί­ου, λει­τουρ­γού­σαν με πά­σα μυ­στι­κό­τη­τα τα ερ­γα­στή­ρια — εκεί όπου σχε­δια­ζό­ταν η τέ­λεια πα­γί­δα για τον Χά­ρο­ντα. Η σύλ­λη­ψη υπήρ­ξε με­γα­λο­φυ­ής : θα του έρι­χναν προς βο­ρά απα­τη­λά ομοιώ­μα­τα.
Η υλο­ποί­η­ση της ιδέ­ας απο­τε­λού­σε τη με­γα­λύ­τε­ρη στα χρο­νι­κά πρό­κλη­ση της τε­χνο­λο­γί­ας. Επι­στή­μο­νες και επεν­δυ­τές από όλον τον πλα­νή­τη συ­νερ­γά­ζο­νταν για το κοι­νό κα­λό. Οι με­γι­στά­νες του πλού­του εί­χαν ήδη προ­πλη­ρώ­σει τα ομοιώ­μα­τά τους. Ώσπου ήρ­θε η μέ­ρα που ο πρώ­τος απα­τη­λός θνη­τός έγι­νε πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Πριν καν βγει στην αγο­ρά, οι δεί­κτες των χρη­μα­τι­στη­ρί­ων έσπα­σαν κά­θε προη­γού­με­νο ρε­κόρ.
Βε­βαί­ως, οι έρευ­νες συ­νε­χί­ζο­νταν πυ­ρε­τω­δώς έως ότου το προ­ϊ­όν γί­νει προ­σι­τό και στους κοι­νούς θνη­τούς, όπως τα­μείο και δη­μο­κρα­τία επι­τάσ­σουν. Και όντως έγι­νε με μια εφαρ­μο­γή στα κι­νη­τά, φι­λι­κό­τα­τη προς τον χρή­στη. Η ονο­μα­σία αυ­τής δεν μπο­ρού­σε πα­ρά να εί­ναι συμ­βα­τή με τη Βί­βλο της Τε­χνο­λο­γί­ας : «ΒΦΚΜΚ», του­τέ­στιν «Βά­τος φλε­γο­μέ­νη και μη καιο­μέ­νη».
Τώ­ρα πια, ακό­μη και στις χώ­ρες του τρί­του κό­σμου, η εφαρ­μο­γή γι­νό­ταν ανάρ­πα­στη. Κα­ταρ­γή­θη­καν με­μιάς πό­λε­μοι, κη­δεί­ες, μαιευ­τή­ρια, ασφα­λι­στή­ρια ζω­ής. Σ’ όλα τα γε­ω­γρα­φι­κά μή­κη και πλά­τη της γης οι άν­θρω­ποι ανοί­γα­νε σα­μπά­νιες.
Με χρό­νους όμως με και­ρούς, κα­θώς πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νταν τα ομοιώ­μα­τα πολ­λα­πλα­σια­ζό­ταν και η πι­θα­νό­τη­τα του λά­θους. Ώσπου, μία ωραία πρω­ία, ο Χά­ρων κα­τέ­βα­σε στον Άδη έναν αυ­θε­ντι­κό θνη­τό. Ζή­τη­μα χρό­νου ήταν ν’ ακο­λου­θή­σει δεύ­τε­ρος και τρί­τος…
Ρα­γδαία τα χρη­μα­τι­στή­ρια άρ­χι­σαν να κα­ταρ­ρέ­ουν. Πα­γκό­σμια κρί­ση ξέ­σπα­σε, οι­κο­νο­μι­κή και όχι μό­νον. Στρα­τοί συ­γκρο­τού­νταν εκ νέ­ου. Ξυ­λουρ­γοί ανα­ζη­τού­σαν στα αρ­χεία σχέ­δια για κι­βού­ρια. Κλά­μα­τα μω­ρού ακού­στη­καν ξα­νά.
Η φλε­γο­μέ­νη, η καιο­μέ­νη, η αλάν­θα­στη ζωή ήταν πά­λι εκεί.



ΥΓ. Με­τα­ξύ μας, οι ομοιω­μα­τού­χοι εί­χαν βα­ρε­θεί να ανοί­γου­νε σα­μπά­νιες.


«Φλεγομένη και μη καιομένη βάτος». Λεπτομέρεια ψηφιδωτού από τη Μονή Αγίας Αικατερίνης του Σινά
«Φλεγομένη και μη καιομένη βάτος». Λεπτομέρεια ψηφιδωτού από τη Μονή Αγίας Αικατερίνης του Σινά

Μικρή χώρα

Επι­στρέ­φο­ντας από ανοι­ξιά­τι­κη εκ­δρο­μή, βρή­κα την πρό­σο­ψη του σπι­τιού μου κα­τε­δα­φι­σμέ­νη. Το εσω­τε­ρι­κό έδει­χνε ανέ­πα­φο. Έπι­πλα, πί­να­κες, η τη­λε­ό­ρα­ση, όλα στη θέ­ση τους. Όσο για την εσω­τε­ρι­κή σκά­λα, δεν εί­χε πά­θει το πα­ρα­μι­κρό. Μό­νον όταν έφτα­σα στην κο­ρυ­φή της, αντι­λή­φθη­κα πως δεν υπήρ­χε κά­θο­δος.
Προ­σπά­θη­σα να κα­τε­βώ από την κου­πα­στή. Στο μέ­σο της δια­δρο­μής κλυ­δω­νί­στη­κα, άρ­πα­ξα ένα κλα­δί να κρα­τη­θώ, μα το δέ­ντρο δεν ήταν ρι­ζω­μέ­νο. Όλο το αν­θι­σμέ­νο άλ­σος γύ­ρω μου —άκου­σα κά­ποιον να σχο­λιά­ζει— απο­τε­λού­σε τε­χνη­τό ντε­κόρ. Ωστό­σο το αιω­ρού­με­νο από το χέ­ρι μου κυ­πα­ρίσ­σι με βο­ή­θη­σε να κρα­τή­σω την ισορ­ρο­πία μου.
Όταν έφτα­σα στο πλα­τύ­σκα­λο, εί­πα στον αρ­χη­γό της εκ­δρο­μής : «Ευ­τυ­χώς που έχω το σπί­τι ασφα­λι­σμέ­νο». «Μάλ­λον δεν θα διά­βα­σες τους αστε­ρί­σκους», μου απά­ντη­σε.
Τα λό­για του σή­μα­ναν συ­να­γερ­μό. Έπρε­πε να σπεύ­σω στη Με­γά­λη Πλα­τεία, μα το εκ­δρο­μι­κό επρό­κει­το ν’ ακο­λου­θή­σει αντί­θε­τη δια­δρο­μή. Απο­χαι­ρέ­τη­σα τους εκ­δρο­μείς και ανη­φό­ρι­σα προς τη λε­ω­φό­ρο.
Στη στά­ση πε­ρί­με­νε μό­νη μια ηλι­κιω­μέ­νη γυ­ναί­κα. Στο ένα χέ­ρι κρα­τού­σε σφι­χτά ένα πλα­στι­κό πορ­το­φο­λά­κι και στο άλ­λο ένα σφουγ­γά­ρι για τα πιά­τα. Λαϊ­κός άν­θρω­πος φαι­νό­ταν. Δυο χρό­νια πά­λευε η κό­ρη της - «αυ­τή που όλα τα ξε­κε­φα­λώ­νει»- να της βγά­λει σύ­ντα­ξη κι ακό­μη τί­πο­τε. «Κα­νείς δεν μας υπο­λο­γί­ζει», κα­τέ­λη­ξε.
Η λε­ω­φό­ρος ήταν άδεια. Ού­τε λε­ω­φο­ρείο περ­νού­σε ού­τε τρό­λεϊ ού­τε τα­ξί ού­τε όχη­μα κα­νέ­να. Ξαφ­νι­κά ανα­ρω­τή­θη­κα για­τί έπρε­πε να πάω στη Με­γά­λη Πλα­τεία, αφού η ασφα­λι­στι­κή δεν έδρευε εκεί. Άλ­λω­στε την Κυ­ρια­κή τα γρα­φεία εί­ναι κλει­στά.
«Και οι δι­κοί μου; Για­τί δεν με συ­ντρέ­χουν οι δι­κοί μου;» Τό­τε συ­νει­δη­το­ποί­η­σα ότι κα­τευ­θυ­νό­μουν προς μιαν άνοι­ξη αλ­λο­τι­νή, με δέ­ντρα ρι­ζω­μέ­να, άνοι­ξη που εί­χε αρ­χί­σει κι εί­χε τε­λειώ­σει και δεν υπήρ­χε που­θε­νά.
Η λε­ω­φό­ρος πα­ρέ­με­νε έρη­μη κι απέ­ρα­ντη. Από ένα δι­πλα­νό όνει­ρο ακού­στη­καν κα­νο­νιο­βο­λι­σμοί. Σκο­τω­μέ­να άλο­γα σπάρ­θη­καν στους δρό­μους. Η ηλι­κιω­μέ­νη μού πρό­σφε­ρε ένα κομ­μά­τι κέικ. Κα­θώς το μα­σού­σα, ένιω­σα αλ­λό­κο­τη τη γεύ­ση του και το έφτυ­σα.
«Κα­νείς δεν μας υπο­λο­γί­ζει», εί­πε για άλ­λη μια φο­ρά η γυ­ναί­κα παίρ­νο­ντας πί­σω το μι­σο­φα­γω­μέ­νο σφουγ­γα­ρά­κι της, «εί­μα­στε μι­κρή χώ­ρα».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: