Το τοποθέτησα σ’ ένα όμορφο έπιπλο, στο σαλόνι. Μια βιτρίνα, από αυτές που συνήθως φιλοξενούν κρυστάλλινα ποτήρια και πορσελάνινα διακοσμητικά και, στη δική μου περίπτωση, αγαπημένα βιβλία. Το απόθεσα στο μεσαίο ράφι, στη γωνία, να κρύβεται πίσω απ’ το ξύλινο πλαίσιο της τζαμένιας πόρτας. Να ξέρω μόνον εγώ πως είναι εκεί. Αλλά σάμπως, και να το δει κανείς, θα καταλάβει τι είναι; Μοιάζει με αμπούλα για φάρμακο σε ενέσιμη μορφή. Ήταν κιόλας, υποθέτω. Γεμάτο με νερό, υγρό διαυγές εν πάση περιπτώσει, και μέσα του υπόλευκο, σχήματος ακανόνιστου και μάλλον ακανθώδες, ό,τι απόμεινε δικό μου από το σώμα που αγάπησα: ένας μηνίσκος, από γόνατο αριστερού ποδιού.