Εικόνες μοναστικής ζωής: Ν. Νικολαΐδης ο Κύπριος-Ν. Καζαντζάκης, συμπόρευση και αποκλίσεις

Πνευ­μα­τι­κή συγ­γέ­νεια:

Κοι­νός τό­πος των δύο συγ­γρα­φέ­ων εί­ναι η τά­ση για φυ­γή από το πε­ρι­βάλ­λον τους, έτσι και οι δύο βρί­σκουν διέ­ξο­δο σε αλ­λε­πάλ­λη­λα τα­ξί­δια. Η πα­ρα­μο­νή και των δύο σε μο­να­στι­κό πε­ρι­βάλ­λον βε­βαιώ­νε­ται από τα βιο­γρα­φι­κά τους στοι­χεία. Ο Νι­κο­λα­ΐ­δης από μι­κρός δια­κο­νεί ως βιο­τέ­χνης («3 χρό­νια γύ­ρι­ζε τα χω­ριά και ζω­γρά­φι­ζε αγί­ους σ΄ εκ­κλη­σί­ες» — Τσίρ­κας, σελ. 29) σε διά­φο­ρα μο­να­στή­ρια ενώ ο κο­σμο­πα­ρω­ρί­της Κα­ζαν­τζά­κης επι­σκέ­πτε­ται μα­ζί με τον φί­λο του Άγ­γε­λο Σι­κε­λια­νό πριν τα Χρι­στού­γεν­να του 1914 το Άγιο Όρος. Η σχέ­ση του με την θρη­σκεία και τον εκ­κλη­σια­στι­κό βίο αλ­λά και τα πα­τε­ρι­κά κεί­με­να, εγκαι­νιά­ζε­ται πριν την εφη­βεία του, χά­ρη σε ένα τυ­χαίο γε­γο­νός που ίσως ήταν «καρ­μι­κό», αφού η μα­μή προ­έ­βλε­ψε ότι το παι­δί θα εί­χε άμε­ση σχέ­ση με την θρη­σκεία. Η θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα εί­ναι μια έν­νοια βα­θιά ρι­ζω­μέ­νη στην ψυ­χή τους, συ­ναρ­τη­μέ­νη με την ιδέα του αν­θρω­πι­σμού, που δια­χέ­ε­ται σε όλη την λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρα­γω­γή τους. Δεν παύ­ει βε­βαί­ως να υπάρ­χει μια ει­δο­ποιός διά­φο­ρα στην τε­λι­κή ει­κό­να που δί­νουν για τους ήρω­ες τους. Ο κα­ζαν­τζα­κι­κός ήρω­ας ανα­ζη­τά την ελευ­θε­ρία σε ένα ευ­ρύ­τε­ρο ορί­ζο­ντα ενώ εκεί­νος του Νι­κο­λα­ΐ­δη προ­σπα­θεί να ζή­σει και να λύ­σει τα τυ­χόν προ­βλή­μα­τά του μέ­σα στο πε­ρι­βάλ­λον όπου ζει. Κοι­νό πά­λι στοι­χείο τους εί­ναι η ανα­ζή­τη­ση της λύ­τρω­σης, η υπέρ­βα­ση ακό­μη και της ίδιας της ελευ­θε­ρί­ας.
Δεύ­τε­ρος κοι­νός τό­πος εί­ναι η εν­δε­λε­χής επε­ξερ­γα­σία των κει­μέ­νων τους. Ακό­μη κι αν ο βιο­γρά­φος του Κα­ζαν­τζά­κη, ο Πρε­βε­λά­κης, ανα­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ότι «την ώρα της δη­μιουρ­γί­ας το χέ­ρι του κυ­ριο­λε­κτι­κά έτρε­χε πά­νω στο χαρ­τί, χω­ρίς κα­μία παύ­ση και κα­νέ­ναν δι­σταγ­μό», φαί­νε­ται ότι ο Κα­ζαν­τζά­κης σύμ­φω­να με τα λε­γό­με­να του Κα­κρι­δή, «χρειά­στη­κε 3 μή­νες για να με­τα­φρά­σει την Ιλιά­δα και 12 χρό­νια για να την διορ­θώ­σει». Την δι­κή του Οδύσ­σεια την ολο­κλή­ρω­σε με­τά από 14 χρό­νια συγ­γρα­φής και 7 επε­ξερ­γα­σί­ες. Ο ίδιος λέ­ει σε επι­στο­λή προς τον Κα­κρι­δή, ανα­φε­ρό­με­νος στην Ανα­φο­ρά στον Γκρέ­κο ότι «όλα μου τα έρ­γα εί­ναι εξο­μο­λό­γη­ση, μα τού­το πιο πο­λύ», (Νέα Εστία, σελ. 298). Ο ίδιος άλ­λω­στε έχει δη­λώ­σει: «ανά­με­σα στα δά­χτυ­λά μου κρα­τού­σα και ζύ­μω­να [...] ένα σκλη­ρό σβώ­λο λά­σπη, το μελ­λού­με­νο, τού ‘δι­να μια φόρ­μα, άν­θρω­πο, θεό, δαί­μο­να, τη χαλ­νού­σα, έφτια­να άλ­λη έτρε­χαν από τα ακρο­δά­χτυ­λά μου οι μορ­φές, στε­ρε­ώ­νο­νταν μια στιγ­μή στον αέ­ρα και ξα­να­χύ­νου­νταν στο χά­ος. Μην πεις πως έπαι­ζα δεν έπαι­ζα, αγω­νι­ζό­μου­να, μο­χτού­σα να δώ­σω το πρό­σω­πο της ψυ­χής μου στη λά­σπη» (Νεα Εστία, σελ. 20).
Σχε­τι­κά με τον Νί­κο Νι­κο­λα­ΐ­δη, ο Τσίρ­κας ανα­φέ­ρει τα εξής: « Γι’ αυ­τόν, το λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο εί­ναι τ’ απο­λε­πί­δια της ζω­ής του». (Τσίρ­κας, σελ. 101). « έχει ανά­γκη - απέ­να­ντι στον εαυ­τό του - να ΄ναι πά­ντα ο καλ­λι­τέ­χνης που τά ΄βγα­λε όλα από μέ­σα του.» (Τσίρ­κας, σελ. 95). « Ο Νι­κο­λαϊ­δης μπο­ρεί και κά­νει την πιο αυ­στη­ρή αυ­το­κρι­τι­κή».(Τσίρ­κας, σελ. 102) Επί­σης, (σελ.14): « μπο­ρού­με αδί­στα­κτα να πού­με όπως κά­θε γράμ­μα του, που βρί­σκε­ται ακό­μη στα χέ­ρια των φί­λων του, το θυ­μά­ται, ξέ­ρει τι γρά­φει μέ­σα και, κο­ντο­λο­γίς, απο­τε­λεί για κεί­νον ένα γε­γο­νός, ένα σταθ­μό της ζω­ής του, τό­σο όσο και μια πρό­ζα ή ένα δι­ή­γη­μα του». Συ­νε­πώς, όχι μό­νο το εκ­δο­θέν έρ­γο του αλ­λά και οι επι­στο­λές που υπάρ­χουν, απο­τε­λούν ακρά­δα­ντα στοι­χεία για τις από­ψεις του, σχε­τι­κά με ιδέ­ες και άτο­μα που ανα­φέ­ρο­νται σε αυ­τές.

Νίκος Νικολαϊδης
Νίκος Νικολαϊδης


Φυ­σι­κή συ­νά­ντη­ση:

Σε επι­στο­λή του Νι­κο­λα­ΐ­δη προς τον Σα­ντο­ρι­ναίο ανα­φέ­ρε­ται: « εί­μαι εν­θου­σια­σμέ­νος με τους Ψη­λο­ρεί­τες, προ­πά­ντων με την Πε­τρού­λα. Μα κι εκεί­νοι μου δεί­χνου­νε ανε­πι­φύ­λα­κτη αγά­πη και… εκτί­μη­ση.», και πα­ρα­κά­τω: «Οι Ψη­λο­ρεί­τες με δέ­χτη­καν με εγκαρ­διό­τη­τα. Νό­μι­σα πως εί­δα πα­λιούς μου φί­λους. Η πρώ­τη μου επί­σκε­ψη ήτο 5 ώρες. Πριν πε­ρά­σει η πρώ­τη, απο­φά­σι­σε η Πε­τρού­λα να έλ­θει μα­ζί μου εις την Αλε­ξάν­δρεια το Σε­πτέμ­βρη για λί­γες εβδο­μά­δες.» Αυ­τά και άλ­λα απο­σπά­σμα­τα από τη συ­γκε­κρι­μέ­νη επι­στο­λή, μας επι­τρέ­πουν να ανα­γνω­ρί­σου­με την συ­νερ­γα­σία του Νι­κο­λα­ΐ­δη με το ζεύ­γος Κα­ζαν­τζά­κη και να κα­τα­λά­βου­με ότι υπήρ­χε μια λει­τουρ­γι­κή επι­κοι­νω­νία με­τα­ξύ τους. Επί­σης, αν λά­βου­με υπό­ψη ότι ο Νι­κο­λα­ΐ­δης υπήρ­ξε υπεύ­θυ­νος του πε­ριο­δι­κού Γράμ­μα­τα, κρί­νου­με ότι θα συ­ζή­τη­σε διε­ξο­δι­κά με τον Κα­ζαν­τζά­κη για την δη­μο­σί­ευ­ση κει­μέ­νων του στο εν λό­γω πε­ριο­δι­κό.

Λο­γο­τε­χνι­κή θε­ω­ρία

Ενώ το ημε­ρο­λό­γιο του Κα­ζαν­τζά­κη, λό­γω της μορ­φής του, θα το κα­τα­τάσ­σα­με στην θε­ω­ρία της αρι­στο­τέ­λειας μί­μη­σης, της ανα­πα­ρά­στα­σης, (όπως αυ­τή δια­τυ­πώ­νε­ται στον ορι­σμό της Τρα­γω­δί­ας στο έρ­γο του «Ποι­η­τι­κή»), δη­λα­δή της αλή­θειας αυ­τής κα­θε­αυ­τής, ο Νι­κο­λα­ΐ­δης χρη­σι­μο­ποιώ­ντας την εκ­φρα­στι­κή θε­ω­ρία φτά­νει να θέ­τει το συ­ναί­σθη­μα στην υπη­ρε­σία της λο­γο­τε­χνί­ας, περ­νώ­ντας στην συ­ναι­σθη­μα­τι­κή λο­γο­τε­χνι­κή θε­ω­ρία, της οποί­ας σκο­πός δεν εί­ναι να προ­κα­λέ­σει ένα εφή­με­ρο συ­ναί­σθη­μα στον ανα­γνώ­στη, αλ­λά να δη­μιουρ­γή­σει μια διαρ­κέ­στε­ρη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση, που θα οδη­γή­σει στην επι­θυ­μη­τή πρά­ξη. Με άλ­λα λό­για, πρό­κει­ται για την πρό­θε­ση του συγ­γρα­φέα να στοι­χειο­θε­τή­σει ιδε­ο­λο­γία και να επη­ρε­ά­σει τον ανα­γνώ­στη πο­λυ­ε­πί­πε­δα. Ο ανα­γνώ­στης από την πλευ­ρά του έχει χρέ­ος να συ­μπλη­ρώ­σει ή και να κα­λύ­ψει τα κε­νά ή τις διά­φο­ρες ασά­φειες, όσο κα­λύ­τε­ρα μπο­ρεί, σύμ­φω­να με τις δι­κές του εμπει­ρί­ες και προ­σλαμ­βά­νου­σες. (Barnet, An Introduction to Literature).

Το πε­ρι­βάλ­λον

Και οι δύο συγ­γρα­φείς κι­νού­νται στη σφαί­ρα του μο­να­στι­κού βί­ου, η οποία απο­τε­λεί­ται πρώ­τα από όλα από τον πε­ρι­βάλ­λο­ντα χώ­ρο: σε πρώ­το πλά­νο το κε­λί, σε δεύ­τε­ρο τη μο­νή, σε τρί­το τον πε­ρί­γυ­ρο της μο­νής, σε τε­λευ­ταίο τα βου­νά και η φύ­ση. Και στα δύο εί­ναι έκ­δη­λη η φυ­σι­κή ορ­μή (élan vital), χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της φι­λο­σο­φί­ας του Κα­ζαν­τζά­κη, επή­ρεια της με­λέ­της του έρ­γου του Henri Bergson, του Γάλ­λου κα­θη­γη­τή του, και πα­ράλ­λη­λα ξε­τυ­λί­γε­ται η κα­λο­σχε­δια­σμέ­νη θε­α­τρι­κή σκη­νή του Νι­κο­λα­ΐ­δη.
Σε αυ­τό το σύ­μπαν, όμως, ο άν­θρω­πος δεν παύ­ει να βρί­σκε­ται σε πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο. Έτσι, πα­ρα­τη­ρού­με τον άν­θρω­πο να παίρ­νει την μορ­φή του νε­α­ρού προ­σώ­που, του μο­να­χού και της γυ­ναί­κας.

Α. Η νε­ό­τη­τα

Η ει­κό­να της νε­ό­τη­τας, και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να η ει­κό­να του νε­α­ρού εφή­βου, εί­ναι διά­χυ­τη στα έρ­γα και των δύο.
Ο Νι­κο­λα­ΐ­δης ανα­φέ­ρε­ται στη νε­α­ρή ηλι­κία γε­νι­κό­τε­ρα, στο «αγέ­νειον» του προ­σώ­που(ΡΙΘ), στο τα­λέ­ντο του νε­α­ρού μο­να­χού στη μου­σι­κή (ΝΒ), αλ­λά και στην αγ­γε­λι­κή μορ­φή ενός άλ­λου (ςΓ), και τε­λι­κά ανα­ρω­τιέ­ται για το φύ­λο των αγ­γέ­λων. Δεν παύ­ουν να υπάρ­χουν και οι κω­μι­κές κα­τα­στά­σεις, γε­μά­τες ει­ρω­νεία όπως στο χω­ρίο ΡΙΓ, όπου ένας νε­α­ρός μο­να­χός πιά­στη­κε επ’ αυ­το­φώ­ρω να ψή­νει και να κα­τα­να­λώ­νει κρυ­φά ένα αυ­γό σε πε­ρί­ο­δο νη­στεί­ας.
Η κύ­ρια μορ­φή της νε­ό­τη­τας στον Κα­ζαν­τζά­κη εί­ναι ο Δω­δε­κα­ε­τής Χρι­στός, που επα­να­λαμ­βά­νε­ται τρεις φο­ρές (σελ. 56, 103 και 122). Ο συγ­γρα­φέ­ας εμ­μέ­νει στην εξω­τε­ρι­κή του εμ­φά­νι­ση κι έτσι αυ­τός ανα­πα­ρί­στα­ται στην τέ­χνη της ει­κό­νας σαν έφη­βος Έλ­λη­νας θε­ός, που ζυ­γιά­ζει με τη σκέ­ψη του το σύ­μπαν (ημε­ρο­λό­γιο Ν Κ σελ.103-122). Ένας έφη­βος μο­να­χός, που πέ­θα­νε, εί­χε με­γά­λα ελα­φί­σια μά­τια (σελ. 57). Τέ­λος, ανα­φε­ρό­με­νος στον θεό Διό­νυ­σο, λέ­ει πως οι ψυ­χές των βαρ­βά­ρων με­τα­λά­βαι­ναν «το αί­μα του έφη­βου ελ­λη­νι­κού θε­ού που σκό­τω­σαν» (Ν Κ σελ.82), ει­κό­να απε­χθής και όμορ­φη ταυ­τό­χρο­να. Άλ­λο­τε, εν εί­δει πα­ρο­μοί­ω­σης, ανα­φέ­ρε­ται στον Δα­βίδ τον Σπη­λαιώ­τη, ο οποί­ος πα­ρου­σιά­ζε­ται να έχει πρό­σω­πο που «λά­μπει σαν τον ήλιο και φαί­νε­ται έφη­βος στην γλύ­κα, στη χα­ρά και στη λάμ­ψη» (σελ. 60). Μή­πως πι­στεύ­ει ότι ο μο­να­χός πα­ρα­μέ­νει πά­ντα έφη­βος; Όπως και να έχει, θα λέ­γα­με ότι η νε­ό­τη­τα τον «ιντρι­γκά­ρει», όχι όμως μό­νο στην αμό­λευ­τή της πλευ­ρά αλ­λά και στην αμαρ­τω­λή ή την άχα­ρη. Νε­α­ροί μο­να­χοί (σελ. 12) μα­θαί­νουν βυ­ζα­ντι­νή μου­σι­κή: «δί­πλα στο αρ­χο­ντα­ρί­κι κα­λο­γε­ρά­κια μα­θαί­νουν το πα, βου, γα, δι, τη βυ­ζα­ντι­νή πα­ρά­δο­ση, κρα­τώ­ντας την πα­ρά­δο­ση σαν αναμ­μέ­νη λα­μπά­δα στα χο­ντρά και άπλυ­τα χέ­ρια τους.» Επί­σης, βλέ­που­με στον Ιου­λια­νό (τρα­γω­δία Ιου­λια­νός ο πα­ρα­βά­της, γρά­φτη­κε στην Αγ­γλία το 1939) τον νέο ηγού­με­νο τη στιγ­μή της χει­ρο­το­νί­ας να εξο­μο­λο­γεί­ται «έξαφ­να» νε­α­νι­κό του έγκλη­μα. Δη­λα­δή εί­χε στο μυα­λό του ότι δεν υπάρ­χει μό­νο το κα­λό αλ­λά και το κα­κό, η αγνό­τη­τα συ­μπο­ρεύ­ε­ται με την αμαρ­τία, το νό­μι­μο με το πα­ρα­βα­τι­κό. Στην αρ­χή του ημε­ρο­λο­γί­ου του, μι­λώ­ντας για τον εαυ­τό του και τον Σι­κε­λια­νό, ανα­φέ­ρε­ται ότι «μπρο­στά στους δύο νέ­ους όλα υπο­τά­χτη­καν στην ιε­ρό­τη­τα της απο­στο­λής τους».
Σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση, η νε­ό­τη­τα ίσως να απο­τε­λεί για εκεί­νους, το ση­μείο που ο άν­θρω­πος μπο­ρεί να επι­λέ­ξει τον δρό­μο του για μια κα­λύ­τε­ρη ζωή. Εί­ναι το ση­μείο όπου η ανε­ξαρ­τη­σία του αν­θρώ­που τού δί­νει την ευ­και­ρία να προ­γραμ­μα­τί­σει, να απο­φα­σί­σει τι μέλ­λει γε­νέ­σθαι.


Β. Ο μο­να­χός και η αν­θρώ­πι­νη υπό­στα­σή του: η πο­ρεία προς την θέ­ω­ση της ψυ­χής

Αν και θα πε­ρι­μέ­να­με η ει­κό­να του μο­να­χού στο ημε­ρο­λό­γιο του Κα­ζαν­τζά­κη να υστε­ρεί, εφό­σον πρό­κει­ται μό­νο για ένα σύ­νο­λο ση­μειώ­σε­ων, ενώ στην πε­ρί­πτω­ση του Νι­κο­λα­ΐ­δη πα­ρου­σιά­ζε­ται μια ολο­κλη­ρω­μέ­νη πρό­τα­ση, πα­ρα­τη­ρού­με ότι εί­ναι πολ­λά τα ση­μεία που συ­γκλί­νουν. Έτσι λοι­πόν, υπάρ­χουν μο­να­χοί που δια­κρί­νο­νται για τη συ­νέ­πειά τους και την βα­θιά, ει­λι­κρι­νή τους πί­στη, οι οποί­οι άλ­λω­στε θε­ω­ρού­νται και οι στυ­λο­βά­τες της θρη­σκεί­ας. Πλάι σε αυ­τούς, όμως, υπάρ­χουν και μο­να­χοί που πα­ρα­σύ­ρο­νται από τα πά­θη τους: Συ­μπε­ρι­φέ­ρο­νται σαν έμπο­ροι και θε­ω­ρού­νται, από τους συγ­γρα­φείς μας, πο­νη­ροί και κα­πά­τσοι. Κά­ποιοι άλ­λοι πα­ρου­σιά­ζο­νται ως κοι­λιό­δου­λοι, φα­νε­ρώ­νο­ντας την άκρα­τη επι­θυ­μία τους για το φα­γη­τό, ενώ θα έπρε­πε να νη­στεύ­ουν σύμ­φω­να με τους κα­νό­νες της μο­να­στι­κής ζω­ής. Άλ­λοι πα­ρα­σύ­ρο­νται από την ελ­πί­δα ενός εύ­κο­λου κέρ­δους και κα­τα­φεύ­γουν στον τζό­γο, που θε­ω­ρεί­ται αμάρ­τη­μα. Κά­ποιοι άλ­λοι αμαρ­τά­νουν τό­σο σαρ­κι­κά, όσο και πνευ­μα­τι­κά, κα­λο­πιά­νο­ντας, λέ­γο­ντας ψέ­μα­τα και κα­τη­γο­ρώ­ντας άδι­κα άλ­λους μο­να­χούς. Πα­ρ’ όλα αυ­τά, κά­ποιοι από αυ­τούς ανε­βαί­νουν στην ιε­ραρ­χία κι έτσι εκλαμ­βά­νο­νται επι­τυ­χη­μέ­νοι. Φυ­σι­κά και εκεί οι διε­νέ­ξεις δεν εί­ναι λί­γες. Έκ­δη­λη εί­ναι η ει­ρω­νεία στο ση­μείο που κα­νείς δεν μπό­ρε­σε να απο­λο­γη­θεί σε έναν «γραμ­μα­τι­σμέ­νο». Φαί­νε­ται ότι η μορ­φω­μέ­νοι μπο­ρούν να αμ­φι­σβη­τή­σουν απο­τε­λε­σμα­τι­κά τις όποιες αστή­ρι­κτες και αφε­λείς δο­ξα­σί­ες και νου­θε­σί­ες των μο­να­χών.
Συ­μπε­ρα­σμα­τι­κά, οι δύο συγ­γρα­φείς συ­γκλί­νουν στην πε­ποί­θη­ση ότι οι μο­να­χοί πρέ­πει να εί­ναι ευ­πρε­πείς και να τη­ρούν αυ­στη­ρά τις αρ­χές της ασκη­τι­κής πρα­κτι­κής, και, γε­νι­κό­τε­ρα, του ενά­ρε­του μο­να­στι­κού βί­ου. Επί­σης συ­μπί­πτουν στην πε­ποί­θη­ση ότι βρί­σκο­νται μπρο­στά σε μια σκλη­ρή αντι­νο­μία: από την μία, τη λα­χτά­ρα του αν­θρώ­που για πνευ­μα­τι­κή ανά­βα­ση και την πο­ρεία προς τη θέ­ω­ση και, από την άλ­λη, τα εμπό­δια, που προ­βάλ­λουν σε αυ­τή την πο­ρεία, που δεν εί­ναι άλ­λα από τους πει­ρα­σμούς του σώ­μα­τος και τους πο­νη­ρούς λο­γι­σμούς. Σχε­τι­κά με αυ­τήν την σκλη­ρή αντι­νο­μία, οι συγ­γρα­φείς μας αντι­λαμ­βά­νο­νται τον άν­θρω­πο ως αδύ­να­μο, με πε­ριο­ρι­σμέ­νη δύ­να­μη αντί­στα­σης. Ωστό­σο εί­ναι και επιει­κείς: το μέ­τρο της αξιο­λό­γη­σής τους για τους απλούς, τους «πολ­λούς» αν­θρώ­πους, εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κό με αυ­τό που αξιο­λο­γούν τους δια­νο­ού­με­νους, που η κα­το­χή της γνώ­σης τούς επι­τρέ­πει να ανι­χνεύ­σουν διαυ­γέ­στε­ρα τις αντι­θέ­σεις που εν­δη­μούν στην ψυ­χή, την συ­νεί­δη­σή τους. Ακό­μη, αντι­λαμ­βά­νο­νται ότι οι όποιες αντι­θέ­σεις εκ­δη­λώ­νο­νται στην αν­θρώ­πι­νη συ­νεί­δη­ση, απο­τυ­πώ­νο­νται με κά­ποιον τρό­πο σ’ όλες τις θρη­σκευ­τι­κές δο­ξα­σί­ες και τις κο­σμι­κές ιδε­ο­λο­γί­ες, που επι­χει­ρούν να ερ­μη­νεύ­σουν ή και να « αντι­με­τω­πί­σουν» το γνω­στό και άγνω­στο κό­σμο μας, έναν «κό­σμο μι­κρό και μέ­γα» όπως λέ­ει και ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της.


Γ. Γυ­ναί­κα: οντό­τη­τα δευ­τε­ρεύ­ου­σας αξί­ας — θύ­μα των προ­κα­τα­λή­ψε­ων

Στην ενό­τη­τα αυ­τή ας ακο­λου­θή­σου­με την νι­κο­λα­ΐ­δεια θε­ώ­ρη­ση της συ­γκρι­τι­κής λο­γο­τε­χνί­ας (Τσίρ­κας, σελ.19), όπου αξία δεν έχει η σύ­γκλι­ση αλ­λά η αντί­θε­ση, η δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα των κει­μέ­νων και των ιδε­ών που εκ­φρά­ζο­νται σε δύο έρ­γα. Όπως εί­χε πει ο ίδιος χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Πρέ­πει να γρά­ψουν, να δεί­ξουν τις γνώ­σεις τους και μην μπο­ρώ­ντας να βρουν τις ανο­μοιό­τη­τες του έρ­γου που κρί­νουν με τα έρ­γα που δια­βά­σα­νε (πράγ­μα ση­μα­ντι­κό­τα­το μα δύ­σκο­λο) βρί­σκουν τις ομοιό­τη­τες (πράγ­μα κου­το­πό­νη­ρο)». (Τσίρ­κας, σελ.104)
Η ετε­ρό­τη­τα που πα­ρου­σιά­ζουν τα δύο έρ­γα έγκει­ται κυ­ρί­ως στα ακό­λου­θα: Τό­σο στο ημε­ρο­λό­γιο όσο και στα σκί­τσα του Κα­ζαν­τζά­κη δεν ανα­φέ­ρε­ται η γυ­ναι­κεία μορ­φή πα­ρά μό­νο στο πρό­σω­πο της Πα­να­γί­ας, αλ­λά και στην έλ­λει­ψη της γυ­ναι­κεί­ας πα­ρου­σί­ας στο Άγιο Όρος. Επί­σης, η γυ­ναί­κα ανα­φέ­ρε­ται έμ­με­σα, κα­θώς κά­ποιος από τους μο­να­χούς πεί­στη­κε να μο­νά­σει από την θεία του. Βε­βαί­ως, δεν μπο­ρού­με να πα­ρα­λεί­ψου­με ότι το Άγιο Όρος εί­ναι ένας χώ­ρος, στην επι­κρά­τεια του οποί­ου η γυ­ναι­κεία πα­ρου­σία δεν «χω­ρά­ει», για αυ­τόν τον λό­γο εκτι­μώ πως λεί­πει από τις ση­μειώ­σεις του Κα­ζαν­τζά­κη.
Αντί­θε­τα ο Νι­κο­λα­ΐ­δης δεν παύ­ει με κά­θε ευ­και­ρία να ανα­φέ­ρε­ται στην γυ­ναι­κεία πα­ρου­σία, βά­ζο­ντας όμως αρ­νη­τι­κό πρό­ση­μο, επει­δή δεν αρ­μό­ζει στους κόλ­πους της μο­να­στι­κής ζω­ής. Έτσι, έχου­με αρ­χι­κά ένα ει­κό­νι­σμα της Πα­να­γί­ας, δώ­ρο μιας «πει­ρα­σμι­κιάς» γυ­ναί­κας να ανα­στα­τώ­νει τον μο­να­χό στο κε­λί του (ΡΝΔ), ένας άλ­λος να απο­κα­λεί­ται «πόρ­νος» (ςΕ) και να βγαί­νει από το κε­λί του, φο­ρώ­ντας το πα­νω­φό­ρι της γυ­ναί­κας, που εί­χε κρυμ­μέ­νη εκεί. Τέ­λος, μπο­ρού­με να υπο­θέ­σου­με ότι ανα­φέ­ρε­ται στην γυ­ναι­κεία μορ­φή με έμ­με­σο τρό­πο αφού μι­λά­ει για «το κα­κό που κρύ­βε­ται στο κε­λί» ενός άλ­λου μο­να­χού (ΜΒ). Η μό­νη όμορ­φη γυ­ναι­κεία ει­κό­να που μπο­ρεί κά­ποιος να αντλή­σει από το Βι­βλίο του Μο­να­χού εί­ναι εκεί­νη που κά­ποιος μο­να­χός δια­βά­ζει τα εκ­κλη­σια­στι­κά κεί­με­να «σαν να δια­βά­ζει πα­ρα­μύ­θι η για­γιά» (ΡΑ). Έμε­σα κα­τα­κε­ραυ­νώ­νει τα ιε­ρά κεί­με­να και το πα­λιο­μο­δί­τι­κο νό­η­μά τους, πα­ρο­μοιά­ζο­ντάς τα με πα­ρα­μύ­θι, ενώ δί­νει την όμορ­φη ει­κό­να μιας για­γιάς να δια­βά­ζει ένα πα­ρα­μύ­θι στα εγ­γό­νια της, ξε­κά­θα­ρο ση­μείο ει­ρω­νεί­ας που χα­ρα­κτη­ρί­ζει άλ­λω­στε το συ­γκε­κρι­μέ­νο έρ­γο του συγ­γρα­φέα όπως ανα­φέ­ρει και ο Λευ­τέ­ρης Πα­πα­λε­ο­ντί­ου, ερευ­νη­τής του Νι­κο­λα­ΐ­δη (Πα­πα­λε­ο­ντί­ου, σελ.160). Ει­ρω­νι­κό επί­σης μπο­ρεί να χα­ρα­κτη­ρι­στεί και το ση­μείο, όπου ανα­φέ­ρε­ται ξε­κά­θα­ρα η ύπαρ­ξη θη­λυ­κών ζώ­ων, μό­νο και μό­νο, επει­δή τα χρειά­ζο­νται οι μο­να­χοί για να μπο­ρούν να εξα­σφα­λί­σουν τα προς το ζην. Τέ­λος, εί­ναι ξε­κά­θα­ρο για τον Νι­κο­λα­ΐ­δη ότι η πα­ρου­σία και η επιρ­ροή της γυ­ναί­κας πρέ­πει να εκλεί­ψει ολο­σχε­ρώς από τη μο­να­στι­κή ζωή. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή εί­ναι η σκη­νή που ο πα­ρα­λή­πτης της αλ­λη­λο­γρα­φί­ας της Αγέ­λα­στης Μο­νής, ρί­χνει στη φω­τιά ένα γράμ­μα επει­δή ο γρα­φι­κός χα­ρα­κτή­ρας του απο­στο­λέα μοιά­ζει να εί­ναι γυ­ναι­κεί­ος (ςΖ). Ενώ σε ένα από τα εδά­φια ο συγ­γρα­φέ­ας συμ­βου­λεύ­ει ότι οι μο­να­χοί πρέ­πει να μεί­νουν μα­κριά από την γυ­ναί­κα (ΡΛΘ).

Επί­λο­γος

Σε ένα φι­λο­σο­φι­κό πλαί­σιο φαί­νε­ται πως η μά­χη κα­λού και κα­κού εί­ναι η αρ­χή των όλων. Και ανα­ρω­τιό­μα­στε: Να εί­ναι άρα­γε επη­ρε­α­σμέ­νοι από τις ανα­το­λι­κές θρη­σκεί­ες; Πώς μπο­ρού­με όμως να μι­λά­με για θρη­σκεί­ες τη στιγ­μή που η επι­στή­μη μάς δεί­χνει πως η ύπαρ­ξη της ύλης αλ­λά και της ενέρ­γειας δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει χω­ρίς το συν και το πλην, χω­ρίς το θε­τι­κό και το αρ­νη­τι­κό. Όλα κα­τα­λή­γουν στην εκ­δή­λω­ση ενέρ­γειας. Μή­πως τε­λι­κά φτά­νουν έτσι και οι δύο στην από­λυ­τη γνώ­ση και συ­νά­μα στη δια­πί­στω­ση της δη­μιουρ­γί­ας του κό­σμου μέ­σα από την ίδια την λει­τουρ­γία του; Μή­πως η ανα­ζή­τη­σή τους μέ­σα από την με­λέ­τη της αν­θρώ­πι­νης ψυ­χής τους οδη­γεί, τε­λι­κά, στην πα­ρα­δο­χή μιας νέ­ας θε­ώ­ρη­σης της ζω­ής και του κό­σμου;
Όπως και να έχει, η ει­κό­να που έχουν δια­μορ­φώ­σει μέ­σω της προ­σω­πι­κής τους εμπει­ρί­ας κα­τά τη διάρ­κεια όλης της ζω­ής τους, σχε­τι­κά με τον μο­να­στι­κό βίο εί­ναι ξε­κά­θα­ρη, όπως και η στά­ση τους απέ­να­ντι στην φλυα­ρία του μο­να­στη­ρια­κού σκη­νι­κού, όπου επι­κρα­τούν οι γή­ι­νες απο­λαύ­σεις και η τρυ­φη­λό­τη­τα. Ο Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης και ο Νί­κος Νι­κο­λα­ΐ­δης ο Κύ­πριος επι­θυ­μούν την απλό­τη­τα, την ει­λι­κρι­νή με­τα­μέ­λεια και την αυ­θε­ντι­κή ασκη­τι­κή ζωή. Αγα­θά που οδη­γούν τον άν­θρω­πο σε ανά­τα­ση ψυ­χής και τον φέρ­νουν πιο κο­ντά στο θείο.

Νί­κος Νι­κο­λα­ΐ­δης, ο Κύ­πριος
Γεν­νη­μέ­νος στη Λευ­κω­σία το 1889, χά­νει πρώ­τα την μη­τέ­ρα του και αρ­γό­τε­ρα τον πα­τέ­ρα του. Αν και μα­θαί­νει να δια­βά­ζει πριν πά­ει σχο­λείο, σύ­ντο­μα το αφή­νει αφού απο­τε­λεί για εκεί­νον έναν τό­πο κα­τα­πί­ε­σης, έναν βρα­χνά. Αν και οι δά­σκα­λοι του τον βλέ­πουν ως «ανε­πί­δε­κτο μα­θή­σε­ως», εκεί­νος φαί­νε­ται να αντι­λαμ­βά­νε­ται την ελευ­θε­ρία της μόρ­φω­σης με μια πιο ευ­ρεία έν­νοια από μι­κρός. Όμως η κρι­τι­κή θα επι­μεί­νει στην έλ­λει­ψη μιας «πει­θαρ­χη­μέ­νης μόρ­φω­σης», κομ­μά­τι της οποί­ας απο­τε­λεί και η κα­κή ορ­θο­γρα­φία του (Τσίρ­κας, σ. 27).
Βιο­πο­ρί­ζε­ται σε ένα βι­βλιο­δε­τείο αλ­λά δια­βά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο από όσο δου­λεύ­ει κι έτσι τον διώ­χνουν. Βρί­σκει δου­λειά κο­ντά σε έναν αγιο­γρά­φο και γρή­γο­ρα ανε­ξαρ­τη­το­ποιεί­ται και ανα­λαμ­βά­νει έρ­γα σε διά­φο­ρες μο­νές. Η αυ­στη­ρό­τη­τα της αγιο­γρα­φί­ας θα θρέ­ψει τον τρό­πο ζω­ής του και την πα­ρα­γω­γή του έρ­γου του (Τσίρ­κας, σ. 31).
Σι­γά σι­γά με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε «πα­ρα­τη­ρη­τή» της κοι­νω­νί­ας. Αγιο­γρά­φος, ζω­γρά­φος, δια­κο­σμη­τής, αρ­χι­τέ­κτο­νας, σκη­νο­γρά­φος, σκη­νο­θέ­της, λο­γο­τέ­χνης: πρό­κει­ται για μια πο­λύ­πλευ­ρη και τα­λα­ντού­χα προ­σω­πι­κό­τη­τα. Έζη­σε το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της ζω­ής του εκτός του τό­που κα­τα­γω­γής του όμως πο­τέ δεν τον απαρ­νή­θη­κε για αυ­τόν τον λό­γο χρη­σι­μο­ποιεί το προ­σω­νύ­μιο « ο Κύ­πριος».
Ο Στρα­τής Τσίρ­κας μι­λά­ει για τον «Αρ­χάγ­γε­λο του Ύφους και του Ήθους της Λο­γο­τε­χνί­ας μας». Αλ­λά υπάρ­χει πιο τρα­νή από­δει­ξη της λο­γο­τε­χνι­κής του πά­στας από τα ίδια του τα λό­για; «Από τα πιο πα­λιά χρό­νια που θυ­μά­μαι τον εαυ­τό μου, τον βλέ­πω να κυ­νη­γά­ει την έκ­φρα­ση και την φόρ­μα.» (Τσίρ­κας, σ. 24). Ερα­στής της «άψο­γης δου­λειάς» κυ­νη­γά­ει την τε­λειό­τη­τα όπως ομο­λο­γεί κι ο ίδιος. Μια τε­λειό­τη­τα που σχε­δόν τον στοι­χειώ­νει από τα απλά και κα­θη­με­ρι­νά –βλέ­πε την αψε­γά­δια­στη εξω­τε­ρι­κή του εμ­φά­νι­ση– μέ­χρι και την πα­ρα­γω­γή της τέ­χνης του.
Βου­τηγ­μέ­να στον ρε­α­λι­σμό, το έρ­γο του τρο­φο­δο­τεί­ται και από την δη­μο­τι­κή γλώσ­σα που χρη­σι­μο­ποιεί. Εκ­φρά­ζε­ται στην γλώσ­σα που μι­λά­ει ο λα­ός την επο­χή που γρά­φει κι αυ­τό επει­δή, όπως λέ­ει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και η Ελέ­νη Βο­ΐ­σκου, «δεν πρό­λα­βε να τον χα­λά­σει το σχο­λείο». Από θε­μα­τι­κή άπο­ψη θε­ω­ρεί­ται ανα­τό­μος της αν­θρώ­πι­νης ψυ­χής αφού μέ­σα από τα δι­η­γή­μα­τα του πε­ρι­γρά­φει τον πό­νο, τις ιδιαι­τε­ρό­τη­τες, τις προ­κα­τα­λή­ψεις, τον αγώ­να του ατό­μου σε μια κοι­νω­νία άδι­κη.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κα­ζαν­τζά­κης, Νί­κος, 2020, Άγιον Όρος, Νβρης-Δβρης 1914, Ημε­ρο­λό­γιο, Ηρά­κλειο, Μου­σείο Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη, β’ έκ­δο­ση.
Νι­κο­λα­ΐ­δης, Νί­κος, ο Κύ­πριος, 1986, Το Βι­βλίο του Μο­να­χού, Κέ­δρος.
Κα­ζαν­τζά­κης, Νί­κος, 2001, Σκί­τσα από το Άγιο Όρος, Μου­σείο Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη.
Βο­ΐ­σκου, Ελέ­νη, 1983, Και αύ­ριο Νί­κος Νι­κο­λα­ΐ­δης. Ένας σταθ­μός στην λο­γο­τε­χνία μας, Αθή­να.
Πα­πα­λε­ο­ντί­ου, Λευ­τέ­ρης, κ.ά, 2007, Νί­κος Νι­κο­λα­ΐ­δης ο Κύ­πριος (1884-1956). Μια επα­νε­κτί­μη­ση του έρ­γου του, Αθή­να, Βι­βλιό­ρα­μα.
Τσίρ­κας, Στρα­τής, 2003, Ο δι­η­γη­μα­το­γρά­φος Νί­κος Νι­κο­λα­ΐ­δης, Λευ­κω­σία, Εν Τύ­ποις.
περ. Νέα Εστία, Χρι­στού­γεν­να 1977, αφιέ­ρω­μα: «Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης», Βι­βλιο­πω­λεί­ον της «Εστί­ας».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: