Ένα παγόβουνο ανάμεσα στον Αλεξίου και τον Καζαντζάκη: Η μετάφραση της «Θείας Κωμωδίας».

Ο ΝΚ. ο Κώστας Στεφανάκης κα ο Λευτέρης Αλεξίου, 1921

Ο ΝΚ. ο Κώστας Στεφανάκης κα ο Λευτέρης Αλεξίου, 1921

Ο ΝΚ. ο Κώστας Στεφανάκης κα ο Λευτέρης Αλεξίου, 1921



Ας με­τα­φερ­θού­με στο κα­λο­καί­ρι του 1932. Ο Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης ολο­κλη­ρώ­νει σε σα­ρά­ντα πέ­ντε ημέ­ρες το πρώ­το στά­διο της με­τα­φρα­στι­κής δου­λειάς του πά­νω στην Κω­μω­δία του Δά­ντη. Λί­γους μή­νες αρ­γό­τε­ρα δη­μο­σιεύ­ει την με­τά­φρα­ση των τριών πρώ­των ασμά­των της «Κό­λα­σης». Τον Γε­νά­ρη, σε πεί­σμα όσων βρή­καν ανα­χρο­νι­στι­κό αυ­τό το πρώ­το δη­μο­σιευ­μέ­νο δείγ­μα, απο­φα­σί­ζει να τυ­πώ­σει ολό­κλη­ρο το έρ­γο. Το κα­λο­καί­ρι του 1933 ξα­να­δου­λεύ­ει τη με­τά­φρα­σή του. Τε­λι­κά η πρώ­τη έκ­δο­ση της με­τα­φρα­στι­κής ερ­γα­σί­ας του Κα­ζαν­τζά­κη πά­νω στη Κω­μω­δία θα δει το φως στα τέ­λη του 1934.

Δυο χρό­νια λοι­πόν από τό­τε που διά­βα­σε για πρώ­τη φο­ρά στον επι­στή­θιο, αδελ­φι­κό του φί­λο Πα­ντε­λή Πρε­βε­λά­κη τους πρώ­τους στί­χους, η με­τά­φρα­ση της Θεί­ας Κω­μω­δί­ας στα νέα ελ­λη­νι­κά κυ­κλο­φο­ρού­σε ως ένα πε­λώ­ριο σφάλ­μα του Κα­ζαν­τζά­κη. Έτσι την χα­ρα­κτή­ρι­σε ο άν­θρω­πος τον οποίο ο ίδιος εί­χε κα­τά νου για να γρά­ψει τα σχό­λια σε αυ­τήν την έκ­δο­ση: ο Λευ­τέ­ρης Αλε­ξί­ου.

Αδελ­φός της πρώ­της γυ­ναί­κας του Κα­ζαν­τζά­κη Γα­λά­τειας, ο Αλε­ξί­ου απο­τέ­λε­σε για την επο­χή και τον τό­πο όπου έζη­σε, το Ηρά­κλειο, ένα δυ­σεύ­ρε­το και σπά­νιο πρό­τυ­πο μόρ­φω­σης και καλ­λιέρ­γειας. Φι­λό­λο­γος, ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος και με­τα­φρα­στής, ο Λευ­τέ­ρης Αλε­ξί­ου έγι­νε όλα αυ­τά –και δεν έγι­νε μου­σι­κός– εξαι­τί­ας του Κάρ­μα Νιρ­βα­μή, ψευ­δώ­νυ­μο του Κα­ζαν­τζά­κη. Σε ηλι­κία προ­ε­φη­βι­κή και ως συ­νο­δός τής αδερ­φής του, ο Αλε­ξί­ου γνω­ρί­ζει τον αρ­χο­ντι­κό τε­λειό­φοι­το και συγ­γρα­φέα του Όφις και Κρί­νο και έκτο­τε γύ­ρι­σαν «αλ­λιώς οι συ­να­στε­ρές τ’ ου­ρα­νού».

Βά­σει των πε­ρι­γρα­φών του ιδί­ου τού Αλε­ξί­ου, ο νε­α­ρό­τα­τος Λευ­τέ­ρης βί­ω­σε το κα­θη­λω­τι­κό και ολο­κλη­ρω­τι­κό σοκ της σα­ρω­τι­κής σα­γή­νης του Κα­ζαν­τζά­κη. Κά­θε λό­γος, κά­θε κί­νη­ση του Κάρ­μα Νιρ­βα­μή κα­λύ­πτε­ται από έναν θε­ο­ποι­η­τι­κό μαν­δύα. Γρή­γο­ρα όμως ο Αλε­ξί­ου νιώ­θει εντός του τους σπό­ρους της απο­κα­θή­λω­σης: «Ανα­κά­λυ­πτα κά­θε φο­ρά πως οι γνώ­μες και οι από­ψεις του Κάρ­μα δεν ήταν θε­με­λιω­μέ­νες αντι­λή­ψεις [...] Τον οδη­γού­σε μια λα­μπε­ρή φα­ντα­σία με δεν έβλε­πες που­θε­νά μια φω­τει­νή κρί­ση».[1] Σι­γά-σι­γά η απο­μά­γευ­ση του Κα­ζαν­τζά­κη στο νου του Αλε­ξί­ου απο­κρυ­σταλ­λώ­νε­ται. Κι εί­ναι εν­δια­φέ­ρον πως όσα κα­τα­λο­γί­ζει στον Κα­ζαν­τζά­κη σχε­δόν εξαρ­χής, τρο­φο­δο­τούν σε με­γά­λο βαθ­μό και την ύστε­ρη μα­τιά του πά­νω στο κα­ζαν­τζα­κι­κό φαι­νό­με­νο.

Με τον τί­τλο «Κρι­τι­κή για την με­τά­φρα­ση του Ν. Κα­ζαν­τζά­κη στη Θεία Κω­μω­δία του Δά­ντη», δη­μο­σιεύ­ε­ται στα 1937 στο πε­ριο­δι­κό Κά­στρο του Ηρα­κλεί­ου η απο­τί­μη­ση του Αλε­ξί­ου. Πριν την δη­μο­σιεύ­σει έχει την ευαι­σθη­σία να την στεί­λει στον ίδιο τον Κα­ζαν­τζά­κη, ο οποί­ος με μια απα­ντη­τι­κή επι­στο­λή στις 10 Απρί­λη συ­μπυ­κνώ­νει όσα σκέ­φτε­ται για την κρι­τι­κή του πα­λιού του φί­λου.

Οι κε­ντρι­κοί άξο­νες της κρι­τι­κής του Αλε­ξί­ου θα μπο­ρού­σα­με να υπο­στη­ρί­ξου­με πως εί­ναι τρεις:

Ο πρώ­τος έχει να κά­νει με το κα­τά πό­σο ο Κα­ζαν­τζά­κης θα μπο­ρού­σε να εί­ναι ένας κα­λός με­τα­φρα­στής εν γέ­νει. Το σκε­πτι­κό του Αλε­ξί­ου εί­ναι σα­φές: ο με­τα­φρα­στής οφεί­λει να «αυ­το­λη­σμο­νη­θεί», να προ­σαρ­μο­στεί πλή­ρως στο πρω­τό­τυ­πο, να εξα­φα­νί­ζε­ται μπρο­στά στον ποι­η­τή που με­τα­φρά­ζει. Εφό­σον δε, εί­ναι και ο ίδιος συγ­γρα­φέ­ας πρέ­πει στο πρω­τό­τυ­πο έρ­γο του να ’ναι πο­λύ­μορ­φος και με πο­λυ­ε­δρι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα. Για τον Αλε­ξί­ου, όμως ο Κα­ζαν­τζά­κης ού­τε εξα­φα­νί­ζε­ται, ού­τε προ­σαρ­μό­ζε­ται. Δεν δια­θέ­τει ίχνος πρω­τε­ΐ­κής ευ­λυ­γι­σί­ας. Κου­βα­λά ως βά­ρος την μο­να­δι­κή του ιδιο­τυ­πία, την εξό­χως ξε­χω­ρι­στή του ταυ­τό­τη­τα. Η ρο­πή του προς τη πρω­τό­τυ­πη δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα εί­ναι ασυ­γκρά­τη­τη. Το συγ­γρα­φι­κό του μέ­γε­θος τον λυ­γί­ζει. Εί­ναι τό­σο ευ­διά­κρι­τος δη­μιουρ­γός που του αρ­κούν πέ­ντε λέ­ξεις στη γραμ­μή για να τον ανα­γνω­ρί­σει κι ένα παι­δί ακό­μα. Άρα εφό­σον ο Κα­ζαν­τζά­κης δεν εξα­φα­νί­ζε­ται, δεν προ­σαρ­μό­ζε­ται και δεν έχει ποι­κι­λία στο πρω­τό­τυ­πο έρ­γο του τό­τε πο­λύ απλά για τον Αλε­ξί­ου δεν κά­νει γι’ αυ­τήν την δου­λειά.

Απέ­να­ντι στον όσο το δυ­να­τό απρό­σω­πο, αρ­νη­τή του εαυ­τού του και ορ­θο­λο­γι­στή, ο Κα­ζαν­τζά­κης προ­τάσ­σει ένα εκ δια­μέ­τρου αντί­θε­το με­τα­φρα­στι­κό πρό­τυ­πο. «Ο με­τα­φρα­στής πρέ­πει να συγ­γε­νεύ­ει με το πρω­τό­τυ­πό του για να πε­τύ­χει η με­του­σί­ω­ση»[2] ή αλ­λιώς μο­νά­χα πνευ­μα­τι­κούς μας συγ­γε­νείς μπο­ρού­με κα­λά να με­τα­φρά­σου­με. Με βά­ση λοι­πόν την κα­ζαν­τζα­κι­κή οπτι­κή το με­τα­φρα­στι­κό Υπο­κεί­με­νο, όχι μό­νο δεν έρ­χε­ται σε δευ­τε­ρό­τρι­το πλά­νο –όπως θέ­λει ο Αλε­ξί­ου– αλ­λά οφεί­λει να εί­ναι ο καμ­βάς του οποί­ου οι εσω­τε­ρι­κές δια­στά­σεις θα προσ­δώ­σουν στο τε­λι­κό απο­τέ­λε­σμα της με­τά­φρα­σης την αλή­θεια, την vis vitalis του, την ζω­τι­κή του δύ­να­μη.

Για τον Κα­ζαν­τζά­κη, ο με­τα­φρα­στής οφεί­λει να ξα­να­ζεί της φο­βε­ρή στιγ­μή της αρ­χι­κής δη­μιουρ­γί­ας του έρ­γου και δεν υπάρ­χει άλ­λος τρό­πος απ’ το να επι­στρα­τεύ­σει κυ­ριο­λε­κτι­κά όσα εί­ναι και δεν εί­ναι. Μά­λι­στα δεν δι­στά­ζει να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τον όρο ανα­δη­μιουρ­γία εντε­λώς απε­νο­χο­ποι­η­τι­κά, κα­θώς μο­νά­χα έτσι θα δια­σω­θεί αυ­τό που εί­ναι ανά­με­σα στις λέ­ξεις. Για να συλ­λά­βεις κά­τι τό­σο μυ­στι­κό και τρε­μά­με­νο άλ­λο ερ­γα­λείο δεν έχεις από τον ίδιο σου τον εαυ­τό.

Ο δεύ­τε­ρος άξο­νας της κρι­τι­κής του Αλε­ξί­ου έχει να κά­νει με τον ίδιο τον Δά­ντη και τη Θεία Κω­μω­δία. Θε­ω­ρεί ανα­πό­σπα­στο και θε­με­λιώ­δες γνώ­ρι­σμα κά­θε με­τα­φρα­στι­κής προ­σέγ­γι­σης της με­γα­λειώ­δους αυ­τής σύν­θε­σης την εκ των ων ουκ άνευ βα­θιά και εν­δε­λε­χή γνώ­ση του ιστο­ρι­κού συ­γκεί­με­νου. Μο­νά­χα ένας ει­λι­κρι­νά σχο­λα­στι­κός με­λε­τη­τής του δα­ντι­κού κό­σμου θα μπο­ρού­σε να συλ­λά­βει όλες τις εξω­τε­ρι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις που απαι­τού­νται ώστε να τολ­μή­σει μια με­τα­φρα­στι­κή βου­τιά στο δα­ντι­κό κεί­με­νο. Όμως για τον Αλε­ξί­ου ο Κα­ζαν­τζά­κης δεν εί­ναι αρ­κε­τά σχο­λα­στι­κός. Δεν αγα­πά αρ­κε­τά το πε­πα­λαιω­μέ­νο πνεύ­μα του σχο­λα­στι­κού Με­σαί­ω­να. Δεν εντρύ­φη­σε όσο και όπως θα έπρε­πε στο θε­ο­λο­γι­κό πλαί­σιο, στη με­σαιω­νι­κή μόρ­φω­ση και ενη­με­ρό­τη­τα του Δά­ντη. Άκαμ­πτος όπως εί­ναι ο Κα­ζαν­τζά­κης δεν επέ­βαλ­λε τα κύ­ρια γνω­ρί­σμα­τά του: Δια­νοη­τής γε­νι­κο­τή­των, φα­να­τι­κά μο­ντέρ­νος, αδη­φά­γος ορα­μα­τι­στής, δεν αγα­πά­ει την φι­λο­λο­γι­κή λε­πτο­λο­γία, δεν ερ­γά­ζε­ται τό­σο με­θο­δι­κά και υπο­μο­νε­τι­κά όπως οφεί­λει να κά­νει κά­ποιος τον οποίο χω­ρί­ζουν από το πρω­τό­τυ­πο κεί­με­νο τό­σοι αιώ­νες. «Το βλέμ­μα του δεν το στα­μα­τά που­θε­νά για­τί το νιώ­θει να νυ­στά­ζει»,[3] όπως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά γρά­φει.

Η αυ­στη­ρή πει­θαρ­χι­κό­τη­τα προς κά­θε ιε­ραρ­χία ως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του δα­ντι­κού πνεύ­μα­τος εί­ναι για τον Κα­ζαν­τζά­κη terra incognita. Εδώ λοι­πόν θα μπο­ρού­σε να ανα­δει­χθεί ένα υφέρ­πον αντε­πι­χεί­ρη­μα του Αλε­ξί­ου προς τον Κα­ζαν­τζά­κη, δια­τυ­πω­μέ­νο εκ των υστέ­ρων απ’ τον γρά­φο­ντα, το οποίο έχει να κά­νει με τον πρώ­το άξο­να της κρι­τι­κής: Εφό­σον δε­χό­ταν ο Αλε­ξί­ου την απά­ντη­ση που του δί­νει ο Κα­ζαν­τζά­κης πε­ρί συγ­γέ­νειας με­τα­φρα­στή και ποι­η­τή, πώς γί­νε­ται ο Κα­ζαν­τζά­κης να νιώ­θει πνευ­μα­τι­κό τέ­κνο του Δά­ντη;

Σαν να ψυ­χα­νε­μί­ζε­ται αυ­τό το προ­κύ­πτον χά­σμα, ο Κα­ζαν­τζά­κης στη επι­στο­λή του σπεύ­σει να σκια­γρα­φή­σει τον δι­κό του Δά­ντη. Στο μυα­λό του ο Δά­ντης εί­ναι Κραυ­γή. Ναι, πα­ρα­δέ­χε­ται πως βλέ­πει τον ακρι­βο­λό­γο γραμ­μα­τι­κό, τον συ­στη­μα­τι­κό δου­λευ­τή, τον θε­ο­σε­βού­με­νο σο­φό, αλ­λά αυ­τό που εκεί­νος, κυ­ρί­ως, βλέ­πει στον Δά­ντη εί­ναι η αψά­δα, η φλό­γα, το πά­θος μιας κραυ­γής εκ­δί­κη­σης, αγά­πης, μί­σους, λα­χτά­ρας και τε­λειό­τη­τας. Το κα­λύ­τε­ρο; Ο Κα­ζαν­τζά­κης πα­ρα­δέ­χε­ται με κά­ποια υπε­ρη­φά­νεια πως από δι­κή του εσω­τε­ρι­κή οδυ­νη­ρή ανά­γκη τό­νι­σε πά­νω απ’ όλα τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του Δά­ντη, τα οποία ο Αλε­ξί­ου θε­ω­ρεί πρω­τεύ­ο­ντα, αυ­τήν ακρι­βώς την απα­ρά­γρα­πτη και θε­με­λια­κή Κραυ­γή. Ο Δά­ντης του Κα­ζαν­τζά­κη «δεν ήταν ο δια­νο­ού­με­νος χαρ­το­πό­ντι­κας. Ζωή και Τέ­χνη, πρά­ξη και λό­γος γι’ αυ­τόν ήταν ένα».[4] Να για­τί τον νιώ­θει πνευ­μα­τι­κό του προ­πά­το­ρα.

Ο τρί­τος άξο­νας κρι­τι­κής του Αλε­ξί­ου έχει να κά­νει με το καθ΄ αυ­τό corpus της κα­ζαν­τζα­κι­κής με­τά­φρα­σης, την γλωσ­σι­κή και στι­χουρ­γι­κή έκ­φρα­ση της κα­ζαν­τζα­κι­κής από­δο­σης. Όπως όμως θα υπο­στη­ρί­ξω πα­ρα­κά­τω, όπως ο δεύ­τε­ρος άξο­νας συ­μπλέ­κε­ται με τον πρώ­το, έτσι και ο τρί­τος συ­μπλέ­κε­ται με τους δύο προη­γού­με­νους. Θέ­λω να πω πως η κρι­τι­κή του Αλε­ξί­ου πά­νω στη γλώσ­σα της κα­ζαν­τζα­κι­κής με­τά­φρα­σης εμ­φο­ρεί­ται από την ίδια αντί­λη­ψη στην οποία στη­ρί­ζο­νται και οι προη­γού­με­νοι δυο άξο­νες. Και νο­μί­ζω πως αυ­τή η δια­πί­στω­ση μπο­ρεί να συ­νο­ψι­στεί στην φρά­ση: «στί­χοι γλωσ­σι­κά και λο­γι­κά ατε­λείς θα ’ναι και στι­χουρ­γι­κά ατε­λείς».[5] Ή αλ­λιώς η μορ­φή αλ­λοιώ­νε­ται και γί­νε­ται δύ­στρο­πη όταν τέ­τοιο εί­ναι το πε­ριε­χό­με­νο, κα­θώς υπα­γο­ρεύ­ε­ται από μια ατε­λή και εσφαλ­μέ­νη ιδέα.

Για τον Αλε­ξί­ου ο με­τα­φρα­στής Κα­ζαν­τζά­κης αδη­φά­γος και βια­στι­κός δεν συ­να­ντά εκ­φρα­στι­κά εμπό­δια, και άμα τα συ­να­ντή­σει τα κό­βει με το σπα­θί της βου­λη­τι­κής παμ­φα­γί­ας του. Πο­λύ κα­κώς δια­μορ­φώ­νει μια νέα προ­σω­πι­κή αι­σθη­τι­κή στι­χουρ­γι­κή δί­χως να λαμ­βά­νει υπό­ψιν του την πα­λιά και πα­ρα­δεγ­μέ­νη στι­χουρ­γι­κή αι­σθη­τι­κή στην οποία πά­τη­σε ο Δά­ντης. Σε επί­πε­δο λε­ξι­λο­γί­ου ο με­τα­φρα­στής Κα­ζαν­τζά­κης (πά­ντα σύμ­φω­να με τον Αλε­ξί­ου) προ­χω­ρά­ει σε μια ηγε­μο­νι­κή σπα­τά­λη κα­θι­στώ­ντας το κεί­με­νο δύ­στρο­πο και βα­ρύ. Του κα­τα­λο­γί­ζει εμ­μο­νή σε σπά­νιες λέ­ξεις γε­γο­νός που τον απο­μα­κρύ­νει απ’ την θε­μι­τή ευ­κρί­νεια που οφεί­λει ένα ποι­η­τι­κό κεί­με­νο να έχει.

Ο Κα­ζαν­τζά­κης υπε­ρα­σπι­ζό­με­νος τη μορ­φή του εγ­χει­ρή­μα­τός του απα­ντά στον Αλε­ξί­ου λέ­γο­ντας πως «η φρά­ση, η έκ­φρα­ση, το λε­ξι­κό, η σύ­ντα­ξη, η λο­γι­κή και η στι­χουρ­γι­κή της με­τά­φρα­σής μου, απο­τε­λούν ανα­πό­σπα­στα αρ­μο­νι­κά στοι­χεία εφαρ­μο­γής της αντί­λη­ψης που έχω για την με­τα­φρα­στι­κή ανα­δη­μιουρ­γία και για τον Ντά­ντε».[6] Μά­λι­στα κά­νει ένα βή­μα πα­ρα­πέ­ρα υπο­στη­ρί­ζο­ντας πως υπάρ­χει μια ανα­λο­γία ανά­με­σα στην ιτα­λι­κή δη­μο­τι­κή της επο­χής του Δά­ντη και την ελ­λη­νι­κή δη­μο­τι­κή του και­ρού του: όπως ο Δά­ντης προ­σπά­θη­σε να συ­γκε­ρά­σει τον κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νο κορ­μό της λαϊ­κής του γλώσ­σας δί­χως διό­λου να ξε­χνά την φλω­ρε­ντί­νι­κη γλωσ­σι­κή του ταυ­τό­τη­τα, έτσι κι ο ίδιος χρη­σι­μο­ποί­η­σε λέ­ξεις από κά­θε ελ­λη­νι­κή ντο­πιο­λα­λιά έχο­ντας πά­ντα ως βά­ση του την γλώσ­σα που τον ανέ­θρε­ψε, αυ­τήν της Κρή­της.

Με βά­ση όλα τα πα­ρα­πά­νω νιώ­θω πως δη­μιουρ­γού­νται οι συν­θή­κες ώστε να δια­τυ­πώ­σω την βα­σι­κή μου θέ­ση, η οποία άλ­λω­στε και ερ­μη­νεύ­ει τον τί­τλο της πα­ρέμ­βα­σής μου: Όλη η αυ­στη­ρή κρι­τι­κή του Αλε­ξί­ου μο­λο­νό­τι φαί­νε­ται πο­λυ­ε­πί­πε­δη και πο­λυ­πρι­σμα­τι­κή, σε κά­ποια ση­μεία εξό­χως εύ­στο­χη και σε κά­ποια άλ­λα εξό­χως αυ­στη­ρή, υπα­γο­ρεύ­ε­ται από μια αγε­φύ­ρω­τη διά­στα­ση ανά­με­σα στον τρό­πο που οι δυο άν­δρες αντι­με­τω­πί­ζουν, βιώ­νουν, ανα­γι­γνώ­σκουν και δια­μορ­φώ­νουν την λο­γο­τε­χνία. Αυ­τό που φαι­νο­με­νι­κά δεί­χνει να τους απο­μα­κρύ­νει σε αυ­τή τη φω­το­γρα­φία της στιγ­μής, στα 1937, οι δια­φο­ρε­τι­κές προ­σεγ­γί­σεις δη­λα­δή πά­νω στη με­τά­φρα­ση της Θεί­ας Κω­μω­δί­ας, δεν απο­τε­λεί πα­ρά την κο­ρυ­φή ενός θη­ριώ­δους, άθραυ­στου και απρο­σπέ­λα­στου Πα­γό­βου­νου. Όχι, δεν εί­ναι η με­τα­φρα­στι­κή προ­σέγ­γι­ση του Κα­ζαν­τζά­κη που τους χω­ρί­ζει. Απλώς απο­τε­λεί της έκ­φρα­ση μιας κα­τα­στα­τι­κής και βα­θύ­τα­της διά­στα­σης που όρι­σε τε­λι­κώς τον Κα­ζαν­τζά­κη στην αντί­πε­ρα όχθη εκεί­νου που ο Αλε­ξί­ου θε­ω­ρού­σε Σκο­πό της αν­θρώ­πι­νης δη­μιουρ­γί­ας και της Τέ­χνης. Ο ίδιος ο Κα­ζαν­τζά­κης το γνω­ρί­ζει αυ­τό βα­θιά. Του γρά­φει:

«Κι ει­δι­κά εδώ στα πε­ρισ­σό­τε­ρα και ση­μα­ντι­κά απ’ όσα λες, κά­θε συ­ζή­τη­ση εί­ναι μά­ταιη, για­τί οι δια­φο­ρές έχουν τις ρί­ζες τους όχι στη λο­γι­κή, οπό­τε ένας από τους δυο μας πρέ­πει να’ χει δί­κιο – πα­ρά έχουν τις ρί­ζες τους σ’ ένα έδα­φος βα­θύ­τε­ρο, ανε­πα­νόρ­θω­το και σκο­τει­νό, σ’ αυ­τό που δεν μπο­ρώ να δια­τυ­πώ­σω πα­ρά με την πε­ρί­φρα­ση «ρυθ­μός του “αί­μα­τος“. Εί­ναι δη­λα­δή δια­φο­ρές αγε­φύ­ρω­τες».[7]

Πράγ­μα­τι, για τον Κα­ζαν­τζά­κη η με­τά­φρα­ση της Θεί­ας Κω­μω­δί­ας, την οποία, ειρ­ρή­σθω εν πα­ρό­δω, δε στα­μά­τη­σε να δου­λεύ­ει μέ­χρι την τε­λι­κή της έκ­δο­ση στα 1954-1955, απο­τέ­λε­σε έναν ακό­μα κρί­κο και μια ακό­μα από­δο­ση τι­μής στα πνεύ­μα­τα εκεί­να που ένιω­θε ο ίδιος ως αγκω­νά­ρια στο τεί­χος που πο­λε­μού­σε μια ζωή να χτί­σει απέ­να­ντι στην μα­ταιό­τη­τα της ζω­ής. Για τον Κα­ζαν­τζά­κη ο Δά­ντης ήταν ένας από τους με­τρη­μέ­νους στα δά­χτυ­λα προ­γό­νους του τον οποίο μέ­σω της με­τα­φρα­στι­κής του ανα­δη­μιουρ­γί­ας θέ­λη­σε να ανα­στή­σει ως άλ­λον Βιρ­γί­λιο-Κα­θο­δη­γη­τή στον δι­κό του μο­να­χι­κό προ­σω­πι­κό ανη­φο­ρι­κό αγώ­να που τε­λειώ­νει δί­χως στε­φά­νι Νί­κης. Όλα τού­τα φα­ντά­ζουν στον Αλε­ξί­ου πα­ρά­ται­ρα και ξέ­να, επι­σφα­λή και δί­χως όριο. Αυ­τό όμως που ανυ­πό­κρι­τα ανα­γνω­ρί­ζει στον Κα­ζαν­τζά­κη εί­ναι οι υπερ­φυ­σι­κές πνευ­μα­τι­κές δυ­νά­μεις και το σπά­νιο τά­λα­ντο της ιδιο­φυί­ας, γε­γο­νός που τον κά­νει να στέ­κε­ται αμή­χα­να μπρο­στά του, όπως θα στε­κό­ταν αμή­χα­να κά­ποιος θε­α­τής ή συ­να­θλη­τής τού Ηρα­κλή, βλέ­πο­ντάς τον να ρί­χνει τα βέ­λη του πέ­ρα και έξω από το στά­διο – πα­ρο­μοί­ω­ση του Αλε­ξί­ου.

Στα 1937 ο Αλε­ξί­ου ανα­ρω­τιέ­ται αν τε­λι­κώς η λο­γο­τε­χνι­κή δρά­ση του Κα­ζαν­τζά­κη θα κα­τα­λή­ξει σε μια πα­γκό­σμια επι­βο­λή ή θα πα­ρα­μεί­νει απο­τυ­χη­μέ­νη προ­σπά­θεια. Τε­λι­κώς η απά­ντη­ση θε­ω­ρώ πως δό­θη­κε, ανε­ξάρ­τη­τα του αν ευο­δώ­θη­κε ή όχι η συ­γκε­κρι­μέ­νη προ­σπά­θεια του με­τα­φρα­στή τής Θεί­ας Κω­μω­δί­ας. Και αυ­τό οφεί­λε­ται εν πολ­λοίς στον Αλε­ξί­ου: εκεί­νος ήταν που έσω­σε από βέ­βαιο πνιγ­μό τον Κα­ζαν­τζά­κη, στα 1925, όταν ο από­το­μος βυ­θός του πο­τα­μού Γιό­φυ­ρου, στο Ηρά­κλειο, φαι­νό­ταν πως θα τον πα­ρά­σερ­νε για πά­ντα. Και αυ­τή ακό­μα η κρι­τι­κή του, η τό­σο αυ­στη­ρή και πολ­λές φο­ρές σκλη­ρή εί­χε κά­τι από την διά­θε­ση εκεί­νου που δια­σώ­ζει τον φί­λο σ’ ένα πο­τά­μι. Μό­νο που το αγε­φύ­ρω­το χά­σμα με­τα­ξύ τους, ενώ αρ­χι­κά ήταν τρε­χού­με­νο νε­ρό, πλέ­ον στα 1937 ήταν εντε­λώς πα­γιω­μέ­νο: ένα πα­γό­βου­νο ανά­με­σα σε κά­ποιον που με­τα­φρά­ζει λέ­ξεις και σε κά­ποιον που με­τα­φρά­ζει το κε­νό ανά­με­σά τους. 

ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ

Δά­ντη, 2010, Η Θεία Κω­μω­δία, μτ­φρ. Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη, εκδ. Κα­ζαν­τζά­κη.
Γε­ώρ­γιος Εμμ. Στε­φα­νά­κης, 1997, Ανα­φο­ρά στον Κα­ζαν­τζά­κη, Εκδ. Κα­στα­νιώ­τη.
Λευ­τέ­ρης Αλε­ξί­ου, 2014, Αξέ­χα­στοι και­ροί, ει­σα­γω­γή-σχό­λια Νί­κος Χρυ­σός, Εκδ. Κα­στα­νιώ­τη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: