Το πνεύμα του Καζαντζάκη. Απόηχοι του καζαντζακικού έργου στο μυθιστόρημα «Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων» της Ρέας Γαλανάκη

Το πνεύμα του Καζαντζάκη. Απόηχοι του καζαντζακικού έργου στο μυθιστόρημα «Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων» της Ρέας Γαλανάκη
B72417

Ξε­κι­νώ με λί­γες σκέ­ψεις:

Πρέ­πει να ξα­να­δού­με σή­με­ρα το έρ­γο του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη με κα­θα­ρό, ανοι­χτό και πο­λύ πιο υπο­ψια­σμέ­νο βλέμ­μα. […] Χρειά­ζε­ται μια ευ­ρύ­τε­ρη και σύγ­χρο­νη φι­λο­σο­φι­κή και αι­σθη­τι­κή διε­ρεύ­νη­ση του τέ­λους του 19ου και του πρώ­του μι­σού του 20ού αιώ­να, πέ­ρα από τις αγκυ­λώ­σεις τό­σο του σο­σια­λι­στι­κού ρε­α­λι­σμού, όσο κι ενός αυ­ταρ­χι­κού μο­ντερ­νι­σμού, των δυο ρευ­μά­των που κυ­ριάρ­χη­σαν κα­τά το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να στην τέ­χνη πε­ριο­ρί­ζο­ντας, ή και πνί­γο­ντας συ­χνά, κά­θε από­πει­ρα δια­φο­ρε­τι­κής έκ­φρα­σης.
Θα χρεια­στεί να τε­θεί ξα­νά επί τά­πη­τος το Γλωσ­σι­κό Ζή­τη­μα, δη­λα­δή ο μα­χό­με­νος γλωσ­σο­πλα­στι­κός δη­μο­τι­κι­σμός, που δια­μόρ­φω­σε την εντε­λώς προ­σω­πι­κή γλωσ­σι­κή ανα­ζή­τη­ση του συγ­γρα­φέα, κα­θώς και η άμε­ση σχέ­ση του Γλωσ­σι­κού Ζη­τή­μα­τος με το αί­τη­μα αστι­κής δη­μο­κρα­τί­ας και η συ­να­φής, σχε­δόν στα­θε­ρή, πο­λι­τι­κή ταυ­τό­τη­τα του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη. […]
Θα χρεια­στεί από τους πα­ροι­κού­ντες τη λο­γο­τε­χνι­κή Ιε­ρου­σα­λήμ, δη­λα­δή την Αθή­να, πε­ριο­ρι­σμός του ναρ­κισ­σι­σμού, της έπαρ­σης, ή κά­ποιων ίσως συμ­φε­ρό­ντων τους.
Θα χρεια­στεί να συ­γκρι­θούν τα στε­ρε­ό­τυ­πα που συ­νή­θως του κα­τα­μαρ­τυ­ρού­νται (π.χ. η μειο­νε­κτι­κή θέ­ση της γυ­ναί­κας, ο δυι­σμός του) με τα αντί­στοι­χα στε­ρε­ό­τυ­πα άλ­λων συγ­γρα­φέ­ων της δι­κής του επο­χής, όσο –αλί­μο­νον– και της δι­κής μας επο­χής, που τό­σο επαί­ρε­ται για την “απε­λευ­θέ­ρω­σή” της. […]
Θα χρεια­στεί να πα­ρα­με­ρι­στεί το πα­ρα­πέ­τα­σμα ύβρε­ων και συ­κο­φα­ντιών, που εξα­πο­λύ­θη­καν ενα­ντί­ον του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη τό­σο από θε­σμούς όσο και από ιδιώ­τες, αφού όμως πρώ­τα κα­το­νο­μα­στεί, με θάρ­ρος το, άσχε­το με το ίδιο το έρ­γο, πα­ρα­σκή­νιο που τις προ­κά­λε­σε. […]
Θα χρεια­στούν πολ­λά ακό­μη· δεν απο­κλεί­ε­ται και λί­γη πα­ρα­πά­νω αγά­πη για τον ακά­μα­το δου­λευ­τή και μά­στο­ρα των ελ­λη­νι­κών γραμ­μά­των, τον τα­ξι­δευ­τή, […] τον αφο­σιω­μέ­νο όσο ελά­χι­στοι κα­τά τον 20ο αιώ­να σε μια και μό­νο πί­στη. Πί­στη στον Θεό της λο­γο­τε­χνί­ας θα την έλε­γα εγώ.[1]

Τις σκέ­ψεις αυ­τές, που απο­τε­λούν, κα­τά κά­ποιο τρό­πο, και προ­βλη­μα­τι­κή του Συ­νε­δρί­ου μας, δια­τύ­πω­σε η Ρέα Γα­λα­νά­κη σε ομι­λία της, το 2007, στο Επι­στη­μο­νι­κό Συ­νέ­δριο «Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης: πα­ρα­μορ­φώ­σεις, πα­ρα­λή­ψεις, μυ­θο­ποι­ή­σεις» του Τμή­μα­τος Φι­λο­λο­γί­ας του ΕΚ­ΠΑ. Στην ει­σή­γη­σή της, με τί­τλο «Ο Dominus εδώ εί­ναι ο χρό­νος», μί­λη­σε για τον Κα­ζαν­τζά­κη και το έρ­γο του με αφορ­μή και το μυ­θι­στό­ρη­μά της Ο Αιώ­νας των Λα­βυ­ρίν­θων[2] που εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει πέ­ντε χρό­νια πριν, από τις Εκ­δό­σεις Κα­στα­νιώ­τη. Το μυ­θι­στό­ρη­μα αυ­τό απο­τε­λεί το κύ­ριο πε­δίο της με­λέ­της μου.
Η λέ­ξη «πνεύ­μα» στον τί­τλο της πα­ρού­σας ει­σή­γη­σης έχει διτ­τή ση­μα­σία. Από τη μια δη­λώ­νει το σύ­νο­λο των αι­σθη­τι­κών, ιδε­ο­λο­γι­κών και φι­λο­σο­φι­κών ιδε­ών του Κα­ζαν­τζά­κη, όπως αυ­τές απο­τυ­πώ­θη­καν στο έρ­γο του, και από την άλ­λη τη φα­σμα­τι­κή υπό­στα­ση, με την οποία εμ­φα­νί­ζε­ται στον Αιώ­να των Λα­βυ­ρίν­θων. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα βέ­βαια δεν έχου­με να κά­νου­με με κά­ποιου εί­δους φα­ντά­σμα­τος ή ορά­μα­τος, αλ­λά με μια ενύ­πνια συ­νο­μι­λία, την Πρω­το­χρο­νιά του 1959, με­τα­ξύ του Κα­ζαν­τζά­κη κι ενός εκ των κε­ντρι­κών ηρώ­ων του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, του Αν­δρέα Πα­πα­ου­λά­κη. Οι σκέ­ψεις που δια­τυ­πώ­νει ο Κα­ζαν­τζά­κης απο­δει­κνύ­ο­νται πο­λύ­τι­μα ερ­μη­νευ­τι­κά ερ­γα­λεία για το μυ­θι­στό­ρη­μα: «Σε κά­θε βίο, θέ­λω να πω σε κά­θε αν­θρώ­πι­νο λα­βύ­ριν­θο, τα πά­ντα θα μπο­ρού­σαν ίσως να εί­χαν γί­νει δια­φο­ρε­τι­κά. […] Πλην όμως τα πά­ντα γί­νο­νται όπως ήταν το ανα­με­νό­με­νο να γί­νουν». Και πα­ρα­κά­τω: «Τέ­λος ορι­στι­κό ωστό­σο δεν ξέ­ρω αν υπάρ­χει, ακρι­βώς όπως ένα βι­βλίο δεν τε­λειώ­νει με την τε­λευ­ταία του λέ­ξη – αν εί­ναι βέ­βαια βι­βλίο φλό­γα, αν εί­ναι η επί του θα­νά­του νί­κη της ζω­ής».[3] Στη συ­νέ­χεια ο Κα­ζαν­τζά­κης ανα­θυ­μά­ται τον γά­μο του με τη Γα­λά­τεια στην εκ­κλη­σία του νε­κρο­τα­φεί­ου του Ηρα­κλεί­ου κι έπει­τα τη γνω­ρι­μία του με τον Σή­φη, αδερ­φό του Αν­δρέα, το ’45 στην Απά­νω Ρί­ζα, κα­τά την τε­λευ­ταία επί­σκε­ψή του στον γε­νέ­θλιο τό­πο, όταν με τον Ιω­άν­νη Κα­κρι­δή, τον Ιω­άν­νη Κα­λι­τσου­νά­κη και τον Κων­στα­ντί­νο Κου­του­λά­κη (29 Ιου­νί­ου έως 6 Αυ­γού­στου 1945) επι­σκέ­φτη­καν 76 πό­λεις και χω­ριά του νη­σιού προ­κει­μέ­νου να συ­ντά­ξουν μια έκ­θε­ση «προς δια­πί­στω­σιν των υπό των Γερ­μα­νών και Ιτα­λών κα­τά την διάρ­κειαν της κα­το­χής δια­πρα­χθεί­σων ωμο­τή­των εν Κρή­τη». Το κεί­με­νο της έκ­θε­σης πα­ρέ­μει­νε ανα­ξιο­ποί­η­το στα συρ­τά­ρια της αρ­μό­διας υπη­ρε­σί­ας, ωστό­σο το τα­ξί­δι αυ­τό, «τα χα­λά­σμα­τα, […] το αί­μα που εί­χαν ρου­φή­ξει οι ασβε­στω­μέ­νοι τοί­χοι, […] οι μαυ­ρο­φό­ρες που ζη­τιά­νευαν ξυ­πό­λυ­τες με τα κου­τσού­βε­λά τους»,[4] έγι­νε αφορ­μή για λο­γο­τε­χνι­κές αφη­γή­σεις, με­τα­ξύ μύ­θου και ιστο­ρί­ας, στον Ανή­φο­ρο, στην Ανα­φο­ρά στον Γκρέ­κο κα­θώς και στον Αιώ­να των Λα­βυ­ρίν­θων. Για τη συ­ναρ­μο­γή μύ­θου και ιστο­ρί­ας, αυ­το­νό­η­της διερ­γα­σί­ας σε κά­θε λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο, θα μι­λή­σου­με πα­ρα­κά­τω.



Ν. Κου­του­λά­κης, Ν. Κα­ζαν­τζά­κης, Ι. Κα­λι­τσου­νά­κης, Ι.Θ. Κα­κρι­δής στο Πά­νορ­μο της Κρή­της (1945)

Όταν κα­τά την ενύ­πνια αυ­τή συ­νο­μι­λία, ο Κα­ζαν­τζά­κης ανα­θυ­μά­ται τη μέ­ρα της τα­φής του, η Γα­λα­νά­κη, τρι­το­πρό­σω­πη ως τό­τε αφη­γή­τρια της ιστο­ρί­ας, με­τα­πη­δά εντός της αφή­γη­σης. Την ανά­μνη­ση εκεί­νης της μέ­ρας κα­τα­θέ­τει η συγ­γρα­φέ­ας και στην ει­σή­γη­σή της του 2007: «Κυ­ριο­λε­κτώ λέ­γο­ντας ότι από ’κεί­νη την ημέ­ρα άρ­χι­σα να βλέ­πω αλ­λιώς τον κό­σμο. Εκεί­νο που με τά­ρα­ξε, εκεί­νο που χα­ρά­χτη­κε ανε­ξί­τη­λα στο παι­δι­κό μυα­λό μου […], ήταν η εκρη­κτι­κό­τη­τα και η αμ­φι­ση­μία της μέ­ρας. […] Συ­νει­δη­το­ποί­η­σα με απλοϊ­κό τρό­πο τό­τε, βα­θιά και επε­ξερ­γα­σμέ­να αρ­γό­τε­ρα, την κοι­νω­νι­κή λει­τουρ­γία, άρα και τη δύ­να­μη της λο­γο­τε­χνί­ας. Την άβυσ­σο, δη­λα­δή, που –από πά­ντα και για πά­ντα– χω­ρί­ζει τη σκέ­ψη και την τέ­χνη από τον φα­να­τι­σμό […]. Και τά­χθη­κα με τη με­ριά της τέ­χνης, με τη με­ριά του νε­κρού συγ­γρα­φέα, τό­τε ασυ­νεί­δη­τα και απλοϊ­κά, συ­νει­δη­τά και αμε­τα­κί­νη­τα αρ­γό­τε­ρα».[5]
Την ει­κό­να της τα­φής του ανα­κα­λεί η Γα­λα­νά­κη και στο τε­λευ­ταίο της μυ­θι­στό­ρη­μα, το Εμ­μα­νου­ήλ και Αι­κα­τε­ρί­νη: Τα πα­ρα­μύ­θια που δεν εί­ναι πα­ρα­μύ­θια, με αφορ­μή αυ­τή τη φο­ρά και μια φω­το­γρα­φία του πα­τέ­ρα της: «πέ­ντε άντρες, σο­βα­ροί και επί­ση­μοι με το σκού­ρο τους κου­στού­μι, βα­δί­ζου­νε σε μια άδεια πλα­τεία, τρι­γυ­ρι­σμέ­νη όμως από κό­σμο. Πρό­κει­ται για την πλα­τεία που βρί­σκε­ται μπρο­στά στον μη­τρο­πο­λι­τι­κό ναό του Αγί­ου Μη­νά στο Ηρά­κλειο, όπου εκεί­νη την ημέ­ρα εί­χε εκτε­θεί η σο­ρός του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη για την εξό­διο ακο­λου­θία. Προη­γού­νται τρεις, ο Γε­ώρ­γιος Πα­παν­δρέ­ου, ο Κων­στα­ντί­νος Μη­τσο­τά­κης και ο Γε­ώρ­γιος Μαύ­ρος· τους ακο­λου­θούν [ο πα­τέ­ρας της κι ένας ακό­μη Ηρα­κλειώ­της]».[6] Η πα­ρου­σία του Κα­ζαν­τζά­κη, ορα­τή στο από­σπα­σμα αυ­τό, υπο­νο­εί­ται ή λαν­θά­νει αλ­λού στο βι­βλίο, αφού δεν μπο­ρώ να μην υπο­θέ­σω ότι ο Ηρα­κλειώ­της για­τρός και ο Γε­ώρ­γιος Πα­παν­δρέ­ου θα συ­ζη­τού­σαν τα­κτι­κά για τον Κα­ζαν­τζά­κη, φί­λο του δεύ­τε­ρου και ξα­κου­στό συ­ντο­πί­τη του πρώ­του, κι αντί­στοι­χες βέ­βαια κου­βέ­ντες θα αντάλ­λα­ξε ο Γα­λα­νά­κης, κα­τά τη νο­ση­λεία του στην Αθή­να, με τον θε­ρά­πο­ντα ια­τρό του, τον Νι­κό­λαο Σμπα­ρού­νη,[7] πι­στό φί­λο του Κα­ζαν­τζά­κη,[8] στον οποί­ον αφιέ­ρω­σε το κά­ντο «Σαιξ­πή­ρος» από τις Τερ­τσί­νες του.[9]
Η επι­λο­γή πά­ντως του κα­τά Γα­λα­νά­κη Κα­ζαν­τζά­κη, στον Αιώ­να των Λα­βυ­ρίν­θων, να ερ­μη­νεύ­σει τα της τα­φής του πα­ρα­βάλ­λο­ντάς την με έναν πί­να­κα του Θε­ο­το­κό­που­λου,[10] την Τα­φή του κό­μη­τος Ορ­γκάθ, γί­νε­ται αφορ­μή για την τρι­πλή συ­νά­ντη­ση Γκρέ­κο-Κα­ζαν­τζά­κη-Γα­λα­νά­κη, η οποία απο­χτά μια ιδιαί­τε­ρη ση­μα­σία.
Εν­δια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει το ότι και τη δεύ­τε­ρη φο­ρά που ο Κα­ζαν­τζά­κης κά­νει την εμ­φά­νι­σή του σε πε­ζο­γρά­φη­μα της Γα­λα­νά­κη, το 2018, στον συλ­λο­γι­κό τό­μο Ο Πρώ­τος Σταθ­μός, πα­ρου­σιά­ζε­ται ξα­νά σε ένα όνει­ρο, όχι ο ίδιος αλ­λά η προ­το­μή του αυ­τή τη φο­ρά, στο δι­ή­γη­μα «Η κε­φα­λή του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη»: «Κό­ψα­νε λοι­πόν την μπρού­τζι­νη κε­φα­λή του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη από το μαρ­μά­ρι­νο σώ­μα της. Και τη στιγ­μή που την τυ­λί­γα­νε μέ­σα σε πα­τσα­βού­ρες για να μη φαί­νε­ται ού­τε εκεί­νη ού­τε το χυ­μέ­νο αί­μα, τό­τε εί­ναι που ανοί­ξαν τα ου­ρά­νια. Άστρα­ψε και βρό­ντη­ξε, και φω­τί­στη­κε με φως υπέρ­κο­σμο, ασπρο­γά­λα­νο, η σκη­νή, σαν να συ­νέ­βαι­ναν αυ­τά σε κά­ποιον πί­να­κα της Ανα­γέν­νη­σης που απει­κό­νι­ζε μια μια­ρή, μια δαι­μο­νι­κή Απο­κα­θή­λω­ση […]».[11]
Η μορ­φή του Κα­ζαν­τζά­κη εντός των ονει­ρι­κών το­πί­ων φέ­ρει βέ­βαια συμ­βο­λι­κές δια­στά­σεις. Ο συγ­γρα­φέ­ας γί­νε­ται ο δά­σκα­λος, ο συ­νο­μι­λη­τής, ο ομό­τε­χνος, οι εκ­δο­χές και η προ­βλη­μα­τι­κή εντέ­λει της ίδιας της τέ­χνης της γρα­φής. Το όνει­ρο ωστό­σο απο­τε­λεί και μια υπεν­θύ­μι­ση για τη λει­τουρ­γία της μυ­θο­πλα­σί­ας, αφού εντός του, όπως και εντός των μυ­θο­πλα­στι­κών έρ­γων, ο χρό­νος άλ­λο­τε συμ­πτύσ­σε­ται κι άλ­λο­τε διευ­ρύ­νε­ται, η γραμ­μι­κό­τη­τα κα­ταρ­γεί­ται, όπως και οι νό­μοι του φυ­σι­κού κό­σμου. Υπό την έν­νοια αυ­τή το όνει­ρο γί­νε­ται υπό­δειγ­μα Ποι­η­τι­κής, εμπε­ριέ­χο­ντας μά­λι­στα δια­τυ­πω­μέ­νους κα­νό­νες όπως του­λά­χι­στον αυ­τοί εκ­φρά­ζο­νται από το πνεύ­μα του Κα­ζαν­τζά­κη.
Υπο­γραμ­μί­ζω ένα ακό­μα από­σπα­σμα από το δι­ή­γη­μα, δη­λω­τι­κό για τη σχέ­ση της Γα­λα­νά­κη με τον συ­ντο­πί­τη της συγ­γρα­φέα: «[…] πολ­λές φο­ρές μού εί­χε συμ­βεί, κα­θώς περ­νού­σα δί­πλα του [εν­νο­εί βέ­βαια την προ­το­μή], να έχω την αί­σθη­ση ότι άκου­γα την ανά­σα του με­γά­λου αν­θρώ­που των γραμ­μά­των, κά­πο­τε δε και τη φω­νή του […]. Άκου­γα τη φω­νή του κι έπαιρ­να κου­ρά­γιο για να συ­νε­χί­σω, έλε­γε ότι αν κά­τι λί­γα σώ­ζο­νται από τη στά­χτη, ανά­με­σά τους εί­ναι και η τέ­χνη της γρα­φής. Κά­τι τέ­τοια μου ψι­θύ­ρι­ζε, ή φα­ντα­ζό­μουν ότι μου ψι­θύ­ρι­ζε, για­τί εγώ πά­ντα χρειά­ζο­μαι μια εν­θάρ­ρυν­ση, μια προ­τρο­πή, ένα φί­λιο χέ­ρι για να συ­νε­χί­σω. Κι εκεί­νος ασφα­λώς το εί­χε κα­τα­λά­βει, αφού στην ίδια πά­νω κά­τω γει­το­νιά μ’ εμέ­να εί­χε με­γα­λώ­σει κά­πο­τε, πο­λύ πριν από μέ­να βέ­βαια, στο Ηρά­κλειο της Κρή­της. Γι’ αυ­τό και με ένιω­θε, πι­στεύω».[12]
Η τα­κτι­κή πα­ρου­σία του Κα­ζαν­τζά­κη στο πε­ζο­γρα­φι­κό έρ­γο της συγ­γρα­φέα, όπως και η τα­κτι­κή πα­ρου­σία άλ­λων ση­μα­ντι­κών δα­σκά­λων της (όπως ο Με­νέ­λα­ος Παρ­λα­μάς και ο Δη­μή­τρης Πλά­κας) φέρ­νουν στο νου ανά­λο­γη πρα­κτι­κή του Κα­ζαν­τζά­κη και δεν μπο­ρούν πα­ρά να ανα­γνω­στούν ως φό­ροι τι­μής στους προ­σφι­λείς νε­κρούς. Πρό­χει­ρα θυ­μί­ζω την πα­ρου­σία του Αβά Αρ­τίρ Μυ­νιέ σε αρ­κε­τά κεί­με­να του Κα­ζαν­τζά­κη, στον Βρα­χό­κη­πο, στον Ανή­φο­ρο, στις Συ­νο­μι­λί­ες του με τον Γάλ­λο δη­μο­σιο­γρά­φο Πιέρ Σι­πριό, στην Ανα­φο­ρά στον Γκρέ­κο. Η συ­νά­ντη­σή τους στην Κνωσ­σό, όπως πε­ρι­γρά­φε­ται στην Ανα­φο­ρά, απο­κτά εδώ ιδιαί­τε­ρη ση­μα­σία, αφού βά­ζει στο επί­κε­ντρο τον αρ­χαιο­λο­γι­κό χώ­ρο που απο­τε­λεί πυ­ρη­νι­κό ση­μείο για το μυ­θι­στό­ρη­μα της Γα­λα­νά­κη.

Ο Λα­βύ­ριν­θος και κα­τ’ επέ­κτα­ση η Κνω­σός «φι­λο­δω­ρού­σε το νη­σί της Κρή­της με τη φή­μη ενός με­γά­λου πα­ρελ­θό­ντος [...] Τού­τη λοι­πόν η φα­ντα­σια­κή Κρή­τη, [η κα­τά Κα­ζαν­τζά­κη “Άγια Κρή­τη”, που ξε­θά­φτη­κε από τα πα­μπά­λαια χώ­μα­τα της Κνω­σού],[13] έπρε­πε πά­ση θυ­σία να ξα­να­βρε­θεί, να γί­νει πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, για να υπο­στη­ρί­ξει πρώ­τα απ’ όλα την ιστο­ρι­κή συ­νέ­χεια και την εθνι­κή συ­νεί­δη­ση της νή­σου»,[14] απο­τεί­νε­ται ο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός Μί­νω­ας Κα­λο­και­ρι­νός στις πρώ­τες κιό­λας σε­λί­δες του βι­βλί­ου, απη­χώ­ντας την επι­δί­ω­ξη της συγ­γρα­φέα να μπο­λιά­σει την πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία με τα γε­γο­νό­τα του μύ­θου, επι­δί­ω­ξη που θυ­μί­ζει βέ­βαια και την πε­ποί­θη­ση Κα­ζαν­τζά­κη για την λο­γο­τε­χνία, πε­ποί­θη­ση που βρί­σκει την έκ­φρα­σή της τό­σο στις τρα­γω­δί­ες του, στον Πρω­το­μά­στο­ρα, τον Νι­κη­φό­ρο Φω­κά, τη Μέ­λισ­σα, τον Ιου­λια­νό ή τον Κού­ρο, όσο και στα πε­ζο­γρα­φι­κά έρ­γα του, μπο­λια­σμέ­να πά­ντα με μύ­θους και λαϊ­κές αφη­γή­σεις.
Ο λα­βύ­ριν­θος βέ­βαια στο βι­βλίο της Γα­λα­νά­κη, εκτός της μυ­θο­λο­γι­κής και της ιστο­ρι­κής του διά­στα­σης, έχει πολ­λα­πλές συν­δη­λώ­σεις· λει­τουρ­γεί άλ­λο­τε ως σύμ­βο­λο της δαι­δα­λώ­δους και αδιέ­ξο­δης επο­χής, του 20ού αιώ­να, των πο­λέ­μων, των κα­τα­στρο­φών των δια­ψεύ­σε­ων, άλ­λο­τε ως το το­πο­γρα­φι­κό απο­τύ­πω­μα της πό­λης, του Χάν­δα­κα, της Κά­ντια, του Με­γά­λου Κά­στρου, του Ηρα­κλεί­ου, μιας πό­λης «πα­λίμ­ψη­στο πο­λέ­μων, κα­τα­κτή­σε­ων, πο­λι­τι­σμών και ονο­μά­των»,[15] όπως γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά η συγ­γρα­φέ­ας. «Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ο κύ­ριος πρω­τα­γω­νι­στής αυ­τού του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος εί­ναι η πό­λη του Ηρα­κλεί­ου. Εί­ναι η χω­ρι­κή ταυ­τό­τη­τα της πό­λης, οι ιδιο­μορ­φί­ες της, ο δο­μι­κός της ιστός, που εξυ­φαί­νει την πλο­κή του μύ­θου, σφυ­ρη­λα­τεί τους χα­ρα­κτή­ρες και κα­θο­ρί­ζει την δρά­ση των ηρώ­ων», πα­ρα­τη­ρεί η Μα­ρία Μοί­ρα.[16]
«Αλ­λά η με­τα­φο­ρι­κή χρή­ση του λα­βυ­ρίν­θου δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στον χώ­ρο. Αντί­θε­τα επε­κτεί­νε­ται σε όλο το μυ­θι­στό­ρη­μα από τις γε­νι­κές έν­νοιες και κα­τα­στά­σεις ως τα συ­ναι­σθή­μα­τα και την ψυ­χο­λο­γι­κή διά­θε­ση των ηρώ­ων», όπως ορ­θά δια­πι­στώ­νει η Έρη Σταυ­ρο­πού­λου.[17] 
Η Γα­λα­νά­κη οι­κο­δο­μεί τον μυ­θο­πλα­στι­κό λα­βύ­ριν­θό της επι­δει­κνύ­ο­ντας αρ­χι­τε­κτο­νι­κή εν­δε­λέ­χεια, εναλ­λάσ­σο­ντας σο­φά φω­τει­νές και σκο­τει­νές ζώ­νες, συν­δυά­ζο­ντας διό­δους, στε­νω­πούς και αδιέ­ξο­δα· αξιο­ποιεί ντο­κου­μέ­ντα ιδιω­τι­κού και δη­μό­σιου χα­ρα­κτή­ρα (πρα­κτι­κή που εφαρ­μό­ζει συ­στη­μα­τι­κά στην πε­ζο­γρα­φία της), συ­νι­στώ­ντας έτσι αρ­χεία, τα οποία εν­σω­μα­τώ­νει στη μυ­θο­πλα­σία, διε­ρευ­νώ­ντας έτσι τό­σο τη ση­μα­σία του πε­ριε­χο­μέ­νου αυ­τών των αρ­χεί­ων όσο και τις εντυ­πώ­σεις που προ­κα­λούν στους ανα­γνώ­στες, τη συ­γκί­νη­ση, δη­λα­δή, που προ­ξε­νούν τα ίχνη του πα­ρελ­θό­ντος όταν εντάσ­σο­νται στη ζώ­σα ζωή της λο­γο­τε­χνί­ας, υπεν­θυ­μί­ζο­ντας κά­θε στιγ­μή τον αμεί­λι­κτο χα­ρα­κτή­ρα του χρό­νου, όπως δια­πι­στώ­νει και η Τζί­να Πο­λί­τη: «μέ­λη­μά της [της Γα­λα­νά­κη] εί­ναι, κά­τω από τις δια­φο­ρές της επι­φά­νειας που ορί­ζουν τον κερ­μα­τι­σμέ­νο χρό­νο του ιστο­ρι­κού βί­ου των χα­ρα­κτή­ρων της, να ορ­γα­νώ­σει μια ενο­ποι­η­τι­κή δο­μή η οποία να απα­ντά στο υπαρ­ξια­κό πρό­βλη­μα του αν­θρώ­που με τον χρό­νο, δη­λα­δή με το θά­να­το, τη μνή­μη και την ελ­πί­δα».[18] 
Ο Αλέ­ξης Ζή­ρας, σε σχε­τι­κό άρ­θρο του, υπο­γραμ­μί­ζει μια ακό­μα λει­τουρ­γία που προ­κύ­πτει από την ανα­ση­μα­σιο­δό­τη­ση των γε­γο­νό­των και των ντο­κου­μέ­ντων κα­τά την έντα­ξή τους στο μυ­θο­πλα­στι­κό σύ­μπαν: «η Γα­λα­νά­κη απο­συ­ναρ­μο­λό­γη­σε κυ­ριο­λε­κτι­κά την ευ­θύ­γραμ­μη σει­ρά και την τυ­πι­κή δια­δο­χή των γε­γο­νό­των. [...] δη­μιούρ­γη­σε μια πο­λυ­ε­πί­πε­δη μυ­θο­πλα­σία όπου τό­σο τα μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κά πρό­σω­πα και οι σχέ­σεις τους όσο και οι τό­ποι αλ­λά­ζουν διαρ­κώς την ει­κό­να τους. Τα πά­ντα, όσο τεί­νει το μυ­θι­στό­ρη­μα προς την ολο­κλή­ρω­σή του, γί­νο­νται ολο­έ­να και πιο επι­σφα­λή. [...] Κι όμως, απέ­να­ντι σ’ αυ­τή την αι­νιγ­μα­τι­κό­τη­τα και αβε­βαιό­τη­τα του κό­σμου, η έκλει­ψη των με­γά­λων ορα­μά­των […] παίρ­νει στον Αιώ­να των Λα­βυ­ρίν­θων μια μορ­φή απε­λευ­θε­ρω­τι­κή».[19]
Η εμ­φά­νι­σή του Κα­ζαν­τζά­κη ως μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού ήρωα, έστω και φα­σμα­τι­κού, δεν εί­ναι ωστό­σο η μό­νη ορα­τή «πα­ρου­σία» του στο βι­βλίο.[20] Προη­γεί­ται στις σε­λί­δες του η εμ­φά­νι­ση του κα­πε­τάν Πο­λυ­ξί­γκη,[21] προ­σώ­που ιστο­ρι­κού, αλ­λά και μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού αντε­ρα­στή τού Κα­πε­τάν Μι­χά­λη στο ομώ­νυ­μο μυ­θι­στό­ρη­μα.[22] Η δρά­ση του Πο­λυ­ξί­γκη στον Αιώ­να των Λα­βυ­ρίν­θων ανα­κα­λεί μά­λι­στα ένα ακό­μα ιστο­ρι­κό πρό­σω­πο των Κρη­τι­κών Επα­να­στά­σε­ων, τον κα­πε­τάν Μι­χα­ήλ Κό­ρα­κα,[23] του οποί­ου η ζωή και οι αγώ­νες ενέ­πνευ­σαν τον Κα­ζαν­τζά­κη για τη συγ­γρα­φή του Κα­πε­τάν Μι­χά­λη. Κα­τά τη συμ­με­το­χή του στους Α' Βαλ­κα­νι­κούς πο­λέ­μους και στα Εθε­λο­ντι­κά Σώ­μα­τα Ηπεί­ρου ως Αρ­χη­γός Εθε­λο­ντι­κών Σω­μά­των, το 1912, ο Ιω­άν­νης Πο­λυ­ξί­γκης, μα­ζί με τον Συ­νταγ­μα­τάρ­χη Αρι­στο­τέ­λη Κό­ρα­κα, έφτα­σε μέ­χρι την Χει­μάρ­ρα όπου και επέ­στρε­ψε λί­γο αρ­γό­τε­ρα όταν ο Αν­δρέ­ας Κα­λο­και­ρι­νός του ανέ­θε­σε να ανα­ζη­τή­σει την αδελ­φή του Σκεύω, η τύ­χη της οποία αγνο­εί­το από το 1898 με­τά τη σφα­γή του Ηρα­κλεί­ου. Το επει­σό­διο με­τα­γρά­φε­ται και αξιο­ποιεί­ται μυ­θο­πλα­στι­κά στον Αιώ­να των Λα­βυ­ρίν­θων. Η ιστο­ρία της Σκεύ­ως Tσα­γκά­κη, πρω­τα­νι­ψιάς του Μί­νωα Κα­λο­και­ρι­νού, δια­τρέ­χει το μυ­θι­στό­ρη­μα δη­μιουρ­γώ­ντας τον δι­κό της δαι­δα­λώ­δη ιστό, έναν μυ­θο­πλα­στι­κό μί­το κλω­νια­σμέ­νο από τα πιο αταί­ρια­χτα υλι­κά, μύ­θους, μνή­μες, ιστο­ρι­κά πρό­σω­πα και επει­σό­δια, φα­ντα­στι­κούς ήρω­ες και πραγ­μα­τι­κούς τό­πους, ανε­ξα­κρί­βω­τες φή­μες και ανε­πι­βε­βαί­ω­τες δια­δό­σεις.
Η πα­ρου­σία του Πο­λυ­ξί­γκη δεν εί­ναι μια ανώ­φε­λη από­δο­ση τι­μής στον μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό ήρωα ή τον συγ­γρα­φέα του, αλ­λά μια σα­φής υπεν­θύ­μι­ση ότι η Ιστο­ρία στο λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται σε ένα πο­λυ­ση­μι­κό τό­πο, ο οποί­ος επι­δέ­χε­ται πολ­λα­πλές ερ­μη­νεί­ες, όχι για­τί αμ­φι­σβη­τεί­ται ή ανα­θε­ω­ρεί­ται η ίδια η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αλ­λά για­τί η πο­λυ­πρι­σμα­τι­κή δο­μή του έρ­γου φω­τί­ζει νέ­ες ερ­μη­νευ­τι­κές εκ­δο­χές της. «Τα πραγ­μα­τι­κά στοι­χεία (πρό­σω­πα και γε­γο­νό­τα) πα­ρου­σιά­ζο­νται στο μυ­θι­στό­ρη­μα […] πα­ράλ­λη­λα με τα φα­ντα­στι­κά με τρό­πο ώστε αυ­τή η συ­μπα­ρου­σία να λει­τουρ­γεί όχι μό­νο προς την κα­τεύ­θυν­ση της ιστο­ρι­κής στή­ρι­ξης του φα­ντα­στι­κού αλ­λά και προς εκεί­νη της μυ­θο­ποί­η­σης του πραγ­μα­τι­κού», ση­μειώ­νει η Σταυ­ρο­πού­λου.[24] Συ­μπλη­ρω­μα­τι­κή και η πα­ρα­τή­ρη­ση της Άντειας Φραν­τζή: «Η ιστο­ρία και ο μύ­θος λει­τουρ­γούν ως συ­γκοι­νω­νού­ντα δο­χεία και δια­μορ­φώ­νουν το αξε­διά­λυ­το κρά­μα που εί­ναι η ζωή».[25]
Στα πα­ρα­πά­νω συ­νη­γο­ρεί και η εξής επι­σή­μαν­ση: Ο κα­τά Γα­λα­νά­κη Πο­λι­ξύ­γκης συ­γκε­ρά­ζει βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία του ιστο­ρι­κού προ­σώ­που με τη διαρ­κή οδύ­νη του κα­ζαν­τζα­κι­κού ήρωα για την απώ­λεια της Εμι­νέ, τρα­γι­κής μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κής ηρω­ί­δας του Κα­πε­τάν Μι­χά­λη.[26] 
Μια εξα­ντλη­τι­κή με­λέ­τη των συ­να­φειών με­τα­ξύ του κα­ζαν­τζα­κι­κού έρ­γου και του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος της Γα­λα­νά­κη θα απαι­τού­σε πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο από τα στε­νά πε­ρι­θώ­ρια που έχου­με σή­με­ρα, για αυ­τό θα αρ­κε­στώ σε μια στα­χυο­λό­γη­ση των πιο ση­μα­ντι­κών, των πιο εμ­βλη­μα­τι­κών αν θέ­λε­τε, στοι­χεί­ων που τεκ­μη­ριώ­νουν τη «συ­νο­μι­λία» του βι­βλί­ου με το κα­ζαν­τζα­κι­κό έρ­γο, τη «συ­νο­μι­λία» εντέ­λει των δυο συγ­γρα­φέ­ων. Από τα εν­νιά μυ­θι­στο­ρή­μα­τά της Ρέ­ας Γα­λα­νά­κη που έχουν δη­μο­σιευ­θεί, τα πέ­ντε δια­δρα­μα­τί­ζο­νται, του­λά­χι­στον κα­τά ένα μέ­ρος τους, στην Κρή­τη [Ο Βί­ος του Ισμα­ήλ Φε­ρίκ πασά (1989), Ο Αιώ­νας των Λα­βυ­ρίν­θων (2002), τo Αμί­λη­τα βα­θιά νε­ρά (2006), το Φω­τιές του Ιού­δα, στά­χτες του Οι­δί­πο­δα (2009), και το πιο πρό­σφα­το, το Εμ­μα­νου­ήλ και Αι­κα­τε­ρί­νη: Τα πα­ρα­μύ­θια που δεν εί­ναι πα­ρα­μύ­θια (2022)]. Η δια­κρι­τή αυ­τή ενό­τη­τα, των «κρη­τι­κών» μυ­θι­στο­ρη­μά­των της συγ­γρα­φέα, μας φέρ­νει βέ­βαια στο νου τον Κα­ζαν­τζά­κη (με πέ­ντε κι εκεί­νος «κρη­τι­κά» μυ­θι­στο­ρή­μα­τα στο σύ­νο­λο του πε­ζο­γρα­φι­κού έρ­γου του, τα Βί­ος και πο­λι­τεία του Αλέ­ξη Ζορ­μπά, Ο ανή­φο­ρος, το Κα­πε­τάν Μι­χά­λης, η Ανα­φο­ρά στον Γκρέ­κο και το παι­δι­κό, αλ­λά πά­ντως μυ­θι­στό­ρη­μα, Στα πα­λά­τια της Κνω­σού). Η σύμ­πτω­ση του τό­που δρά­σης και του αριθ­μού δεν μπο­ρεί βέ­βαια να προ­σμε­τρη­θεί στις συ­νά­φειες, όχι του­λά­χι­στον σε αυ­τές με κά­ποια κα­θο­ρι­στι­κή ση­μα­σία, πα­ρό­λα αυ­τά την κα­τα­γρά­φω.
Η γλώσ­σα, και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις, φέ­ρει το δι­κό της ει­δι­κό βά­ρος και τη δι­κή της αξία και δεν αρ­κεί­ται, ού­τε εξα­ντλεί­ται στην πε­ρι­γρα­φι­κή λει­τουρ­γία της. «Η σύ­ζευ­ξη του λό­γιου με το λαϊ­κό συ­νι­στά το κα­τε­ξο­χήν, το ιδιά­ζον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του ύφους της Γα­λα­νά­κη, τη λο­γο­τε­χνι­κή της ιδιαι­τε­ρό­τη­τα, αν και δεν εί­ναι άσχε­το να υπεν­θυ­μί­σου­με εδώ ότι γε­νι­κό­τε­ρα η κρη­τι­κή ντο­πιο­λα­λιά, όπως και η κυ­πρια­κή, αλ­λά και κά­θε ντο­πιο­λα­λιά που μι­λή­θη­κε επί πολ­λά χρό­νια από κοι­νω­νί­ες κλει­στές, έχει ένα με­γά­λο μέ­ρος της ρι­ζω­μέ­νο σε αρ­χαϊ­κούς τύ­πους της ελ­λη­νι­κής. Κά­τι που πα­λαιό­τε­ρα το εί­χα­με δει και στα βι­βλία του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη»,[27] πα­ρα­τη­ρεί ο Αλέ­ξης Ζή­ρας δια­πι­στώ­νο­ντας μά­λι­στα μια σχε­τι­κή συ­νά­φεια με­τα­ξύ των δύο συγ­γρα­φέ­ων.
Απο­τε­λεί πε­ποί­θη­ση και των δυο ότι η οι­κου­με­νι­κό­τη­τα των κει­μέ­νων προ­κύ­πτει από τη βα­θιά σπου­δή του εθνι­κού, ενώ φαί­νε­ται να συμ­φω­νούν πως «στο εθνι­κό συν­δυά­ζο­νται στοι­χεία Ανα­το­λής και Δύ­σης».[28] «Η εμ­μο­νή του Κα­ζαν­τζά­κη σε σύμ­βο­λα αντλη­μέ­να από τον απώ­τα­το μι­νω­ι­κό πο­λι­τι­σμό του επέ­τρε­ψαν να δώ­σει οι­κου­με­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα στον πνευ­μα­τι­κό αγώ­να του αν­θρώ­που»,[29] απο­φαί­νε­ται ο Μι­χα­ήλ Πα­σχά­λης και η δια­πί­στω­σή του ται­ριά­ζει αναμ­φί­βο­λα και στο έρ­γο της Ρέ­ας Γα­λα­νά­κη
Το κά­λε­σμα της ευ­θύ­νης, βα­σι­κό κα­ζαν­τζα­κι­κό αξί­ω­μα, φαί­νε­ται πως απο­τε­λεί και αί­τη­μα της Γα­λα­νά­κη, αφού όπως δια­πι­στώ­νει και η Τζί­να Πο­λί­τη: «επα­να­στα­τη­μέ­νο εί­ναι εκεί­νο το υπο­κεί­με­νο που ονει­ρεύ­ε­ται και που μοι­ρά­ζε­ται του­λά­χι­στον στα δύο τη στιγ­μή που υιο­θε­τεί το αί­τη­μα αλ­λά και την ευ­θύ­νη της ελευ­θε­ρί­ας».[30] H δι­χο­τό­μη­ση αυ­τή, ή αν θέ­λε­τε, ο δυι­σμός αυ­τός μας φέρ­νει στο νου τα κα­ζαν­τζα­κι­κά δί­πο­λα[31] κα­θώς και το δί­πο­λο των αδελ­φών Πα­πα­ου­λά­κη, Αν­δρέα και Σή­φη.[32] 
Και στους δύο συγ­γρα­φείς απα­ντούν στοι­χεία της λαϊ­κής κουλ­τού­ρας της Κρή­της, η κα­τα­γρα­φή της πα­γα­νι­στι­κής, θρη­σκευ­τι­κής σχέ­σης του αγρό­τη με τη φύ­ση και η τα­κτι­κή πα­λι­λο­γία, μια από­πει­ρά τους να αξιο­ποι­ή­σουν τε­χνι­κές των λαϊ­κών αφη­γή­σε­ων και του δη­μο­τι­κού τρα­γου­διού, δια­τη­ρώ­ντας αδια­τά­ρα­κτη τη ροή του κε­ντρι­κού μύ­θου.
Το αφή­γη­μα του ιδιω­τι­κού βί­ου δια­πλέ­κε­ται στα έρ­γα τους με το ιστο­ριο­γρα­φι­κό αφή­γη­μα· το θε­ω­ρού­με­νο κά­θε φο­ρά ιστο­ρι­κό πε­ρι­βάλ­λον ανα­πτύσ­σει, σαν να λέ­με, μια δια­λε­κτι­κή σχέ­ση με την εσω­τε­ρι­κή ζωή των ηρώ­ων, σχέ­ση που προ­κύ­πτει και από την ανα­ση­μα­σιο­δό­τη­ση του χρό­νου ή έστω από την δια­πί­στω­ση της κυ­κλι­κής ή αν θέ­λε­τε σπει­ροει­δούς ρο­ής του.[33] 
Τό­σο στον Αιώ­να των Λα­βυ­ρίν­θων όσο και στα πε­ζο­γρα­φή­μα­τα του Κα­ζαν­τζά­κη, εκτός ίσως του Ανα­φο­ρά στον Γκρέ­κο (συ­χνά ωστό­σο κι εδώ), το αυ­το­βιο­γρα­φι­κό στοι­χείο δεν υπει­σέρ­χε­ται αυ­τού­σιο. «Αρ­χι­κό μυ­θο­πλα­στι­κό έναυ­σμα και βιω­μα­τι­κά κοι­τά­σμα­τα συ­να­ντιού­νται και χω­νεύ­ο­νται το ένα στο άλ­λο»,[34]  πα­ρα­τη­ρεί ο Ζή­ρας για τη Γα­λα­νά­κη, πα­ρα­τή­ρη­ση που ισχύ­ει ωστό­σο και για τους δυο συγ­γρα­φείς. Ιδιαί­τε­ρο μά­λι­στα εν­δια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει ο τρό­πος που πρό­σω­πα και πε­ρι­στα­τι­κά της οι­κο­γε­νεια­κής ιστο­ρί­ας των δύο συγ­γρα­φέ­ων αξιο­ποιού­νται μυ­θο­πλα­στι­κά στο έρ­γο τους. Εν­δει­κτι­κά ση­μειώ­νω το φω­το­γρα­φι­κό στιγ­μιό­τυ­πο από τη φυ­λα­κή Μαρ­τι­νέν­γκο που πε­ρι­γρά­φε­ται στις σε­λί­δες του Αιώ­να[35] και το οποίο συ­να­ντά­με αυ­τού­σιο στο μυ­θι­στό­ρη­μά της Εμ­μα­νου­ήλ και Αι­κα­τε­ρί­νη. Όπως άλ­λω­στε μας πλη­ρο­φο­ρεί η ίδια η συγ­γρα­φέ­ας, ενέ­τα­ξε τη φω­το­γρα­φία που ανα­κά­λυ­ψε στο σπί­τι της στη μυ­θο­πλα­σία του Αιώ­να προ­κει­μέ­νου να απο­δώ­σει πει­στι­κά τον επι­νοη­μέ­νο της πρω­τα­γω­νι­στή, «τον δη­μο­κρα­τι­κό φι­λό­λο­γο Αν­δρέα Πα­πα­ου­λά­κη, εμπλέ­κο­ντάς τον στο βε­νι­ζε­λι­κό κί­νη­μα του τριά­ντα πέ­ντε».[36]
Τα κύ­ρια (και καί­ρια) ωστό­σο πε­δία συ­νά­ντη­σης των δυο συγ­γρα­φέ­ων εί­ναι αδιαμ­φη­σβή­τη­τα δύο: ο Τό­πος και ο Νό­στος.
Αν στα πρώ­τα τρία μυ­θι­στο­ρή­μα­τά της Γα­λα­νά­κη πρω­τα­γω­νι­στούν πρό­σω­πα (και μά­λι­στα υπαρ­κτά),[37] στον Αιώ­να των Λα­βυ­ρίν­θων, πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο, όπως δια­πι­στώ­σα­με ήδη, έχει ο τό­πος, το Ηρά­κλειο και η Βιάν­νος. «Εί­ναι το με­γά­λο κα­ζά­νι της ζω­ής, όπου το μυ­θι­κό πα­ρελ­θόν μπερ­δεύ­ε­ται με το πα­ρόν», όπως δια­πι­στώ­νει και η Μ. Μοί­ρα.[38]
Η Κρή­τη, τό­σο για τη Γα­λα­νά­κη όσο και για τον Κα­ζαν­τζά­κη, εμ­φα­νί­ζε­ται στα έρ­γα τους ως χώ­ρος της ιστο­ρί­ας και του μύ­θου, «ως χώ­ρος βιω­μέ­νος αλ­λά και φα­ντα­σια­κός, ως χώ­ρος αμ­φι­θυ­μι­κών συ­ναι­σθη­μά­των»,[39] «ως το πε­δίο δρά­σης αντίρ­ρο­πων δυ­νά­με­ων, ως το κομ­βι­κό ση­μείο συ­νά­ντη­σης της πα­ρά­δο­σης και της νε­ο­τε­ρι­κό­τη­τας».[40] Πρό­θε­σή τους δεν εί­ναι να απο­θαυ­μά­σουν τον τό­πο εί­τε να με­τα­δώ­σουν τον θαυ­μα­σμό τους στους ανα­γνώ­στες, αλ­λά να τον κα­τα­στή­σουν θέ­α­τρο αντι­νο­μιών και συ­γκρού­σε­ων, πε­δίο της αν­θρώ­πι­νης πε­ρι­πέ­τειας.
«Απο­κο­μί­ζω», γρά­φει η Γα­λα­νά­κη, «μια βα­θιά, μια σχε­δόν μυ­στι­κι­στι­κή αί­σθη­ση της πό­λης απ’ το έρ­γο του [Κα­ζαν­τζά­κη».[41] Κι αλ­λού: «[…] έχω πει­σθεί από και­ρό ότι στη λο­γο­τε­χνία ο τό­πος, πέ­ραν της γε­ω­γρα­φι­κής ανα­φο­ράς του, εί­ναι κυ­ρί­ως ένας ανα­στο­χα­σμός ευ­ρύς, που αφορ­μά­ται από τα στε­νά –πά­ντο­τε– όρια της ζω­ής ενός εκά­στου συγ­γρα­φέα».[42]
Αν ωστό­σο ο τό­πος ανα­πτύσ­σει «συγ­γέ­νειες» με­τα­ξύ των δυο Ηρα­κλειω­τών συγ­γρα­φέ­ων, εί­ναι νο­μί­ζω ο νό­στος για τον «χα­μέ­νο» τό­πο που κα­θο­ρί­ζει την υφή και τις ποιό­τη­τες αυ­τών των «συγ­γε­νειών». Μην ξε­χνά­με ότι και οι δυο τους απο­χαι­ρέ­τη­σαν σε νε­α­ρή ηλι­κία τη γε­νέ­θλια πό­λη και δεν επέ­στρε­ψαν πα­ρά μό­νο ως επι­σκέ­πτες ή προ­σκυ­νη­τές.
Στον νό­στο απο­δί­δει η Τζί­να Πο­λί­τη την επι­λο­γή της τρι­το­πρό­σω­πης αφή­γη­σης. Στο σχε­τι­κό δο­κί­μιό της, γραμ­μέ­νο λί­γα χρό­νια πριν από την έκ­δο­ση του Αιώ­να των Λα­βυ­ρίν­θων, δεν ανα­φέ­ρε­ται βέ­βαια σε αυ­τό το βι­βλίο, η πα­ρα­τή­ρη­σή της ωστό­σο απο­δει­κνύ­ε­ται εδώ απο­κα­λυ­πτι­κή: «Η τρι­το­πρό­σω­πη αφή­γη­ση, για την οποία το αφη­γη­μα­τι­κό πα­ρόν του αυ­το­βιο­γρα­φι­κού λό­γου εί­ναι χα­μέ­νο στο πα­ρελ­θόν, με­τα­τρέ­πει ακρι­βώς αυ­τό το χα­μέ­νο αφη­γη­μα­τι­κό πα­ρόν σε αντι­κεί­με­νο μνή­μης και ανά­πλα­σης. Με τον τρό­πο αυ­τό, το πα­ρελ­θόν πα­ρα­μέ­νει ένα διαρ­κές και στα­θε­ρό αντι­κεί­με­νο επι­θυ­μί­ας του πα­ρό­ντος και ο χρό­νος εσα­εί ανοι­χτός».[43] Υπο­γραμ­μί­ζω τη φρά­ση: «το πα­ρελ­θόν πα­ρα­μέ­νει ένα διαρ­κές και στα­θε­ρό αντι­κεί­με­νο επι­θυ­μί­ας του πα­ρό­ντος», που απο­τε­λεί νο­μί­ζω ικα­νή ερ­μη­νευ­τι­κή εκ­δο­χή του νό­στου.
«Εί­μαι βυ­θι­σμέ­νος στον Κα­πε­τάν Μι­χά­λη», γρά­φει ο Κα­ζαν­τζά­κης στον Πρε­βε­λά­κη τον Δε­κέμ­βρη του 1949 από την Αντίμπ. «Μά­χου­με να ανα­στή­σω το Ηρά­κλειο της παι­δι­κής μου ηλι­κί­ας. Τι συ­γκί­νη­ση, τι χα­ρά και συ­νά­μα τι ευ­θύ­νη! Για­τί χι­λιά­δες πρό­σω­πα πε­θα­μέ­να ανε­βαί­νουν στη μνή­μη μου και ζη­τούν μια μι­κρή θέ­ση στον ήλιο, δυο τρεις γραμ­μές, έναν κα­λό λό­γο. Ξέ­ρουν πως άλ­λη σω­τη­ρία ανά­στα­σης δεν έχουν».[44] 
«Από τη στιγ­μή που υπάρ­χει τέ­χνη του λό­γου φαί­νε­ται να υπάρ­χει κι ένα θέ­μα “χα­μέ­νου χρό­νου ή χα­μέ­νου Πα­ρα­δεί­σου”, συ­νε­πώς κι ένα θέ­μα “νό­στου” [… και] από τη στιγ­μή που υπάρ­χει τέ­χνη, φαί­νε­ται να υπάρ­χει κι ένα αστα­μά­τη­το, ένα πο­λύ­τρο­πο παι­χνί­δι ζω­ής και θα­νά­του»,[45] απο­φαί­νε­ται η Ρέα Γα­λα­νά­κη στο δο­κί­μιο της «Λο­γο­τε­χνία και ιστο­ρία», το οποίο συ­μπε­ρι­λή­φθη­κε αρ­χι­κά στον τό­μο δο­κι­μί­ων με τον τί­τλο Βα­σι­λεύς ή Στρα­τιώ­της; που κυ­κλο­φό­ρη­σε από τις εκ­δό­σεις Άγρα το 1997. Ο τί­τλος του τό­μου οφεί­λε­ται στο ομό­τι­τλο κεί­με­νο που κα­τα­λή­γει με την ερώ­τη­ση: «Τι εί­ναι, ήταν και θα εί­ναι ο άν­θρω­πος που γρά­φει; […] Βα­σι­λεύς ή Στρα­τιώ­της;»[46]
Σε ένα επει­σό­διο, που απα­ντά­ται σε αρ­κε­τά πε­ζο­γρα­φή­μα­τα του Κα­ζαν­τζά­κη και αφο­ρά τον γνω­στό μας Αβά Μυ­νιέ, τον συ­νο­δοι­πό­ρο του στην Κνω­σό, γρά­φει:
«Ο πε­ρί­φη­μος Αβά Mugnier μου ’λε­γε μια μέ­ρα: “Χτες πή­γα στο φί­λο μου, το με­γά­λο φι­λό­σο­φο Bergson, και του εί­πα: Αγα­πη­τέ μου φί­λε, έχω πολ­λές δου­λειές, έχω πολ­λές ψυ­χές κρε­μα­σμέ­νες στο λαι­μό μου· και­ρό δεν έχω να σε δια­βά­σω. Μπο­ρείς να μου συ­μπυ­κνώ­σεις σε μια λέ­ξη όλη σου τη φι­λο­σο­φία; Ο Bergson σκέ­φτη­κε κά­μπο­ση ώρα κι άξαφ­να: Mobilisation! φώ­να­ξε […][47]
«Επι­στρά­τευ­ση», με­τα­φρά­ζει τη λέ­ξη ο Πρε­βε­λά­κης.
«Επι­στρά­τευ­ση!» Μ’ αυ­τή την κραυ­γή μοιά­ζει να απα­ντά ο Κα­ζαν­τζά­κης στην ερώ­τη­ση: «Βα­σι­λεύς ή Στρα­τιώ­της;» που θέ­τει η Γα­λα­νά­κη σα­ρά­ντα χρό­νια με­τά τον θά­να­τό του, λες κι εί­ναι οι δυο τους ήρω­ες σε μια μυ­θο­πλα­σία στην οποία οι χω­ρο­χρο­νι­κές δια­στά­σεις κα­ταρ­γού­νται ή έστω επα­να­κα­θο­ρί­ζο­νται διαρ­κώς. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γα­λα­νά­κη, Ρ., 2011, Από τη ζωή στη λο­γο­τε­χνία, Εκ­δό­σεις Κα­στα­νιώ­τη.
Γα­λα­νά­κη, Ρ., 2020, Δι­η­γή­μα­τα, Εκ­δό­σεις Κα­στα­νιώ­τη.
Γα­λα­νά­κη, Ρ., 2022, Εμ­μα­νου­ήλ και Αι­κα­τε­ρί­νη, Τα πα­ρα­μύ­θια που δεν εί­ναι πα­ρα­μύ­θια, Εκ­δό­σεις Κα­στα­νιώ­τη.
Γα­λα­νά­κη, Ρ., 2002, Ο Αιώ­νας των Λα­βυ­ρίν­θων, Εκ­δό­σεις Κα­στα­νιώ­τη.
Γα­λα­νά­κη, Ρ., «Ο Dominus εδώ εί­ναι ο χρό­νος», στο: Έρη Σταυ­ρο­πού­λου, Θα­νά­σης Αγά­θος (επιμ.), Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης, Πα­ρα­μορ­φώ­σεις, πα­ρα­λεί­ψεις, μυ­θο­ποι­ή­σεις, εκδ. Γκο­βό­στη.
Ζή­ρας, Α., 2003, Κύ­κλοι του ορα­τού και του αό­ρα­του, στην εφημ. Η Αυ­γή, 9 Ιαν.
Ζή­ρας, Α., 2010, Θρύ­λοι και κοι­νω­νι­κές ταυ­τό­τη­τες στις μυ­θι­στο­ρί­ες της Ρέ­ας Γα­λα­νά­κη, στο περ. Δια­βά­ζω, τ. 512, Νο­έμ­βριος.
Κα­ζαν­τζά­κη, Ν., 1961, Ανα­φο­ρά στον Γκρέ­κο, εκδ. Κα­ζαν­τζά­κη.

Κα­ζαν­τζά­κης Νί­κος, 2022, Ο Ανή­φο­ρος, εκδ. Διό­πτρα.
Κα­ζαν­τζά­κη Νί­κος, 1960, Τερ­τσί­νες, χ.ε., Αθή­να.
Κα­λα­μα­ράς, Β. Κ., 1998, Η οι­κου­με­νι­κό­τη­τα βγαί­νει από τη βα­θιά σπου­δή του εθνι­κού [Συ­νέ­ντευ­ξη της Ρέ­ας Γα­λα­νά­κη με αφορ­μή την έκ­δο­ση του βι­βλί­ου της Ελέ­νη ή ο Κα­νέ­νας], Βι­βλιο­θή­κη Ελευ­θε­ρο­τυ­πί­ας, 10 Ιου­λί­ου.
Μοί­ρα, Μ., 2018, Ηρά­κλειο, η αδιό­ρα­τη πό­λη, Βι­κε­λαία Δη­μο­τι­κή Βι­βλιο­θή­κη, Ηρά­κλειο.
Πα­σχά­λης, Μ., χ.χ., Οι εκ­δο­χές της Κρή­της στον Κα­ζαν­τζά­κη, στο: Έ. Σταυ­ρο­πού­λου, Θ. Αγά­θος (επιμ.), Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης, Πα­ρα­μορ­φώ­σεις, πα­ρα­λεί­ψεις, μυ­θο­ποι­ή­σεις, εκδ. Γκο­βό­στη, χ.χ.
Πο­λί­τη Τζ., 2001, Το πέν­θος της Ιστο­ρί­ας, στο Η ανε­ξα­κρί­βω­τη σκη­νή, εκδ. Άγρα.
Πρε­βε­λά­κης, Π. 1984, Τε­τρα­κό­σια γράμ­μα­τα του Κα­ζαν­τζά­κη στον Πρε­βε­λά­κη, εκδ. Κα­ζαν­τζά­κη.
Σελ­λά Όλ­γα, «O λα­βύ­ριν­θος της ιστο­ρί­ας του Ηρα­κλεί­ου. H συγ­γρα­φέ­ας Pέα Γα­λα­νά­κη μι­λά­ει για το τε­λευ­ταίο της μυ­θι­στό­ρη­μα, που κα­λύ­πτει ένα με­γά­λο μέ­ρος του 20ού αιώ­να», Η Kα­θη­με­ρι­νή, 29 Σε­πτεμ­βρί­ου 2002.
Σταυ­ρο­πού­λου Έ., 2011, «Aνα­ζη­τώ­ντας το μί­το του λα­βυ­ρίν­θου στο μυ­θι­στό­ρη­μα της Ρέ­ας Γα­λα­νά­κη O Αιώ­νας των Λα­βυ­ρίν­θων», στο Πε­πραγ­μέ­να Ι' Κρη­το­λο­γι­κού Συ­νε­δρί­ου (Χα­νιά, 1-8 Οκτω­βρί­ου 2006), Τό­μος Γ6, Φι­λο­λο­γι­κός Σύλ­λο­γος «Ο Χρυ­σό­στο­μος», Χα­νιά, σσ. 95-107.
Φραν­τζή Άντεια, «Ρέα Γα­λα­νά­κη. Στον λα­βύ­ριν­θο του μύ­θου και της ιστο­ρί­ας», στο Δρό­μοι κοι­νοί, Με­λέ­τες για την κοι­νω­νία και τον πο­λι­τι­σμό αφιε­ρω­μέ­νες στην Αι­κα­τε­ρί­νη Κου­μα­ρια­νού, Εται­ρεία Με­λέ­της Νέ­ου Ελ­λη­νι­σμού - Πα­ράρ­τη­μα πε­ριο­δι­κού Μνή­μων, Αθή­να 2009, σ. 369-378.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: