Νίκος Καζαντζάκης και Κώστας Μουρσελάς

Ο Κώστας Μουρσελάς
Ο Κώστας Μουρσελάς


_________
Το σπή­λαιο της έμπνευ­σης και οι στα­λα­κτί­τες της γρα­φής

___________




Ο Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης και ο Κώ­στας Μουρ­σε­λάς εί­ναι συγ­γρα­φείς από δια­φο­ρε­τι­κές γε­νιές με εν­δια­φέ­ρου­σες συ­γκλί­σεις και απο­κλί­σεις. Γρά­φουν θέ­α­τρο και ταυ­το­χρό­νως δο­κι­μά­ζουν τις δυ­νά­μεις τους στο μυ­θι­στό­ρη­μα. Ο Βί­ος και πο­λι­τεία του Αλέ­ξη Ζορ­μπά και τα Βαμ­μέ­να κόκ­κι­να μαλ­λιά εί­ναι έρ­γα της ωρι­μό­τη­τάς τους. Αξί­ζει λοι­πόν να ανα­ρω­τη­θού­με για το πό­τε, από ποιους δρό­μους και με ποιον τρό­πο δύο χαρ­το­πό­ντι­κες ρο­κα­νί­ζουν τον βίο των ηρώ­ων τους για χά­ρη κά­ποιας ανε­ξι­χνί­α­στης μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κής ανα­γκαιό­τη­τας . 

ΛΗ­ΞΙΑΡ­ΧΙ­ΚΕΣ ΠΡΑ­ΞΕΙΣ ΓΕΝ­ΝΗ­ΣΕ­ΩΣ

«Χω­ρίς να το θέ­λω και μά­λι­στα θέ­λο­ντας το αντί­θε­το κί­νη­σε από και­ρό να κρυ­σταλ­λώ­νε­ται μέ­σα μου ο μύ­θος του Ζορ­μπά»,[1] ομο­λο­γεί ο Κα­ζαν­τζά­κης όταν η μορ­φή του επέ­στρε­φε ξα­νά και ξα­νά πα­ρά τους αρ­χι­κούς δι­σταγ­μούς του συγ­γρα­φέα. Ο Γιώρ­γης Ζορ­μπάς, πριν γί­νει Αλέ­ξης και ήρω­ας ενός μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, υπήρ­ξε «ερ­γο­δη­γός» της ζω­ής, όταν το 1917, όπως μας πλη­ρο­φο­ρεί η Ελέ­νη Κα­ζαν­τζά­κη, ο Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης απο­φά­σι­σε να δο­κι­μά­σει την τύ­χη του και ως επι­χει­ρη­μα­τί­ας. Όμως το με­ταλ­λείο λι­γνί­τη που προ­σπά­θη­σε να αξιο­ποι­ή­σει «πή­γε κα­τά δια­βό­λου»,[2] κι έτσι ο μεν Ζορ­μπάς έφυ­γε για τη Χαλ­κι­δι­κή και κα­τό­πιν πε­ρι­πλα­νή­θη­κε στα Βαλ­κά­νια, ενώ ο Κα­ζαν­τζά­κης κα­τευ­θύν­θη­κε στην Ελ­βε­τία.

Πολ­λά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ο Μουρ­σε­λάς απο­κα­λύ­πτει ότι: «Τον Μα­νώ­λη, για­τί Μα­νώ­λης ήταν το πραγ­μα­τι­κό του όνο­μα […] τον γνώ­ρι­σα πρώ­τη φο­ρά τη δε­κα­ε­τία του '50. Στο σχο­λείο εκεί­νη την επο­χή εί­χα­με δη­μιουρ­γή­σει μια πα­ρέα που δια­βά­ζα­με πολ­λή λο­γο­τε­χνία και αγο­ρά­ζα­με συ­νέ­χεια βι­βλία. Ένας γνω­στός μας τό­τε μας έφε­ρε σε επα­φή με τον Μα­νώ­λη, για­τί εκεί­νος που­λού­σε βι­βλία με δό­σεις. Αυ­τή ήταν η πρώ­τη μας συ­νά­ντη­ση. Ύστε­ρα, όμως, ο Μα­νώ­λης άρ­χι­σε να με γοη­τεύ­ει…».[3]

Αυ­τό που μας εμπι­στεύ­ο­νται οι δύο συγ­γρα­φείς εί­ναι ότι ο ήρω­ας δεν εί­ναι αυ­τός που γνω­ρί­σαν κά­πο­τε, αλ­λά εκεί­νος που «απο­κρυ­σταλ­λώ­θη­κε» μέ­σα τους. Αν θέ­λου­με δη­λα­δή να σχη­μα­τί­σου­με μια ει­κό­να, θα ήταν ίσως αρ­κε­τό να σκε­φτού­με τον τρό­πο που με­γα­λώ­νουν σ’ ένα σπή­λαιο οι στα­λαγ­μί­τες και οι στα­λα­κτί­τες. Πι­θα­νόν η τύ­χη και η ανα­γκαιό­τη­τα να έχουν κά­νει ένα προ­σχέ­διο για τη φα­ντα­σμα­γο­ρία που αντι­κρί­ζου­με, αλ­λά, μό­νο η βρα­δύ­τη­τα μπο­ρεί να φι­λο­τε­χνή­σει το αρι­στούρ­γη­μα του μέλ­λο­ντος. Αν δη­λα­δή η έμπνευ­ση εί­ναι το σπή­λαιο, τό­τε οι ήρω­ές μας εί­ναι τό­σο κο­ντά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όσο ένας στα­λαγ­μί­της που πε­ρι­μέ­νει υπο­μο­νε­τι­κά τον στα­λα­κτί­τη που θα έρ­θει να τον συ­να­ντή­σει. Όταν ο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός ήρω­ας συ­να­ντη­θεί με τον σχε­δόν μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό ανα­γνώ­στη, τό­τε η προσ­δο­κία δι­καιώ­νε­ται.

Ο Κα­ζαν­τζά­κης συ­να­ντά­ει έναν άν­θρω­πο και δη­μιουρ­γεί μια ιδέα. Ο Μουρ­σε­λάς δεν συ­νά­ντη­σε πο­τέ τον Λούη. Τον κου­βα­λού­σε μέ­σα του πριν ακό­μα γί­νει η λο­γο­τε­χνι­κή περ­σό­να στην οποία ανα­φε­ρό­μα­στε. Τα όρια του φα­ντα­σια­κού και του πραγ­μα­τι­κού βρί­σκο­νται υπό διαρ­κή διε­ρεύ­νη­ση. Αξί­ζει ως εκ τού­του να υπο­γραμ­μί­σου­με την πλη­ρο­φο­ρία που μας πα­ρέ­χει ο Κα­ζαν­τζά­κης τό­σο για τον αρ­χι­κό του δι­σταγ­μό, όσο και για την πυ­ρε­τι­κή γρα­φή του στη συ­νέ­χεια. «Δού­λευα σαν τους μά­γους στις άγριες φυ­λές της Αφρι­κής, που ζω­γρα­φί­ζουν μέ­σα στις σπη­λιές τον Πρό­γο­νο που εί­δαν στ΄ όνει­ρό τους και μά­χο­νται να τον ζω­γρα­φί­σουν όσο μπο­ρούν πιο πι­στά, για να μπο­ρέ­σει ν’ ανα­γνω­ρί­σει η ψυ­χή το σώ­μα της και να ξα­να­γυ­ρί­σει».[4]

Ο Μπά­μπης Δερ­μι­τζά­κης πα­ρα­τη­ρεί ότι ο «πλή­ρης τί­τλος του έρ­γου του Κα­ζαν­τζά­κη εί­ναι Βί­ος και πο­λι­τεία του Αλέ­ξη Ζορ­μπά. Όμως τον Ζορ­μπά τον βλέ­που­με μό­λις σε ένα τρί­μη­νο της ζω­ής του, τό­τε που ανα­λαμ­βά­νει την επι­χεί­ρη­ση τού λι­γνι­τω­ρυ­χεί­ου με τον συγ­γρα­φέα, ενώ για την υπό­λοι­πη ζωή του ακού­με κά­ποιες σκόρ­πιες αφη­γή­σεις δι­κές του, και μα­θαί­νου­με λί­γα από τον συγ­γρα­φέα στην αρ­χή και το τέ­λος του βι­βλί­ου. Ο “Ζορ­μπάς” του Μουρ­σε­λά, ο Λού­ης, εί­ναι πραγ­μα­τι­κά “βί­ος και πο­λι­τεία”, επί­σης υπαρ­κτού προ­σώ­που, γε­μά­τος από τις πιο εξω­φρε­νι­κές, τις πιο ασύλ­λη­πτες πε­ρι­πέ­τειες…».[5]

Η δια­φο­ρά του Κα­ζαν­τζά­κη από τον Μουρ­σε­λά εί­ναι ότι ο πρώ­τος δί­στα­ζε να φι­λο­τε­χνή­σει το λο­γο­τε­χνι­κό πορ­τρέ­το του Ζορ­μπά όσο ο ήρω­άς του βρι­σκό­ταν στη ζωή, ενώ η προ­ε­τοι­μα­σία για τη συγ­γρα­φή του βι­βλί­ου έχει αρ­χί­σει αρ­κε­τά χρό­νια νω­ρί­τε­ρα. Ο θά­να­τός του όμως ξε­κλει­δώ­νει σχε­δόν αυ­τό­μα­τα τον μη­χα­νι­σμό της δη­μιουρ­γί­ας. Αντι­θέ­τως ο Μουρ­σε­λάς έγρα­ψε τα Βαμ­μέ­να κόκ­κι­να μαλ­λιά όταν ο Λού­ης ακό­μα με­σου­ρα­νού­σε, όταν δη­λα­δή απο­τε­λού­σε ένα ζω­ντα­νό και πο­λύ­τι­μο τεκ­μή­ριο μιας επο­χής που εί­χε αρ­χί­σει να θα­μπώ­νει και να χά­νε­ται στο βά­θος του χρό­νου. Μια ακό­μα δια­φο­ρά εί­ναι ότι για τον Κα­ζαν­τζά­κη εί­ναι αρ­κε­τό ένα στιγ­μιό­τυ­πο από τη ζωή του ήρωά του για να γεν­νή­σει τον μύ­θο του Ζορ­μπά, ενώ ο Μουρ­σε­λάς μοιά­ζει να ακο­λου­θεί τον Λούη μέ­χρι την ώρα που κα­μία συν­θή­κη δεν του επι­τρέ­πει να συ­νε­χί­σει να υπάρ­χει. Ο Λού­ης εί­ναι το ώρι­μο τέ­κνο μιας επο­χής. Ο Ζορ­μπάς εί­ναι υιο­θε­τη­μέ­νο τέ­κνο ενός με­γά­λου στο­χα­στή. Ο Κα­ζαν­τζά­κης έχει ανά­γκη τον ήρωά του για να ση­κώ­σει στις πλά­τες του ένα με­γά­λο όρα­μα. Ο Μουρ­σε­λάς, έχει ανά­γκη τον Λούη για να δώ­σει διέ­ξο­δο στη μι­κρο­α­στι­κή αμ­φι­σβή­τη­ση που έκα­νε τους πιο με­γά­λους συμ­βι­βα­σμούς, δί­χως να πά­ψει να υπο­κρί­νε­ται ότι κρα­τά­ει «το όπλο πα­ρά πό­δα».

Ο Κα­ζαν­τζά­κης, μας συ­στή­νει τον Αλέ­ξη Ζορ­μπά δια­κη­ρύσ­σο­ντας από τον πρό­λο­γο πως «εί­χε αυ­τό που ήθε­λε ένας κα­λα­μα­ράς για να σω­θεί».[6] Διέ­θε­τε δη­λα­δή πρω­τό­γο­νη μα­τιά, δη­μιουρ­γι­κή αφέ­λεια, πα­λι­κα­ριά και γάρ­γα­ρο γέ­λιο.

Ο Μουρ­σε­λάς μας συ­στή­νει τον δι­κό του ήρωα με τον τρό­πο που επι­δρά στη ζωή των άλ­λων: «…έτσι και κά­νεις πα­ρέα με τον Λούη, η ζωή σου δεν έχει ού­τε αρ­χή, ού­τε τέ­λος, δεν κα­τα­κά­θε­ται πο­τέ, δεν λι­μνά­ζει τί­πο­τα, δεν τε­λειώ­νει τί­πο­τα».[7]

ΣΤΟΙ­ΧΕΙΑ ΤΑΥ­ΤΟ­ΤΗ­ΤΑΣ ΔΥΟ ΗΡΩ­ΩΝ

Αυτοί οι ήρω­ες λοι­πόν μα­γνη­τί­ζουν τους δύο συγ­γρα­φείς και επι­δρούν στο έρ­γο τους. Δεν πρέ­πει όμως να λη­σμο­νού­με ού­τε στιγ­μή ότι μι­λά­με για λο­γο­τε­χνία. Αυ­τό, από μό­νο του, προ­ϋ­πο­θέ­τει στοι­χεία ασά­φειας και πλή­θος απο­σιω­πή­σεις. Ο Κα­ζαν­τζά­κης σχε­δόν μας βε­βαιώ­νει ότι από τον Γιώρ­γη μέ­χρι τον Αλέ­ξη Ζορ­μπά δεν με­σο­λα­βεί ού­τε μια γρα­φί­δα δρό­μος και μό­νο ο επι­με­λής ανα­γνώ­στης ανα­κα­λύ­πτει πλή­θος ανεί­πω­τες πλη­ρο­φο­ρί­ες και ηθε­λη­μέ­να μι­σό­λο­γα. Με το ίδιο ζή­τη­μα έχει ασχο­λη­θεί και η κρι­τι­κή. Ο Μάρ­κος Αυ­γέ­ρης δί­νει το 1965 μια συ­νέ­ντευ­ξη στην εφη­με­ρί­δα Αυ­γή με αφορ­μή την προ­βο­λή της ται­νί­ας του Κα­κο­γιάν­νη και προ­σπα­θεί να δια­χω­ρί­σει τον πραγ­μα­τι­κό από τον λο­γο­τε­χνι­κό και κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό Ζορ­μπά. Σύμ­φω­να με τον Αυ­γέ­ρη, που τον εί­χε γνω­ρί­σει, ο Γιώρ­γης Ζορ­μπάς «ήταν ένας κα­νο­νι­κός άν­θρω­πος, ένας εμπει­ρι­κός με­ταλ­λειο­λό­γος που σ’ όλη του τη ζωή τον απα­σχο­λού­σαν η ανα­κά­λυ­ψη και η εκ­με­τάλ­λευ­ση με­ταλ­λεί­ων».[8] Αυ­τόν τον άν­θρω­πο που ο Αυ­γέ­ρης χα­ρα­κτη­ρί­ζει «κα­νο­νι­κό», τον έχει φυ­σι­κά ανά­γκη η κοι­νω­νία, αλ­λά δεν τον έχει ανά­γκη η λο­γο­τε­χνία. Δεν έχει νό­η­μα λοι­πόν να ανα­σκά­πτου­με το πα­ρελ­θόν ελ­πί­ζο­ντας ότι θα συ­να­ντή­σου­με τον αλη­θι­νό και τον λο­γο­τε­χνι­κό Ζορ­μπά ενω­μέ­νους εις σάρ­κα μί­αν. Έχει όμως νό­η­μα να κα­τα­νο­ή­σου­με ότι ο Κα­ζαν­τζά­κης μπο­ρεί να απέ­τυ­χε στις με­ταλ­λευ­τι­κές επι­χει­ρή­σεις, αλ­λά πέ­τυ­χε να ανα­σύ­ρει από τα βά­θη της ψυ­χής ενός κα­νο­νι­κού αν­θρώ­που έναν «ιδα­νι­κό» ήρωα. Ο Γιώρ­γης Ζορ­μπάς ήταν δη­λα­δή κα­τα­δι­κα­σμέ­νος με τον θά­να­τό του να δώ­σει ζωή σε ένα ήρωα που θα του χά­ρι­ζε την αθα­να­σία. Ο πραγ­μα­τι­κός με­ταλ­λειο­λό­γος εί­ναι ο Κα­ζαν­τζά­κης. Το με­ταλ­λευ­τι­κό προ­ϊ­όν εί­ναι οι λέ­ξεις που σφυ­ρη­λα­τούν έναν ήρωα στα μέ­τρα του νι­τσεϊ­κού προ­τύ­που. Το κρά­μα του με­τάλ­λου που απο­τε­λεί τον Ζορ­μπά έχει υπο­στεί ιδιαί­τε­ρη κα­τερ­γα­σία. Φι­λο­σο­φι­κά, κρα­τά­ει από τη σχο­λή του Μπερ­γκ­σόν και του Νί­τσε. Λο­γο­τε­χνι­κά στοι­χεία του μπο­ρού­με να δια­κρί­νου­με στον Θερ­βά­ντες, τον Κνουτ Χάμ­σουν, κα­θώς και στον Πα­να­ΐτ Ιστρά­τι.

Στον Βίο του Αλέ­ξη Ζορ­μπά ο δη­μιουρ­γός του ιδε­ο­λο­γι­κά δεν κα­τα­θέ­τει τί­πο­τα πέ­ρα από αυ­τό που έχει ήδη κα­τα­θέ­σει με την Ασκη­τι­κή. Προ­σθέ­τει όμως μια ώρι­μη μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή γρα­φή και δη­μιουρ­γεί μια ύπαρ­ξη που κα­τα­φέρ­νει να κα­τε­βά­σει αυ­τή τη δι­δα­σκα­λία στις στο­ές ενός λο­γο­τε­χνι­κού ορυ­χεί­ου. Σε αυ­τές τις στο­ές μας κα­λεί να ανα­ζη­τή­σου­με τα πο­λύ­τι­μα κοι­τά­σμα­τα της ζω­ής. Όχι για­τί ο Αλέ­ξης Ζορ­μπάς εί­ναι το πρό­τυ­πο μιας νι­τσεϊ­κής αρε­τής που συ­νά­ντη­σε έναν με­γά­λο δη­μιουρ­γό, αλ­λά για­τί ο δη­μιουρ­γός νιώ­θει την ανά­γκη να συ­να­ντή­σει αυ­τό το ιδε­α­τό πρό­τυ­πο ανά­με­σά μας. Ο Ζορ­μπάς δεν εί­ναι πα­ρά ένας ακό­μα Κα­ζαν­τζά­κης που σπρώ­χνει τους ερ­γά­τες στα ορυ­χεία και με­τά φτιά­χνει νό­στι­μες σού­πες για να τα­ΐ­σει την αιώ­νια πεί­να μας. Ένας Κα­ζαν­τζά­κης που ερω­το­τρο­πεί την ώρα που ο άλ­λος εαυ­τός του κρα­τά­ει «κα­τά­στι­χα» γρά­φο­ντας και σβή­νο­ντας τα πα­θή­μα­τά του και τα φερ­σί­μα­τά μας.

Σύμ­φω­να με τον Μουρ­σε­λά, «η μι­σή ζωή του Λούη κα­λύ­πτε­ται από μυ­στή­ριο».[9] Η αλή­θεια εί­ναι ότι η ζωή κά­θε αν­θρώ­που πε­ρι­κλεί­ει κά­ποιο μυ­στή­ριο. Όταν όμως ένας συγ­γρα­φέ­ας προ­σπα­θεί να εξι­χνιά­σει το μυ­στή­ριο της ζω­ής των ηρώ­ων του το κά­νει για να συ­γκα­λύ­ψει το μυ­στή­ριο της δι­κής του ζωή. Στην πε­ρί­πτω­σή μας αυ­τό αφο­ρά τό­σο τον Μουρ­σε­λά, όσο και τον Κα­ζαν­τζά­κη. Ο Μουρ­σε­λάς μας δια­φω­τί­ζει σε ό,τι αφο­ρά τις προ­θέ­σεις του αλ­λά όχι μέ­χρι του ση­μεί­ου που θα ικα­νο­ποιού­σε την πε­ριέρ­γειά μας,πε­ρι­φέ­ρο­ντας τους ανα­γνώ­στες στα συγ­γρα­φι­κά πα­ρα­σκή­νια. Ομο­λο­γεί όμως ότι «κά­θε χα­ρα­κτή­ρας σε όλα τα έρ­γα τέ­χνης, έχει μέ­σα του και ένα κομ­μά­τι από τον δη­μιουρ­γό του… γι’ αυ­τό και σε όλα τα έρ­γα μου, σε κά­θε ήρωά μου θα βρεις κά­τι και από μέ­να».[10]

Δεν λη­σμο­νού­με ότι ο Ζορ­μπάς και ο Λού­ης, ως μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κοί ήρω­ες του ει­κο­στού αιώ­να εί­ναι οι ήρω­ες που έχου­με ανά­γκη. Κα­τοι­κούν ανά­με­σά μας. Μας μοιά­ζουν δί­χως να ταυ­τί­ζο­νται μα­ζί μας. Εί­ναι οι ήρω­ες του σχε­δόν και οι σχε­δόν ήρω­ες. Ο Κα­ζαν­τζά­κης συ­να­ντά­ει έναν θνη­τό και τον κά­νει ημί­θεο. Ο Μουρ­σε­λάς βο­λεύ­ε­ται με έναν Λούη και, αν υπήρ­χε ανά­γκη, θα μπο­ρού­σε να πέ­σει και πιο χα­μη­λά. Δεν θα δί­στα­ζε δη­λα­δή να το­πο­θε­τή­σει στο ανα­λό­γιό μας δύο πε­ρι­θω­ρια­κούς αντι­ή­ρω­ες όπως εί­χε κά­νει πιο νω­ρίς στο «Εκεί­νος κι Εκεί­νος» με τον Λου­κά και τον Σό­λω­να. Ο Ζορ­μπάς δια­βά­ζει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και φι­λο­σο­φεί επί του πρα­κτέ­ου. Ο Λού­ης έχει την αλή­θεια μέ­σα του. Την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τη ζει αλ­λά δεν του φτά­νει. Δεν τον λες δια­νο­ού­με­νο, αλ­λά σί­γου­ρα τον λες υπο­ψια­σμέ­νο.

Στο Λε­ξι­κό Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Λο­γο­τε­χνί­ας δια­βά­ζου­με για τα Βαμ­μέ­να Κόκ­κι­να Μαλ­λιά ότι αντι­με­τώ­πι­σαν τη δυ­σπι­στία της κρι­τι­κής. «Ωστό­σο, δια­θέ­τουν ένα νι­τσεϊ­κό φι­λο­σο­φι­κό υπό­βα­θρο, κα­θώς ο Εμ­μα­νου­ήλ Ρε­τσί­νας ή Λού­ης, εί­ναι μια άλ­λη εκ­δο­χή του Ζορ­μπά, και κα­τ’ ου­σί­αν, ένας αντι­ή­ρω­ας».[11] Κρα­τά­με την τε­λευ­ταία επι­σή­μαν­ση και επι­στρέ­φου­με στο «νι­τσεϊ­κό φι­λο­σο­φι­κό υπό­βα­θρο» που μοιά­ζει πο­λύ ψη­λό για να το ανε­βεί ο Εμ­μα­νου­ήλ Ρε­τσί­νας ή Λού­ης, χω­ρίς αυ­τό να αναι­ρεί την επι­σή­μαν­ση ότι ο Μουρ­σε­λάς έχει «δια­βά­σει» κα­λά τον Βίο και την πο­λι­τεία του Αλέ­ξη Ζορ­μπά. Το έχει δια­βά­σει τό­σο κα­λά που μπο­ρεί να το πα­ρα­κάμ­ψει για να στή­σει την ιστο­ρία του όχι ακου­μπώ­ντας στο έρ­γο του Νί­τσε, όσο ακο­λου­θώ­ντας τον πο­λυάν­θρω­πο κό­σμο του Τσέ­χωφ. Ο Λού­ης εί­ναι ένας Πλα­τό­νωφ. «Εγώ ήρ­θα στον κό­σμο μό­νο και μό­νο για να αγα­πώ τα σπου­δαία πράγ­μα­τα, αλ­λά να μην πε­τυ­χαί­νω πα­ρά μό­νο τα ασή­μα­ντα»,[12] λέ­ει ο ήρω­ας του Τσέ­χωφ. Πό­σο πο­λύ μου θυ­μί­ζει αυ­τό τον ήρωα του Μουρ­σε­λά. Το μό­νο που δεν έχει πά­ρει ο Λού­ης από τον κό­σμο του Τσέ­χωφ εί­ναι η τρα­γι­κή μοί­ρα των ηρώ­ων του. Το φαρ­μά­κι αυ­τής της μοί­ρας πο­τί­ζει κά­θε έναν που θα τον συ­να­να­στρα­φεί αλ­λά όχι τον ίδιο. «Πο­λύ θα ήθε­λα να σας κου­βέ­ντια­ζα ύστε­ρ’ από δέ­κα ή έστω πέ­ντε χρό­νια…Πως θα ήσα­στε άρα­γε τό­τε; Θα δια­τη­ρεί­τε αυ­τόν τον ίδιο τό­νο, την ίδια λάμ­ψη στα μά­τια;»[13] ρω­τά­ει ο Πλα­τό­νωφ έναν αυ­θά­δη νε­α­ρό,ενώ ο Λού­ης λέ­ει στα ίσια στον φί­λο του τον Μα­νο­λό­που­λο: «Ξέ­ρεις τι ήθε­λα; Να συ­να­ντη­θού­με στα ογδό­ντα μας και να μου πεις τό­τε για πό­σα πράγ­μα­τα έχεις με­τα­νιώ­σει στη ζωή σου».[14]

Αν υπάρ­χει κά­τι κοι­νό ανά­με­σα στον Ζορ­μπά και τον Λούη εί­ναι ότι και οι δύο τρα­βούν μπρο­στά με τον τρό­πο που το κά­νει όποιος έχει απαλ­λα­γεί από την αβε­βαιό­τη­τα. Δια­τη­ρούν το προ­νό­μιο να τρέ­φο­νται ακό­μα και από τις αμ­φι­βο­λί­ες τους. Αυ­τό εί­ναι το ση­μείο όπου ο Μουρ­σε­λάς απο­φά­σι­σε να σβή­σει κά­θε ρυ­τί­δα από το πρό­σω­πο του Λούη. Ο ιδε­α­τός Λού­ης ανε­βαί­νει στο ύψος του ιδε­α­τού Ζορ­μπά.

Ας μη μας δια­φεύ­γει ότι ο Κα­ζαν­τζά­κης γρά­φει έναν πρό­λο­γο για να πει ότι, με­τά τον Όμη­ρο, τον Μπερ­γκ­σόν και τον Νί­τσε, ο Αλέ­ξης Ζορ­μπάς εί­ναι αυ­τός που άφη­σε βα­θιά ίχνη στην ψυ­χή του. Ο «πρό­λο­γος» του Μουρ­σε­λά έχει τε­λεί­ως άλ­λη μορ­φή. Μας πα­ρα­θέ­τει το πλή­θος των ονο­μά­των των ηρώ­ων του με την ιδιό­τη­τά τους και αυ­τό μας θυ­μί­ζει τη θε­α­τρι­κή προ­παί­δεια του συγ­γρα­φέα αλ­λά και τον τρό­πο που ένα θε­α­τρι­κό πρό­γραμ­μα μας ει­σά­γει στον σκη­νι­κό κό­σμο όπου πρό­κει­ται να με­τα­φερ­θού­με. Ο μεν Κα­ζαν­τζά­κης γρά­φει έναν πρό­λο­γο προ­θέ­σε­ων, ο δε Μουρ­σε­λάς έναν «πρό­λο­γο» προ­σώ­πων.

ΚΟΙ­ΝΩ­ΝΙ­ΚΑ ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙ­ΝΩ­ΝΙ­ΚΗ ΥΠΕΡ­ΒΑ­ΣΗ

Ο Πή­τερ Μπί­αν ανα­φε­ρό­με­νος στον Αλέ­ξη Ζορ­μπά έχει γρά­ψει ότι «Εί­ναι μια απο­λαυ­στι­κή, δρο­σι­στι­κή ιστο­ρία, που μέ­σα στην πλη­θω­ρι­κό­τη­τά της δεν φαί­νε­ται να ζη­τά­ει υπερ­βο­λι­κή δια­νοη­τι­κή προ­σπά­θεια· κι όμως αυ­τή η εντύ­πω­ση του αυ­θόρ­μη­του εί­ναι απα­τη­λή, για­τί πρό­κει­ται για μία πο­λύ σο­φά χτι­σμέ­νη φι­λο­σο­φι­κή πα­ρα­βο­λή».[15]

Δεν θα ήταν λά­θος να πού­με ότι ο Κα­ζαν­τζά­κης σε αυ­τό το βι­βλίο εμ­φα­νί­ζε­ται από τη μία ως ένας πο­λυ­συλ­λε­κτι­κός και βα­θύς στο­χα­στής και από την άλ­λη ως ένας με­γά­λος πα­ρα­μυ­θάς. Κυ­νη­γά­ει τους ανε­μό­μυ­λους που του αξί­ζουν και αλέ­θει τα γεν­νή­μα­τα που του πρέ­πουν. Ίσως από την άπο­ψη αυ­τή δεν εί­ναι τυ­χαίο ότι επι­λέ­γει να δια­τη­ρή­σει σε όλο το βι­βλίο την ανω­νυ­μία του. Το κά­νει γνω­ρί­ζο­ντας πο­λύ κα­λά τη ση­μα­σία της οι­κειό­τη­τας των ονο­μά­των και της ανοι­κειό­τη­τας των επω­νύ­μων. Ο αφη­γη­τής Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης εί­ναι το «αφε­ντι­κό» και κά­πο­τε, «κα­λα­μα­ράς», «σο­φο­λο­γιό­τα­τος,» «άπη­χτο μυα­λό» και «ανή­λια­γο κρέ­ας». Για τον ανα­γνώ­στη εί­ναι η γνώ­ρι­μη φι­γού­ρα του χαρ­το­πό­ντι­κα. Εί­ναι αυ­τός που επι­λέ­γει να δια­βά­ζει για τη ζωή τη στιγ­μή που η ζωή τον κα­λεί να τη ζή­σει. Ο Ζορ­μπάς, ακό­μα και αν δεν εί­ναι ο «δά­σκα­λος» που θα του χρεια­ζό­ταν, του προ­σφέ­ρει ωστό­σο έναν κα­θρέ­φτη για να αντι­κρί­σει το πρό­σω­πό του. Του υπεν­θυ­μί­ζει πως: «Ναι, κα­τα­λα­βαί­νεις με το μυα­λό. Λες: σω­στό, στρα­βό, έτσι εί­ναι, έτσι δεν εί­ναι· έχεις δί­κιο, δεν έχεις δί­κιο. Μα τι βγαί­νει με αυ­τό; Εγώ κοι­τά­ζω τα μπρά­τσα σου, τα πό­δια σου, το στή­θος σου… κι αυ­τά όλα πο­μέ­νουν βου­βά· δεν λέ­νε τί­πο­τα».[16]

Τό­σο στον Αλέ­ξη Ζορ­μπά όσο και στα Βαμ­μέ­να κόκ­κι­να μαλ­λιά η τα­κτο­ποι­η­μέ­νη ζωή συ­να­να­στρέ­φε­ται την ατα­ξία. Όσο οι αφη­γη­τές βυ­θί­ζο­νται στην αβε­βαιό­τη­τά ή αγκι­στρώ­νο­νται στη σι­γου­ριά τους, τό­σο σπρώ­χνουν τους ήρω­ές τους στα πιο ακραία τολ­μή­μα­τα. Ακό­μα και όταν μι­λά­ει ο Ζορ­μπάς, τα λό­για του εί­ναι απο­τέ­λε­σμα, συ­μπέ­ρα­σμα και συ­γκε­ρα­σμός κά­ποιας πρά­ξης, ενώ «η με­γά­λη αδυ­να­μία του Λούη» εί­ναι «τα γε­γο­νό­τα. Δί­ψα­γε για γε­γο­νό­τα».[17] Σύμ­φω­να με τον Ζορ­μπά το «αφε­ντι­κό» κου­βα­λά αυ­τό που δεν του επι­τρέ­πει να σω­θεί. Ο Λού­ης από την άλ­λη, κα­θώς συ­νη­θί­ζει να δί­νει σε όλους ένα όνο­μα, βα­φτί­ζει τον Κων­στα­ντή Μα­νο­λό­που­λο «ξά­δελ­φο» και με τον και­ρό δια­κρί­νει στο πρό­σω­πό του τον «συγ­γρα­φέα». Ενώ δεν τον πε­ρι­φρο­νεί, τον εξω­θεί σε επι­κίν­δυ­νους με­τε­ω­ρι­σμούς. Εκεί που ο Ζορ­μπάς εί­ναι μια σπρω­ξιά ο Λού­ης εί­ναι σκού­ντη­μα με τον αγκώ­να, ενώ άλ­λες φο­ρές εί­ναι το επί­μο­νο τρά­βηγ­μα από το μα­νί­κι.

Τό­σο ο Ζορ­μπάς όσο και ο Λού­ης συ­νι­στούν έντο­νη και ευ­διά­κρι­τη αντί­θε­ση σε σχέ­ση με τους δύο αφη­γη­τές. Όσο οι μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κοί τους ήρω­ες υπερ­βαί­νουν τα όρια, τό­σο οι εσω­στρε­φείς δια­νο­ού­με­νοι ανα­δι­πλώ­νο­νται στο κέ­λυ­φος του θαυ­μα­σμού τους. Κά­πο­τε τα όρια αυ­τά κα­θο­ρί­ζο­νται από τη διαρ­κή ανα­δί­πλω­ση και τον επί­μο­νο δια­νοη­τι­κό στο­χα­σμό και άλ­λο­τε, τί­θε­νται από την κοι­νω­νία. Το εμπό­διο εί­ναι άλ­λο­τε ένας σπά­γκος και άλ­λο­τε μια γραμ­μή χα­ραγ­μέ­νη με κι­μω­λία. «Ο νους εί­ναι μπα­κά­λης, κρα­τά­ει κα­τά­στι­χα, γρά­φει τό­σα έδω­κα, τό­σα πή­ρα, αυ­τά ‘ναι τα κέρ­δη, αυ­τές οι ζη­μιές. Εί­ναι μα­θές κα­λός νοι­κο­κυ­ρά­κος, δεν τα βά­ζει όλα κά­τω, κρα­τά­ει πά­ντα του πι­σι­νή. Δεν σπά­ει τον σπά­γκο… Μα άμα δεν σπά­σεις τον σπάγ­γο… τι ου­σία έχει η ζωή;»[18] Εκεί που ο Κα­ζαν­τζά­κης περ­δου­κλώ­νε­ται με τον σπάγ­γο, ο Μουρ­σε­λάς τα βρί­σκει μπα­στού­νια με μια «γραμ­μή». «Υπάρ­χει […] μια κι­μω­λία. Δεν έχει ση­μα­σία ποιος την κρα­τά, Αυ­τός πά­ντως που την κρα­τά έχει την εξου­σία να σου χα­ρά­σει τα όρια που θα κι­νεί­σαι. Εντός των ορί­ων επι­τρέ­πο­νται τα πά­ντα. Εκτός, απα­γο­ρεύ­ο­νται τα πά­ντα».[19] Η αλή­θεια εί­ναι πως τό­σο ο Ζορ­μπάς όσο και ο Λού­ης δεν κά­νουν άλ­λο από το να υπερ­βαί­νουν τα όρια. Η δια­φο­ρά εί­ναι πως ο ήρω­ας του Κα­ζαν­τζά­κη θυ­μί­ζει χαρ­τα­ε­τό που έφυ­γε από τον έλεγ­χό μας. Εμείς κρα­τή­σα­με τα δε­σμά, εκεί­νος κρά­τη­σε την απε­ρα­ντο­σύ­νη. Από αυ­τή την άπο­ψη ο ήρω­ας του Μουρ­σε­λά δεν θα εμ­φα­νι­στεί πο­τέ τό­σο υψι­πε­τής. Φυ­σι­κά θα κά­νει κου­ρέ­λια τη γραμ­μή του ταγ­μα­τάρ­χη Κρι­τσί­νη και θα οδη­γή­σει και τον ίδιο στην κα­τα­στρο­φή, αλ­λά αυ­τό δεν τον θέ­τει εκτός. Ο Λού­ης κα­τά βά­θος δεν αμ­φι­σβη­τεί τα όρια, για­τί το μι­κρο­α­στι­κό όνει­ρο δεν απο­κλεί­ει ού­τε το πλή­θος των ερω­τι­κών εμπει­ριών, ού­τε την ερ­γα­σια­κή κι­νη­τι­κό­τη­τα, ού­τε την υπερ­βάλ­λου­σα πνευ­μα­τι­κή έξα­ψη. Ένας Λού­ης πο­λύ συ­χνά εί­ναι κοι­νω­νι­κά απα­ραί­τη­τος, όπως το βό­τσα­λο στην ατα­ρα­ξία της λί­μνης.

Αυ­τό το μι­κρο­α­στι­κό ιδα­νι­κό με τον έναν ή τον άλ­λο τρό­πο έχει πο­τί­σει την λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρα­γω­γή της με­τα­πο­λι­τευ­τι­κής πε­ριό­δου. Εί­ναι μά­λι­στα ένα ση­μείο στο οποίο ο Κα­ζαν­τζά­κης και ο Μουρ­σε­λάς μοιά­ζουν να μην μπο­ρούν να συ­νο­μι­λή­σουν. Αυ­τό μπο­ρού­με να το κα­τα­νο­ή­σου­με κα­λύ­τε­ρα αν δού­με τον τρό­πο με τον οποίο πε­ρι­γρά­φουν και αντι­λαμ­βά­νο­νται την κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ο Κα­ζαν­τζά­κης με φει­δώ μας πα­ρέ­χει στοι­χεία για την «αγο­ρά χαλ­κού» της επο­χής του. Πρέ­πει να φτά­σει στο αρ­χο­ντα­ρί­κι ενός μο­να­στη­ριού όπου θα του ζη­τή­σει ο Αρ­χο­ντά­ρης μια εφη­με­ρί­δα για να μά­θει τα νέα του κό­σμου. Σε ένα μο­να­στή­ρι, ο αφη­γη­τής μας επι­τρέ­πει να κρυ­φα­κού­σου­με τους «αγί­ους» να μι­λούν «για την Αγ­γλία, τη Ρω­σία, για τον Βε­νι­ζέ­λο, το Βα­σι­λιά, με πά­θος».[20]

Ο Μουρ­σε­λάς όμως, δεν δι­στά­ζει να λε­ρώ­σει τους δι­κούς του ήρω­ές με τη σκό­νη του και­ρού του. Μην πα­ρα­ξε­νευ­τού­με λοι­πόν αν βρού­με στα δύο μυ­θι­στο­ρή­μα­τά πο­λύ Ζα­χα­ριά­δη και μία μό­νο ανα­φο­ρά στο Βε­νι­ζέ­λο. Φυ­σι­κά, κι ο Ζα­χα­ριά­δης του Μουρ­σε­λά εί­ναι μια εμ­μο­νή, μια κα­ρι­κα­τού­ρα, ένας στό­χος για να πε­τά­νε τα βέ­λη τους τα μέ­λη μιας αρι­στε­ρό­στρο­φης πα­ρέ­ας. Η πο­λι­τι­κή όμως νοη­μα­το­δο­τεί τη ζωή και τις αξί­ες των ηρώ­ων του. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Κα­ζαν­τζά­κη η πο­λι­τι­κή με πο­λύ δι­σταγ­μό πά­ει να εκ­φέ­ρει κά­ποια φι­λερ­γα­τι­κά λο­γύ­δρια, αλ­λά ο Ζορ­μπάς θα βά­λει τα πράγ­μα­τα στη θέ­ση τους. «Τι ‘ναι πά­λι αυ­τά που τους έλε­γες σή­με­ρα; Σο­σια­λι­σμός και κου­ρο­φέ­ξα­λα! Ιε­ρο­κή­ρυ­κας εί­σαι μα­θές ή κε­φα­λαιού­χος; Πρέ­πει να δια­λέ­ξεις».[21]

Εί­ναι μια μά­χη οπι­σθο­φυ­λα­κών κα­τά την οποία ο ερ­γά­της ανα­λαμ­βά­νει να με­ρε­με­τί­σει τις αυ­τα­πά­τες του αφε­ντι­κού. «Άσε τους αν­θρώ­πους ήσυ­χους αφε­ντι­κό και μην τους ανοί­γεις τα μά­τια· αν τους τ’ ανοί­ξεις τι θα δουν; Την κα­κή τους και την ψυ­χρή! Άσ’ τα λοι­πόν κλει­στά να ονει­ρεύ­ο­νται!!!».[22] Ο λο­γο­τε­χνι­κός Ζορ­μπάς γεν­νιέ­ται κα­τά τη διάρ­κεια της σκλη­ρής κα­το­χής, με υπαρ­ξια­κή αγω­νία και αντι­συμ­βα­τι­κή ηθι­κή. Ο Λού­ης απέ­κτη­σε μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή υπό­στα­ση, όταν οι τα­κτο­ποι­η­μέ­νες ζω­ές άρ­χι­σαν να ασφυ­κτιούν και να πλήτ­τουν. Τους ήρω­ες, αντι­συμ­βα­τι­κούς και μη, τους σφυ­ρη­λα­τεί μια ανά­γκη. Αν υπο­λο­γί­σου­με το μέ­γε­θος των ανα­γκών, τό­τε μπο­ρού­με να αντι­λη­φθού­με και το εί­δος των ηρώ­ων. 

Ο ΔΕΥ­ΤΕ­ΡΟΣ ΖΟΡ­ΜΠΑΣ ΚΑΙ Ο ΔΕΥ­ΤΕ­ΡΟΣ ΛΟΥ­ΗΣ

Είναι λοι­πόν απα­ραί­τη­το να απο­κα­τα­στή­σου­με μια αλή­θεια. Ο Βί­ος και η πο­λι­τεία του Αλέ­ξη Ζορ­μπά δεν εί­ναι μυ­θι­στό­ρη­μα για έναν ήρωα όπως μπο­ρεί να συ­μπε­ρά­νει ο ανα­γνώ­στης και όπως έχει κα­τα­λή­ξει η κρι­τι­κή. Σε αυ­τό το μυ­θι­στό­ρη­μα υπάρ­χει και ένας δεύ­τε­ρος Ζορ­μπάς. Την ύπαρ­ξή του τη δια­σώ­ζει η μνή­μη του αφη­γη­τή και η επι­στο­λο­γρα­φία. Αυ­τός ο δεύ­τε­ρος Ζορ­μπάς εί­ναι ο Γιάν­νης Σταυ­ρι­δά­κης, πρό­σω­πο επί­σης υπαρ­κτό, ο οποί­ος εί­χε θη­τεύ­σει Πρό­ξε­νος της Ελ­λά­δας στην Ελ­βε­τία το 1918-1919 και εί­χε στα­λεί από τον Ελευ­θέ­ριο Βε­νι­ζέ­λο στον Καύ­κα­σο, με την απο­στο­λή να δια­σώ­σει τον σκλη­ρά δο­κι­μα­ζό­με­νο ελ­λη­νι­σμό του Πό­ντου. Σε αυ­τή την απο­στο­λή εί­χε ανα­μει­χθεί ως Γε­νι­κός Διευ­θυ­ντής του Υπουρ­γεί­ου Πε­ρι­θάλ­ψε­ως και ο Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης.[23]

Ο τρό­πος με τον οποίο πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε τη σχέ­ση του Κα­ζαν­τζά­κη με τον φί­λο και συ­μπα­τριώ­τη του θυ­μί­ζει τον τρό­πο που κά­πο­τε στους κι­νη­μα­το­γρά­φους πα­ρα­κο­λου­θού­σα­με τα κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά επί­και­ρα πριν από την προ­βο­λή του φιλμ. Μια ανά­μνη­ση βα­σα­νί­ζει τον αφη­γη­τή στις πρώ­τες σε­λί­δες. Ένα χρό­νο νω­ρί­τε­ρα απο­χαι­ρε­τού­σε τον αγα­πη­μέ­νο του φί­λο στο ίδιο λι­μά­νι. Αρ­χι­κά ο φί­λος του τον πα­ρό­τρυ­νε να στα­μα­τή­σει να «τρώ­ει χαρ­τί και να πα­σα­λεί­βε­ται με με­λά­νια», για να κα­τα­λή­ξει ότι «Ο μό­νος τρό­πος να σώ­σεις τον εαυ­τό σου εί­ναι να μά­χε­σαι να σώ­σεις τους άλ­λους».[24] Υπάρ­χει κά­ποιο νό­η­μα για την ύπαρ­ξη αυ­τής της ανά­μνη­σης ή απο­τε­λεί δείγ­μα της αμη­χα­νί­ας του συγ­γρα­φέα; Για ποιο λό­γο μας συ­στή­νει κά­ποιον που εί­χε φύ­γει από τη ζωή πά­νω από δυο δε­κα­ε­τί­ες πριν ακό­μα μας συ­στή­σει τον Αλέ­ξη Ζορ­μπά; Νο­μί­ζω ότι το νό­η­μα μπο­ρού­με να το βρού­με στις λί­γες κου­βέ­ντες που μας χα­ρί­ζει η αρ­χι­κή ανα­φο­ρά, αλ­λά και στις επι­στο­λές που ακο­λου­θούν. Τα πά­ντα όμως θα απο­κα­λυ­φθούν στις πραγ­μα­τι­κές τους δια­στά­σεις με το τρα­γι­κό τέ­λος του Σταυ­ρι­δά­κη. Σε μια από αυ­τές τις επι­στο­λές, ανα­κε­φα­λαιώ­νο­ντας το πλή­θος των δυ­σκο­λιών που συ­να­ντά­ει στο έρ­γο του, ομο­λο­γεί ότι «τώ­ρα μο­να­χά ξέ­ρω τι θα πει ευ­τυ­χία. Τώ­ρα μο­νά­χα το κα­τα­λα­βαί­νω, για­τί το ζω, το πα­μπά­λαιο ρη­τό της Χρη­στο­μά­θειας: ευ­τυ­χία θα πει να κά­νεις το χρέ­ος σου. Κι όσο πιο δύ­σκο­λο το χρέ­ος τό­σο πιο με­γά­λη η ευ­τυ­χία».[25] Αυ­τόν τον ορι­σμό της απο­στο­λής και της ευ­τυ­χί­ας δεν θα μπο­ρού­σε να τον υπο­δεί­ξει ένας ήρω­ας κομ­μέ­νος και ραμ­μέ­νος στα μέ­τρα του Ζορ­μπά. Μπο­ρεί όμως να τον υπο­γραμ­μί­σει ένας ήρω­ας ο οποί­ος, αν και πα­ρα­μέ­νει στο ημί­φως, αφή­νει ένα ευ­διά­κρι­το ίχνος. Δεν εί­ναι επί­σης χω­ρίς λό­γο το γε­γο­νός ότι, λί­γο πριν ο Κα­ζαν­τζά­κης μι­λή­σει για τον θά­να­το του Ζορ­μπά, ανα­σύ­ρει μια πο­ντι­σμέ­νη μνή­μη για να κά­νει ένα ακό­μα μνη­μό­συ­νο με αυ­τά τα λό­για: «όταν ο Σταυ­ρι­δά­κης ήταν μω­ρό, ο γε­ρό -παπ­πούς του τον κρα­τού­σε στο ένα του γό­να­το και στο άλ­λο του ακου­μπού­σε την κρη­τι­κιά λύ­ρα κι έπαι­ζε αντρί­στι­κους σκο­πούς· [ …] όμοια να δώ­σει η μοί­ρα έτσι στα γό­να­τα του Θε­ού να κά­θε­ται πά­ντα!!»[26]

Δια­βά­ζο­ντας με αυ­τόν τον τρό­πο τις επι­στο­λές μπο­ρού­με να δώ­σου­με μια εξή­γη­ση και για έναν ακό­μα φί­λο και επι­στο­λο­γρά­φο, τα ίχνη του οποί­ου μας οδη­γούν στην αφρι­κα­νι­κή ήπει­ρο. Αν ο Σταυ­ρι­δά­κης εί­ναι η κα­τά­φα­ση και η θυ­σία, ο Κα­ρα­γιάν­νης, που ζού­σε στην Ταν­γκα­νί­κα, εί­ναι η επι­το­μή του εγω­ι­σμού. Δεν πι­στεύ­ει που­θε­νά, δεν αγα­πά­ει τί­πο­τα, μι­σεί τους νω­θρούς Έλ­λη­νες και κα­τα­φρο­νεί τα γράμ­μα­τα. Αν ο Ζορ­μπάς εί­ναι η φω­το­γρα­φία, ο Σταυ­ρι­δά­κης και Ο Κα­ρα­γιάν­νης εί­ναι το θε­τι­κό και το αρ­νη­τι­κό. Ο φω­το­γρά­φος εί­ναι ο Κα­ζαν­τζά­κης και εμείς οι απο­δέ­κτες της τέ­χνης του. Αν το σκε­φτώ λί­γο ακό­μα, τό­τε ίσως να μην πέ­φτω κα­θό­λου έξω αν πω ότι φω­το­γρα­φί­ζο­ντας τον Ζορ­μπά και τους δύο επι­στο­λο­γρά­φους η φω­το­γρα­φία θα μας δεί­ξει τον συγ­γρα­φέα! Ο Ζορ­μπάς από μό­νος του έχει την ανα­πη­ρία της τε­λειό­τη­τας. Ο Σταυ­ρι­δά­κης εί­ναι ο Σί­μω­νας που ση­κώ­νει τον σταυ­ρό και φτά­νει μέ­χρι τη σταύ­ρω­ση. Ο Κα­ρα­γιάν­νης έχει μό­νο τον εαυ­τό του και πα­λεύ­ει με τα θη­ρία στη ζού­γκλα. Εί­ναι ο πα­τήρ, ο υιός και το άγριο πνεύ­μα. Αυ­τή η τρια­δι­κή υπό­στα­ση κρύ­βει πί­σω της έναν με­γά­λο δη­μιουρ­γό που ανα­ζη­τά­ει το πρό­σω­πό του.

Μια επι­στο­λή θα μας απο­στεί­λει και ο Κώ­στας Μουρ­σε­λάς. Η δι­κή του φω­το­γρα­φία εί­ναι φλου­τα­ρι­σμέ­νη, ωστό­σο δεν πρέ­πει να μας δια­φύ­γει η ση­μα­σία της επι­στο­λής που στέλ­νει ο Αγη­σί­λα­ος, «ο λαϊ­κός της πα­ρέ­ας που αγά­πη­σε τη Μάρ­θα», όπως μας τον συ­στή­νει πα­ρου­σιά­ζο­ντας «τα βα­σι­κά πρό­σω­πα του έρ­γου». Εί­ναι αυ­τός που νιώ­θου­με να κε­ντρί­ζει δυ­να­τά την καρ­διά του συγ­γρα­φέα. «Σαν ήρω­ας έφυ­γε. Με κα­μιά εξη­ντα­πε­ντα­ριά βά­λιουμ.»[27] Εί­ναι κά­ποιος που δεν διά­βα­ζε βι­βλία, αλ­λά διά­βα­ζε τους αν­θρώ­πους. Εί­ναι ένας χα­μη­λό­φω­νος Λού­ης που ζει δί­πλα μας και το μέ­γε­θός του θα το αντι­λη­φθού­με πο­λύ αρ­γά. Ο ηρω­ι­σμός του εί­ναι κα­θη­με­ρι­νός. Δεν θα αξιώ­σει ού­τε μια αρά­δα στο βι­βλίο της ιστο­ρί­ας, αλ­λά η πα­ρου­σία και πιο πο­λύ η απου­σία του θα γί­νουν το επώ­δυ­νο τραύ­μα της μη ιστο­ρι­κής μνή­μης. Από την άπο­ψη αυ­τή άλ­λω­στε ο Μουρ­σε­λάς δεν έχει την ανά­γκη να ανε­βά­σει στη σκη­νή έναν ακό­μα επι­στο­λο­γρά­φο. Οι ήρω­ές του δεν εκ­φρά­ζουν την από­λυ­τη κα­τά­φα­ση, ού­τε την από­λυ­τη άρ­νη­ση. Εί­ναι τό­σο δι­κοί μας που σχε­δόν δεν τους ονο­μά­ζεις ήρω­ες. 

ΤΕ­ΧΝΙ­ΚΕΣ ΤΟΥ ΘΕ­Α­ΜΑ­ΤΟΣ ΚΑΙ ΛΟ­ΓΟ­ΤΕ­ΧΝΙΑ

Τό­σο ο Κα­ζαν­τζά­κης, όσο πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ο Μουρ­σε­λάς κι­νούν τα πρό­σω­πα του έρ­γου τους με τε­χνι­κές του θε­ά­μα­τος. Ο Κα­ζαν­τζά­κης στή­νει σκη­νές στις οποί­ες εξε­λίσ­σε­ται η πλο­κή και κο­ρυ­φώ­νε­ται το δρά­μα. Πριν και με­τά από αυ­τές τις σκη­νές υπάρ­χουν ολό­κλη­ρες σε­λί­δες στις οποί­ες ο Ζορ­μπάς με­τα­τρέ­πει τη δρά­ση σε λό­γο και το «αφε­ντι­κό» κολ­λά­ει έν­ση­μα στον πρω­τό­γο­νο στο­χα­σμό του ήρωά του. Ακο­λου­θούν άλ­λες σε­λί­δες στις οποί­ες ο αφη­γη­τής κά­νει δη­μό­σια ψυ­χα­νά­λυ­ση για την αδυ­να­μία του να ξε­κολ­λή­σει από τα βι­βλία και να προ­σκολ­λη­θεί στην πραγ­μα­τι­κή ζωή. Έχω την εντύ­πω­ση ότι οι σκη­νές της πλο­κής και της δρά­σης έχουν τέ­τοια δύ­να­μη που ει­κο­νο­ποιώ­ντας τες σχε­δόν δεν υπάρ­χει λό­γος να προ­στε­θεί ού­τε στο­χα­σμός ού­τε ανά­λυ­ση. Αυ­τή η μα­τιά εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή και λι­γό­τε­ρο θε­α­τρι­κή.

Δεν συμ­βαί­νει το ίδιο με τον τρό­πο που κι­νεί τους ήρω­ές του ο Κώ­στας Μουρ­σε­λάς. Στα Βαμ­μέ­να κόκ­κι­να μαλ­λιά η πλο­κή σχε­δόν ταυ­τί­ζε­ται με τον διά­λο­γο. Σε κα­νέ­να ση­μείο η δρά­ση δεν πλη­σιά­ζει την έντα­ση που μας χα­ρί­ζει ο Κα­ζαν­τζά­κης τη στιγ­μή που ο Ζορ­μπάς πα­λεύ­ει με τον Μα­νό­λα­κα και ο Μαυ­ρα­ντώ­νης παίρ­νει το κε­φά­λι της χή­ρας, ή όταν οι χω­ριά­τες γδύ­νουν το σπί­τι της μα­ντάμ Ορ­τάνς πριν ακό­μα εκεί­νη κλεί­σει τα μά­τια. Πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο δεν μπο­ρεί να πλη­σιά­σει τη στιγ­μή που κα­ταρ­ρέ­ει ο ενα­έ­ριος του Ζορ­μπά. Τα με­γά­λα γε­γο­νό­τα στον Μουρ­σε­λά εί­ναι αφορ­μή για με­γά­λους μο­νο­λό­γους και δια­λό­γους. Ο Τσέ­χωφ δί­δα­σκε ότι «Το δρά­μα γί­νε­ται μέ­σα στον άν­θρω­πο και όχι στις ακραί­ες του εκ­δη­λώ­σεις».[28] Ο Μουρ­σε­λάς σε μια κλί­μα­κα χα­μη­λών εντά­σε­ων κα­τα­γρά­φει το δρά­μα της ύπαρ­ξης των ηρώ­ων του χω­ρίς να ανα­με­τρη­θεί με τις με­γά­λες οδύ­νες. Από την άπο­ψη αυ­τή μοιά­ζει να συ­να­ντά­ει τον Ρώ­σο δρα­μα­τουρ­γό, για τον οποίο ο Άγ­γε­λος Τερ­ζά­κης γρά­φει ότι η «ανα­ζή­τη­ση του νο­ή­μα­τος της ζω­ής εί­ναι κε­ντρι­κό δρα­μα­τι­κό θέ­μα […] Και η ροή του χρό­νου, η συ­να­κό­λου­θη φθο­ρά κά­νουν το νό­η­μα αυ­τό φευ­γα­λέο, την ανα­ζή­τη­σή του πιο δρα­μα­τι­κή, και πολ­λές φο­ρές αφή­νουν τα πρό­σω­πα αδι­καί­ω­τα με ένα τρό­πο γνή­σια τσε­χω­φι­κό, που εί­ναι ανά­με­σα στην ει­ρω­νεία και τον σπα­ραγ­μό».[29] Έχω την εντύ­πω­ση ότι αυ­τό το εν­διά­με­σο της ει­ρω­νεί­ας και του σπα­ραγ­μού εί­ναι ό,τι κλη­ρο­δο­τεί ο Τσέ­χωφ στον Έλ­λη­να θε­α­τρι­κό συγ­γρα­φέα και κα­τό­πιν μυ­θι­στο­ριο­γρά­φο.

Ο Κα­ζαν­τζά­κης από την άλ­λη, έχο­ντας ήδη ασκη­θεί με τη συγ­γρα­φή κι­νη­μα­το­γρα­φι­κών σε­να­ρί­ων, κα­τα­φέρ­νει με το πέ­ρα­σμα μό­νο της χή­ρας έξω από το κα­φε­νείο να μας προ­ε­τοι­μά­σει για την αι­μα­το­βαμ­μέ­νη σκη­νή που θα ακο­λου­θή­σει. Ο Κα­ζαν­τζά­κης αγα­πού­σε το θέ­α­τρο αλ­λά τα φτε­ρά του άνοι­ξαν διά­πλα­τα μό­νο στην κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή οθό­νη. Μπο­ρού­με μά­λι­στα να πού­με ότι «κι­νη­μα­το­γρα­φού­σε» την επο­χή του από από­στα­ση. Η ίδια ιστο­ρία με τους ίδιους δια­λό­γους μπο­ρεί να με­τα­φερ­θεί σε άλ­λο πλα­τό, σε άλ­λη επο­χή. Αυ­τό δεν συμ­βαί­νει με τον Μουρ­σε­λά, ο οποί­ος απο­τυ­πώ­νει την επο­χή του και τον μι­κρό­κο­σμο των συ­νοι­κιών του Πει­ραιά.

Ο Κα­ζαν­τζά­κης γε­νι­κό­τε­ρα χτί­ζει το μυ­θι­στό­ρη­μά του με όσο με­γα­λύ­τε­ρη οι­κο­νο­μία μπο­ρεί. Θυ­μί­ζει σο­λί­στα που ερ­μη­νεύ­ει ένα μου­σι­κό κομ­μά­τι που ο συν­θέ­της του έχει αφιε­ρώ­σει. Ο Μουρ­σε­λάς χτί­ζει ένα σύγ­χρο­νο πο­λυάν­θρω­πο αστι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα. Ο συν­θέ­της εί­ναι και ορ­γα­νί­στας. Από το πρώ­το βιο­λί μέ­χρι το φλά­ου­το στο τέ­λος όλοι ανα­δει­κνύ­ουν τη σύν­θε­ση. Ο ανα­γνώ­στης μπο­ρεί επο­μέ­νως να πά­ρει μα­θή­μα­τα ορ­γα­νο­παι­ξί­ας και από τους δύο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κούς ήρω­ες.

Για τον Ζορ­μπά η ζωή και η τέ­χνη εί­ναι ένα εκ­κρε­μές ανά­με­σα στον κα­σμά και στο σα­ντού­ρι. Όπως τα πά­ντα στη ζωή του Ζορ­μπά, έτσι και το μου­σι­κό όρ­γα­νο δεν εί­ναι μια μι­κρή πο­λυ­τέ­λεια που επι­τρέ­πει στον εαυ­τό του. «Όταν με σφί­ξουν οι φτώ­χειες, γυ­ρί­ζω τους κα­φε­νέ­δες και παί­ζω σα­ντού­ρι. Τρα­γου­δώ κιό­λα κά­τι πα­λιούς κλέ­φτι­κους σκο­πούς μα­κε­δο­νί­τι­κους. Κι ύστε­ρα βγά­ζω δί­σκο· να, τον σκού­φο τού­τον και μα­ζεύω δε­κά­ρες».[30] Έχει ση­μα­σία αυ­τή η δε­κα­ρο­λο­γία, για­τί μας μι­λά­ει για μια τέ­χνη που γεν­νή­θη­κε από την ανά­γκη. Αυ­τήν την ανά­γκη την ορί­ζει η ανέ­χεια, η βα­θιά λύ­πη και κά­πο­τε η χα­ρά.

Εκεί που ο Ζορ­μπάς έχει το σα­ντού­ρι, ο Λού­ης το­πο­θε­τεί την κι­θά­ρα και τη φυ­σαρ­μό­νι­κα. Μό­νο φαι­νο­με­νι­κά, για­τί η κι­θά­ρα του Λούη δεν μα­ζεύ­ει δε­κά­ρες, ού­τε γυ­ρί­ζει στους κα­φε­νέ­δες. Από την άπο­ψη αυ­τή η δι­κή του παρ­τι­τού­ρα εί­ναι τα γε­γο­νό­τα. Ο ήρω­ας του Μουρ­σε­λά εί­ναι γέν­νη­μα του με­τα­πο­λε­μι­κού κό­σμου. Ό,τι κρα­τά­ει από το πα­ρελ­θόν εί­ναι μα­κρι­νό και ξε­θω­ρια­σμέ­νο. Ο ήρω­ας του Κα­ζαν­τζά­κη εί­ναι μορ­φή αρ­χε­τυ­πι­κή, σχε­δόν ήρω­ας ιπ­πο­τι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, ένα τρι­σέγ­γο­νο του Βι­τσέν­τζου Κορ­νά­ρου. Εκεί που ο Λού­ης εί­ναι έτοι­μος κά­θε στιγ­μή να δι­η­γη­θεί και την πιο από­κρυ­φη ιστο­ρία, ο Ζορ­μπάς με­τα­χει­ρί­ζε­ται την πιο εύ­γλωτ­τη σιω­πή και κά­πο­τε, όταν μέ­σα του κυ­λά­ει ορ­μη­τι­κό το πο­τά­μι της λύ­πης ή της χα­ράς, αυ­τό που θέ­λει να πει το χο­ρεύ­ει. «Έξαφ­να τι­νά­ζο­νταν πά­λι αψη­λά στον αέ­ρα, σαν να το ’χε βά­λει πεί­σμα να νι­κή­σει τους με­γά­λους νό­μους, να κά­νει φτε­ρά και να φύ­γει».[31] Ο χο­ρός του Ζορ­μπά δεν εί­ναι τέ­χνη. Εί­ναι ιε­ρή πα­ρα­φο­ρά, ένας άλ­λος τρό­πος για να βρε­θεί σε έκ­στα­ση. Ο Διό­νυ­σος του Ζορ­μπά συ­να­ντά­ει και συ­γκλο­νί­ζει τον απολ­λώ­νιο αφη­γη­τή. Αντι­θέ­τως στα Βαμ­μέ­να κόκ­κι­να μαλ­λιά ο χο­ρός εί­ναι το παι­χνί­δι που παί­ζει το αλ­κο­όλ όταν το κα­τα­να­λώ­νει κα­νείς σε με­γά­λη πο­σό­τη­τα. Ο Λού­ης χο­ρεύ­ει ταν­γκό με έναν τα­βερ­νιά­ρη και οι με­θυ­σμέ­νοι πε­λά­τες σπά­νε πιά­τα. Το μυ­στή­ριο έχει πα­ρέλ­θει. Ό,τι έχει απο­μεί­νει εί­ναι πα­ρακ­μή και ιλα­ρο­τρα­γω­δία. 

ΕΡΩ­ΤΑΣ ΑΡ­ΧΕ­ΤΥ­ΠΙ­ΚΟΣ ΚΑΙ ΦΛΟ­ΓΕ­ΡΟΣ ΕΡΩ­ΤΑΣ

Τόσο όμως ο Κα­ζαν­τζά­κης, όσο και ο Μουρ­σε­λάς δεν απο­φεύ­γουν να μας μυ­ή­σουν στο αδια­πέ­ρα­στο μυ­στή­ριο που απο­κα­λούν έρω­τα. Ο Ζορ­μπάς επι­σκέ­πτε­ται τις γυ­ναί­κες όπως το υνί ανα­σκά­πτει το χω­ρά­φι. Ο Λού­ης εί­ναι η βρο­χή και η και­νούρ­για σπο­ρά. Κα­μία γυ­ναί­κα δεν μέ­νει ίδια με­τά από τη συ­να­να­στρο­φή μα­ζί του. Και στα δύο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα υπάρ­χουν πολ­λές σε­λί­δες όπου το άρω­μα της γυ­ναί­κας στοι­χειώ­νει τους δύο συγ­γρα­φείς-αφη­γη­τές. Ένα άλ­λο ση­μείο συ­νά­ντη­σής τους εί­ναι ο τρό­πος με τον οποίο ο έρω­τας απο­τε­λεί μέ­σο χει­ρα­φέ­τη­σης τό­σο του Αλέ­ξη Ζορ­μπά, όσο και του Μα­νό­λη Ρε­τσί­να ή Λούη. Η κρε­βα­το­κά­μα­ρα των δύο ηρώ­ων εί­ναι κέ­ντρο διερ­χό­με­νων γυ­ναι­κών και αδιά­κο­πης επι­θυ­μί­ας.

Αν πα­ρα­τη­ρή­σου­με πιο επί­μο­να τα βα­σι­κά γυ­ναι­κεία πρό­σω­πα στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Κα­ζαν­τζά­κη θα δια­πι­στώ­σου­με ότι εί­ναι γυ­ναί­κες αρ­χέ­τυ­πα: μια χή­ρα και μία πόρ­νη. Η ιδιό­τη­τα της χή­ρας έχει γί­νει το όνο­μά της. Ο τρε­λός του χω­ριού την ονο­μά­ζει «η χή­ρα η Σουρ­με­λί­να». Ο αφη­γη­τής της χα­ρί­ζει μια σει­ρά επί­θε­τα που την εξο­ρί­ζουν από το γυ­ναι­κείο πρό­τυ­πο της επο­χής του. Την ονο­μά­ζει τί­γρισ­σα αν­θρω­πο­φά­γα, θε­ριό, μαύ­ρη λιο­πάρ­δα­λη. Συ­μπλη­ρώ­νει αυ­τά τα επί­θε­τα με τους χα­ρα­κτη­ρι­σμούς των χω­ρι­κών: πυ­ρω­μέ­νη, φο­ρά­δα και ξε­τσι­πω­μέ­νη. Ο Ζορ­μπάς την απο­κα­λεί λε­γά­με­νη και Μα­ρία, για να προ­τρέ­ψει το «αφε­ντι­κό» να γί­νει αρ­χάγ­γε­λος Γα­βρι­ήλ. Όσο για τη μα­ντάμ Ορ­τάνς, ξα­να­βα­πτί­ζε­ται από τον Ζορ­μπά και λαμ­βά­νει το όνο­μα Μπου­μπου­λί­να. Για τον αφη­γη­τή ή αφε­ντι­κό, εί­ναι Γορ­γό­να, και γριά Σει­ρή­να.

Η χή­ρα σχε­δόν δεν έχει φω­νή. Ακού­με μό­νο αυ­τά που λέ­νε οι άλ­λοι για την ίδια, ενώ η Ορ­τάνς γουρ­γου­ρί­ζει σαν πε­ρι­στέ­ρα τη στιγ­μή που αρα­διά­ζει τα ερω­τι­κά της κα­τορ­θώ­μα­τα. Η πρώ­τη εί­ναι το σκο­τει­νό αντι­κεί­με­νο του πό­θου ενός ολό­κλη­ρου χω­ριού. Η δεύ­τε­ρη ανα­πο­λεί τα πε­ρα­σμέ­να χω­ρίς να σβή­νει τη δί­ψα της για τα τω­ρι­νά. Η χή­ρα δεν έλ­κει την κα­τα­γω­γή της από τον αρ­χαίο ελ­λη­νι­κό κό­σμο, δεν μπο­ρεί να χω­ρέ­σει ού­τε στην πα­ρά­δο­ση του Ευ­ρι­πί­δη. Αν πλη­σιά­ζει κά­που, εί­ναι στην πα­ρά­δο­ση του Χρι­στια­νι­σμού. Η πόρ­νη άθε­λά της γί­νε­ται παί­γνιο του Αρι­στο­φά­νη. Στην πιο κω­μι­κο­τρα­γι­κή στιγ­μή ο αφη­γη­τής της χα­ρί­ζει το όνει­ρο να νυμ­φευ­θεί τον Ζορ­μπά. Από εκεί­νη την ώρα «μά­χο­νταν να σβή­σει όλα τα πε­ρα­σμέ­να… Λα­χτά­ρι­ζε να γί­νει σο­βα­ρή, νοι­κο­κυ­ρε­μέ­νη κα­λια­κού­δα».[32] Ο Ζορ­μπάς της υπό­σχε­ται ένα γά­μο που θα χα­λά­σει κό­σμο. Η πόρ­νη μοιά­ζει με αθώα παι­δού­λα μπρο­στά στη συγ­γρα­φι­κή πέ­να.

Ανά­με­σα στον Ζορ­μπά και τον αφη­γη­τή υπάρ­χει αγε­φύ­ρω­το χά­σμα. Ο Ζορ­μπάς βρί­σκε­ται σε διαρ­κή δια­θε­σι­μό­τη­τα. Πι­στεύ­ει πως η μό­νη αμαρ­τία εί­ναι «να σε φω­νά­ξει μια γυ­ναί­κα στο στρώ­μα της και να μην πας».[33] Κά­πο­τε ομο­λο­γεί ότι το όνει­ρό του εί­ναι να φτιά­ξει ένα γρα­φείο συ­νοι­κε­σί­ων για να μην κοι­μά­ται κα­μιά γυ­ναί­κα μό­νη της. Τό­τε ανα­νε­ώ­νει τους όρ­κους πί­στης προς τη μα­ντάμ Ορ­τάνς λέ­γο­ντας «έγνοια σου Μπου­μπου­λί­να μου, σα­πη­μέ­νη, βα­σα­νι­σμέ­νη μου μα­ού­να. Έγνοια σου και δεν θα σε αφή­σω εγώ απα­ρη­γό­ρη­τη».[34] Ο αφη­γη­τής πά­λι ομο­λο­γεί πως «αν ήταν να δια­λέ­ξω να ερω­τευ­τώ μια γυ­ναί­κα ή να δια­βά­σω ένα κα­λό βι­βλίο για τον έρω­τα, θα διά­λε­γα το βι­βλίο».[35]

Για τον Ζορ­μπά η γυ­ναί­κα εί­ναι «πα­ρα­πο­νιά­ρι­κο πράγ­μα». «Πως μω­ρέ να μην τις αγα­πώ; Που ‘ναι αδύ­να­μα πλά­σμα­τα, που δεν ξέ­ρουν τι τους γί­νε­ται, που αν τις πιά­σεις από το βυ­ζί με μιας ανοί­γουν όλα τα πορ­τέ­λια και πα­ρα­δί­δο­νται;».[36] Δια­βά­ζω αυ­τές τις σε­λί­δες και τρέ­μω στην ιδέα ότι μπο­ρεί κά­πο­τε η επο­χή της πο­λι­τι­κής ορ­θό­τη­τας να μπει στον πει­ρα­σμό να τις ρί­ξει στην πυ­ρά. Τό­τε η «πο­λι­τι­κή ορ­θό­τη­τα» δεν θα απέ­χει κα­θό­λου από τον πο­λι­τι­κό ανορ­θο­λο­γι­σμό. Αλί­μο­νο αν υπο­κύ­ψου­με σε έναν τέ­τοιο ανα­θε­ω­ρη­τι­σμό. Μπο­ρεί τό­τε η αυ­το­λο­γο­κρι­σία να αχρη­στέ­ψει ακό­μα και την λο­γο­κρι­σία.

Για την ώρα έχει νό­η­μα και αξί­ζει να πα­ρα­τη­ρή­σου­με τι εί­ναι αυ­τό που μας επι­τρέ­πει ο αφη­γη­τής να πλη­ρο­φο­ρη­θού­με από τη συ­νά­ντη­σή του με τη χή­ρα. Εί­ναι Πά­σχα. Ο αφη­γη­τής και ο ήρω­άς του έχουν απο­λαύ­σει το πα­σχα­λι­νό τρα­πέ­ζι, όταν ο δεύ­τε­ρος ακού­ει το γλέ­ντι στο χω­ριό και τρα­βά­ει κα­τά κει. Ο αφη­γη­τής δεν τον ακο­λου­θεί αλ­λά κά­τι τον σπρώ­χνει να μη μεί­νει άπρα­γος. Παίρ­νει τη στρά­τα και φτά­νει έξω από το πε­ρι­βό­λι της χή­ρας. Κρυ­φο­κοι­τά­ει πί­σω από τα κα­λά­μια και τη δια­κρί­νει. Το στή­θος της μι­σα­νοιγ­μέ­νο και γυα­λί­ζει. Νιώ­θει το βλέμ­μα της και την ακού­ει να ρω­τά­ει «ποιος εί­ναι». Της απα­ντά­ει «εγώ». Εκεί­νη ανα­γνω­ρί­ζει το «αφε­ντι­κό» και τον κα­λεί να πε­ρά­σει. Η επό­με­νη πα­ρά­γρα­φος ανα­φέ­ρε­ται στην επό­με­νη μέ­ρα. Το «αφε­ντι­κό» στέ­κει απέ­να­ντί στον Ζορ­μπά, που αι­σθά­νε­ται το άρω­μα της χή­ρας και του δί­νει την ευ­χή του. Αυ­τό εί­ναι όλο κι όποιος κα­τά­λα­βε.

Δεν έχουν κρυώ­σει ακό­μα τα σε­ντό­νια της χή­ρας, όταν η θά­λασ­σα ξε­βρά­ζει νε­κρό τον γιο του Μαυ­ρα­ντώ­νη, τον Παυ­λή, που πνί­γη­κε από τον καη­μό του για εκεί­νη. Μια χω­ρια­νή, η Ντε­λι­κα­τε­ρί­να, φτύ­νει τους άν­δρες του χω­ριού ανα­ζη­τώ­ντας ανά­με­σά τους κά­ποιον με φι­λό­τι­μο για να τη σφά­ξει σαν αρ­νί. Ο κα­φε­τζής του χω­ριού τη δια­βε­βαιώ­νει πως το χω­ριό έχει κα­λούς άντρες και θα το φρο­ντί­σουν. Ο αφη­γη­τής δεν αντέ­χει να μεί­νει σιω­πη­λός και λέ­ει: «Ντρο­πή, παι­διά! Τι φταί­ει η γυ­ναί­κα; Έτσι ήταν το γρα­φτό του. Φο­βη­θεί­τε τον Θεό!».[37] Ας θυ­μη­θού­με το Κα­τά Ιω­άν­νη Ευαγ­γέ­λιο και ας φέ­ρου­με στον νου μας το πε­ρι­στα­τι­κό με τη μοι­χα­λί­δα και τους επί­δο­ξους τι­μω­ρούς της. Τη Δευ­τέ­ρα του Πά­σχα η χή­ρα με μια αγκα­λιά λε­μο­ναν­θούς πη­γαί­νει στην εκ­κλη­σία. Κά­ποιος την αντι­λαμ­βά­νε­ται και οι ανα­μάρ­τη­τοι του χω­ριού αφή­νουν το γλέ­ντι για να ξε­μπερ­δέ­ψουν με την αμαρ­τω­λή. Της πε­τά­νε πέ­τρες και την εμπο­δί­ζουν να φύ­γει. Ο αφη­γη­τής πά­ει να τη βοη­θή­σει αλ­λά σκο­ντά­φτει και πέ­φτει. Τη στιγ­μή που ο εκ­δι­κη­τής εί­ναι από πά­νω της με υψω­μέ­νο το μα­χαί­ρι ακού­γε­ται η φω­νή του Ζορ­μπά. Αυ­τός θα προ­σπα­θή­σει να γί­νει ο Χρι­στός που θα κα­τα­δεί­ξει τα κρί­μα­τα των «ανα­μάρ­τη­των». Θα πα­λέ­ψει με τον φο­νιά και θα τον νι­κή­σει, αλ­λά οι φο­νιά­δες εί­ναι πλή­θος και ο Ζορ­μπάς δεν εί­ναι Θε­ός. Πα­ρά τις δια­φο­ρές εί­ναι πά­ντως φα­νε­ρό εδώ ότι ο Κα­ζαν­τζά­κης πα­ρα­πέ­μπει στη δι­ή­γη­ση για τη μοι­χα­λί­δα από το Κα­τά Ιω­άν­νην Ευαγ­γέ­λιο. Πνευ­μα­το­ποιεί μά­λι­στα με τέ­τοιο τρό­πο το πρό­σω­πο και το γε­γο­νός, ώστε ομο­λο­γεί ότι λί­γες ώρες αρ­γό­τε­ρα «την βρή­κε υπο­ταγ­μέ­νη στους με­γά­λους νό­μους, φι­λιω­μέ­νη με τους φο­νιά­δες της, σε γα­λή­νια θεϊ­κιάν ακι­νη­σία».[38] Ας προ­σέ­ξου­με επι­πλέ­ον ποιο εί­ναι το βι­βλίο που έχει μα­ζί του το αφε­ντι­κό ή κα­λα­μα­ράς: η Θεία Κω­μω­δία του Δά­ντη. Δεν εί­ναι κά­ποιος ανυ­πο­ψί­α­στος. Η μα­τιά του πο­λύ εύ­κο­λα μπο­ρεί να δια­κρί­νει την κό­λα­ση από τον πα­ρά­δει­σο.

Ο έρω­τας κα­τά μια έν­νοια απο­τε­λεί δια­χω­ρι­στι­κή νη­σί­δα ανά­με­σα στους δύο συγ­γρα­φείς. Από τον ιδιαί­τε­ρο τρό­πο που πα­ρου­σιά­ζε­ται η ερω­τι­κή έλ­ξη και απώ­θη­ση στον Κα­ζαν­τζά­κη μπο­ρού­με άνε­τα να βρε­θού­με στα Σό­δο­μα και τα Γό­μορ­ρα του Μουρ­σε­λά. Τα Βαμ­μέ­να κόκ­κι­να μαλ­λιά ξε­κι­νούν με τον Λούη να κά­νει πά­σα στον αφη­γη­τή μια όμορ­φη Ολ­λαν­δέ­ζα, τη Φα­τμέ. Η άρ­νη­σή του δεύ­τε­ρου να δε­χτεί αυ­τό το «θείο» δώ­ρο τον κα­τα­τάσ­σει σε εκεί­νους που δεν εί­ναι φτιαγ­μέ­νοι «για την Βα­σι­λεία των Ου­ρα­νών».[39] Πι­θα­νόν ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός να εί­ναι εύ­στο­χος, αυ­τό όμως δεν εμπο­δί­ζει τον αφη­γη­τή να χα­ρί­σει στον ανα­γνώ­στη πλή­θος αι­σθη­σια­κές πε­ρι­γρα­φές οι οποί­ες τον εξοι­κειώ­νουν με το εί­δος αυ­τής της βα­σι­λεί­ας. Από την άπο­ψη αυ­τή ο Μουρ­σε­λάς δεν εί­ναι σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση Κα­ζαν­τζά­κης. Ακό­μα και αν βρού­με κά­ποια κα­ρι­κα­τού­ρα γυ­ναί­κας στο έρ­γο του, δεν παύ­ει να πε­ριέ­χει και μια Μάρ­θα: μια από τις πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νες θη­λυ­κές μορ­φές που έχει γεν­νή­σει η σύγ­χρο­νη ελ­λη­νι­κή πε­ζο­γρα­φία. Τον τύ­πο αυ­τής της γυ­ναί­κας μπο­ρού­με να τον ανα­ζη­τή­σου­με και σή­με­ρα, έστω κι αν δεν έχει βαμ­μέ­να κόκ­κι­να τα μαλ­λιά της. 

ΕΝΑ ΝΟΗ­ΜΑ ΓΙΑ ΤΕΣ­ΣΕ­ΡΙΣ ΖΩ­ΕΣ

Σχε­δόν όλες οι αντι­θέ­σεις ανά­με­σα στον Κα­ζαν­τζά­κη και τον Μουρ­σε­λά έχουν να κά­νουν με την κο­σμο­θε­ω­ρία τους και την επο­χή τους. Βα­σι­κό και θε­με­λιώ­δες ζή­τη­μα εί­ναι το ζή­τη­μα της πί­στης. Η ύπαρ­ξη ή η αμ­φι­σβή­τη­σή της δια­τρέ­χει με τέ­τοια σφο­δρό­τη­τα όλο το έρ­γο του Κα­ζαν­τζά­κη που με οδη­γεί να υπο­θέ­σω ότι απο­τε­λεί η ίδια μια θε­ό­τη­τα, ενώ μια άλ­λη θε­ό­τη­τα εί­ναι η αμ­φι­βο­λία. Όμως η πί­στη στον Κα­ζαν­τζά­κη θα πα­ρα­μεί­νει μέ­χρι τέ­λους ένα δια­νοη­τι­κό τόλ­μη­μα. Αδυ­να­τεί να τη βιώ­σει ως εμπει­ρία. Η πί­στη ωστό­σο μπο­ρεί να θε­με­λιω­θεί μό­νο εμπει­ρι­κά. Ο Κα­ζαν­τζά­κης δεν εί­ναι ού­τε πι­στός ού­τε άπι­στος. Εί­ναι ένας διαρ­κώς σκε­πτό­με­νος άν­θρω­πος. Ο ίδιος ο Ζορ­μπάς θα γεν­νη­θεί με τον τρό­πο που η θεά Αθη­νά γεν­νιέ­ται από τον Δία. Αυ­τό και μό­νο αρ­κεί για να με­τα­τρα­πεί σε δά­σκα­λο του δη­μιουρ­γού του.

Σε αυ­τό το ση­μείο θα δια­κρί­νου­με άλ­λω­στε και μια θε­με­λια­κή δια­φο­ρά από το έρ­γο του Μουρ­σε­λά, ο οποί­ος ανα­ζη­τώ­ντας το νό­η­μα της ζω­ής του αφη­γη­τή – συγ­γρα­φέα μας χα­ρί­ζει το πα­ρα­κά­τω από­σπα­σμα: «Πώς έζη­σες, για­τί έζη­σες έτσι όπως έζη­σες, τι θα μπο­ρού­σες να κά­νεις και δεν έκα­νες, για άλ­λο δρό­μο έψα­χνες, για άλ­λο νό­η­μα, λά­θος κου­δού­νια, λά­θος πόρ­τες χτύ­πη­σες, λά­θος δρό­μους πή­ρες, λά­θος αν­θρώ­πους αγά­πη­σες, σε λά­θος κρε­βά­τια κοι­μή­θη­κες, σε λά­θος σπί­τια έζη­σες. Για­τί τέ­τοια πε­ρι­φρό­νη­ση σε αυ­τό που ονει­ρεύ­τη­κες, σε αυ­τό που σχε­δί­α­σες;».[40] Αν δια­βά­σου­με προ­σε­κτι­κά αυ­τό το από­σπα­σμα, θα πρέ­πει να εν­νο­ή­σου­με το λά­θος του αφη­γη­τή στα Βαμ­μέ­να κόκ­κι­να μαλ­λιά σε έναν δρό­μο, ένα κου­δού­νι, ένα δια­μέ­ρι­σμα, ένα φι­λό­ξε­νο ή αφι­λό­ξε­νο σώ­μα. Αυ­τό το από­σπα­σμα χα­ρα­κτη­ρί­ζει την επο­χή μας. Εί­ναι μια γρα­φή βιω­μέ­νη. Δεν απο­τε­λεί εύ­ρη­μα του συγ­γρα­φέα. Εί­ναι σί­γου­ρο ότι αυ­τές οι ει­κό­νες, πριν βρουν μια θέ­ση στη λο­γο­τε­χνία, έχουν συ­χνά γί­νει αφορ­μή για να κυ­λή­σουν τα δά­κρυά μας. Έχω λοι­πόν την αί­σθη­ση ότι εδώ που ολο­κλη­ρώ­νε­ται ο θρή­νος του Μουρ­σε­λά αρ­χί­ζει η υπό­κω­φη βουή του στο­χα­σμού του Κα­ζαν­τζά­κη.

Ας ανα­τρέ­ξου­με λοι­πόν σ’ έναν ακό­μα συλ­λο­γι­σμό του αφη­γη­τή στον Ζορ­μπά. «Εί­χα χρό­νια ν’ ακού­σω τους Χαι­ρε­τι­σμούς. Ύστε­ρα από την ανταρ­σία της πρώ­της νιό­της προ­σπερ­νού­σα με κα­τα­φρό­νια και θυ­μό από τις εκ­κλη­σιές· μα με τον και­ρό γλύ­κα­να. Κά­που κά­που πή­γαι­να στις θε­με­λια­κές γιορ­τές, στα Χρι­στού­γεν­να, στις Αγρυ­πνί­ες, στην Ανά­στα­ση· και χαί­ρου­μουν ν’ ανα­σταί­νε­ται το παι­δί που ’χε πα­ρα­πο­μεί­νει μέ­σα μου.»[41]

Όταν με­τά τους Χαι­ρε­τι­σμούς θα ανοί­ξει διά­λο­γο με την ηγου­μέ­νη και εκεί­νη θα του θυ­μί­σει την αιω­νιό­τη­τα, φεύ­γει αγριε­μέ­νος και τρα­βά­ει κα­τά τη θά­λασ­σα, για να λευ­τε­ρω­θεί από τη θη­λιά που έπε­σε στη σκέ­ψη του. Για να πα­ρα­κα­λέ­σει τη Γη να μην τον απο­κό­ψει από το χώ­μα, το νε­ρό και τον αγέ­ρα. Εί­ναι τό­σο πα­ρά­ξε­νο να δια­βά­ζεις αυ­τές τις λέ­ξεις και να γνω­ρί­ζεις ότι αυ­τή η ψυ­χή εί­χε πια­στεί σαν άγριο άλο­γο από την αιω­νιό­τη­τα και θα την υπη­ρε­τού­σε με όλο το πά­θος και με όλες τις δυ­νά­μεις της. Νο­μί­ζω ότι, αν θέ­λου­με να ξε­χω­ρί­σου­με μια βα­σι­κή θέ­ση του Κα­ζαν­τζά­κη για το νό­η­μα και τα όρια της προ­σπά­θειας του αν­θρώ­που να γνω­ρί­σει τη Θεία Τά­ξη, τό­τε πρέ­πει να στα­θού­με στο ση­μείο που ομο­λο­γεί ότι «το ανώ­τα­το που μπο­ρεί να φτά­σει ο άν­θρω­πος δεν εί­ναι η Γνώ­ση, μή­τε η Αρε­τή, μή­τε η κα­λο­σύ­νη, μή­τε η Νί­κη· μα κά­τι άλ­λο πιο αψη­λό, πιο ηρω­ι­κό και απελ­πι­σμέ­νο: Το Δέ­ος, ο Ιε­ρός Τρό­μος. Τι ΄ναι πέ­ρας από τον Ιε­ρό Τρό­μο; ο νους του αν­θρώ­που δεν μπο­ρεί να προ­χω­ρέ­σει…»[42] Έχω την αί­σθη­ση ότι από την άβυσ­σο εκεί­νης της στιγ­μής αρ­χί­ζει η αγω­νία του αν­θρώ­που και συγ­γρα­φέα που μας χά­ρι­σε την Ανα­φο­ρά στον Γκρέ­κο.

Αυ­τό που κρα­τά­ει άγρυ­πνη τη σκέ­ψη του Κα­ζαν­τζά­κη, το ση­μείο στο οποίο ο αφη­γη­τής και ο Ζορ­μπάς κά­νουν ότι δια­σταυ­ρώ­νουν τα ξί­φη τους, μοιά­ζει σαν την προ­σπά­θεια που κά­νει ο λα­θρέ­μπο­ρος να πε­ρά­σει από το τε­λω­νείο κά­τι που εδώ και αιώ­νες δια­κι­νεί­ται με νό­μι­μο τρό­πο. Αυ­τά τα αιώ­νια ερω­τή­μα­τα με πολ­λή δυ­σκο­λία τα ανι­χνεύ­ου­με στα Βαμ­μέ­να κόκ­κι­να μαλ­λιά. Ο Λού­ης και ο Μα­νο­λό­που­λος το πο­λύ να βλα­στη­μή­σουν. Κα­τά πε­ρί­ερ­γο τρό­πο όμως στον δρό­μο τους συ­να­ντούν αν­θρώ­πους όπως η ευ­κα­τά­στα­τη θεία της γυ­ναί­κας του Μα­νο­λό­που­λου που «η σκρό­φα ήταν θρή­σκα». «Δεν έχα­νε πα­ρα­κλή­σεις, εσπε­ρι­νούς και ευ­χέ­λαια».[43] Αξί­ζει λοι­πόν να εμπε­δώ­σου­με ότι ο Λού­ης στις κα­λές του στιγ­μές μπο­ρεί να θυ­μί­ζει κά­τι από τον Αλέ­ξη, αλ­λά εί­ναι πο­λύ γή­ι­νος για να ταυ­τι­στεί με τον Ζορ­μπά. Τα μι­κρά προ­βλή­μα­τα έχουν με­γα­λώ­σει πο­λύ και έχουν εκτο­πί­σει τα με­γά­λα ερω­τή­μα­τα. Έχουν με­σο­λα­βή­σει όμως πλή­θος γε­γο­νό­τα και εξε­λί­ξεις. Κυ­ρί­ως έχει ητ­τη­θεί η αρι­στε­ρά και ανα­ζη­τά­ει την ταυ­τό­τη­τά της σε μια κοι­νω­νία που τη χα­ρα­κτη­ρί­ζει η ευ­μά­ρεια και η ιδιώ­τευ­ση. Σε αυ­τόν τον κό­σμο οτι­δή­πο­τε πα­ρεμ­βάλ­λε­ται ανά­με­σα στο άτο­μο και την από­λαυ­ση πρέ­πει να ξε­ρι­ζω­θεί. «Τε­λι­κά, για­τί να ’χει η ζωή μας νό­η­μα; Τι το χρειά­ζε­ται το νό­η­μα; Κα­νέ­να νό­η­μα. Έτσι και της δώ­σεις νό­η­μα, σκό­τω­σες το αυ­θόρ­μη­το, πα­γι­δεύ­τη­κες μέ­σα σ’ αυ­τό. Βα­ρέ­θη­κα να ψά­χνω για νό­η­μα, ν’ ακούω για νό­η­μα».[44]

ΤΟ ΝΗ­ΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗ­ΜΑ ΤΟΥ ΘΑ­ΝΑ­ΤΟΥ

Η μό­νη με­τα­φυ­σι­κή αγω­νία που κα­τα­φέρ­νει να πα­ρει­σφρή­σει στον κό­σμο του Λούη εί­ναι η αγω­νία του θα­νά­του. Η αυ­το­κτο­νία του Αγη­σί­λα­ου με­τα­μορ­φώ­νει την πα­ρέα σε ένα αξιο­θρή­νη­το θέ­α­μα. Τέ­τοιους αξιο­θρή­νη­τους αν­θρώ­πους θα ανα­κα­λύ­ψου­με και στον Αλέ­ξη Ζορ­μπά. Η μα­ντάμ Ορ­τάνς απέ­φευ­γε να ζυ­γώ­σει στο ση­μείο που η θά­λασ­σα εί­χε ξε­βρά­σει το πτώ­μα του Παυ­λή. Απέ­φευ­γε, για «να μην τη δει ο Χά­ρος και τη θυ­μη­θεί». Ενώ ο μπάρ­μπα Ανα­γνώ­στης, αν και όλα στη ζωή του ήταν κα­λά κα­μω­μέ­να, έλε­γε ότι «να ’τα­νε να ξα­να­γεν­νη­θώ, θα περ­νού­σα κι εγώ μια πέ­τρα στον λαι­μό μου σαν τον Παυ­λή, και θα ’πε­φτα στη θά­λασ­σα. Βα­ριά ’ναι η ζωή μα­θές, και η πιο τυ­χε­ρή, βα­ριά ’ναι ανά­θε­μά τη».[45] Αυ­τά τα λό­για με οδη­γούν στη Γέν­νη­ση της τρα­γω­δί­ας, μό­νο που εκεί δεν μι­λά­ει ένας χα­ρο­κα­μέ­νος γέ­ρο­ντας αλ­λά το σπιν­θη­ρο­βό­λο πνεύ­μα του Νί­τσε. «Το κα­λύ­τε­ρο πράγ­μα του κό­σμου εί­ναι άπια­στο για σέ­να: Να μην εί­χες γεν­νη­θεί, να μην υπάρ­χεις, να μην εί­σαι, να μην εί­σαι τί­πο­τα. Και το δεύ­τε­ρο κα­λύ­τε­ρο, εκεί­νο που θα ήταν πιο ωφέ­λι­μο για σέ­να, εί­ναι να πε­θά­νεις γρή­γο­ρα».[46]

Αυ­τή η συ­γκρι­τι­κή ανά­γνω­ση μας βοη­θά­ει να δια­κρί­νου­με κα­λύ­τε­ρα το φως και το σκο­τά­δι κά­θε δη­μιουρ­γού. Το ίδιο συμ­βαί­νει και με τον θά­να­το όταν τον το­πο­θε­τή­σου­με δί­πλα από τη ζωή. Τό­τε γί­νε­ται μυ­στή­ριο, κα­τα­φύ­γιο, τρό­μος που κα­τα­κλύ­ζει τον άν­θρω­πο, αλ­λά και δέ­ος ερ­χό­με­νο από πο­λύ πα­λιά. Όταν ο αφη­γη­τής επι­σκέ­πτε­ται έναν αρ­χαιο­λο­γι­κό χώ­ρο, βγαί­νει ξαφ­νι­κά από τους συλ­λο­γι­σμούς του εξαι­τί­ας ενός νε­α­ρού βο­σκού που του ζη­τά­ει τσι­γά­ρο. Κα­θώς δεν έχει τσι­γά­ρο βγά­ζει να του δώ­σει λε­φτά, αλ­λά το βο­σκό­που­λο τα πε­ρι­φρο­νεί, αφού έχει ψω­μί, τυ­ρί, ελιές, πε­τσί για τα στι­βά­νια του, νε­ρό. Μό­νο το τσι­γά­ρο του λεί­πει. Έχει όμως και πε­ριέρ­γεια. Τι βλέ­πει αυ­τός ο ξε­νο­μπά­της σε τού­τα τα ερεί­πια; Τον ρω­τά­ει και όταν ως απά­ντη­ση ακού­ει ότι κι αυ­τός δεν κα­τέ­χει «πρά­μα», τό­τε του λέ­ει: «πρά­μα κι εγώ. Αυ­τοί πέ­θα­ναν, εμείς ζού­με, άε στο κα­λό». Τον διώ­χνει σαν κά­ποιον που εί­ναι ξέ­νος και για τους νε­κρούς και για τα τσε­λι­γκό­που­λα, για­τί στις τσέ­πες του έχει μό­νο ένα βι­βλίο και το μο­λύ­βι του. Δεν έχει τί­πο­τα να προ­σφέ­ρει στους νε­κρούς, ού­τε να μοι­ρα­στεί με τα παλ­λη­κά­ρια. Τον διώ­χνει όπως έναν νε­κρό και κα­τό­πιν βά­ζει το ρα­βδί του στους ώμους και σφυ­ρί­ζει ένα σκο­πό τον οποίο ο αφη­γη­τής αγνο­εί , αλ­λά μπο­ρεί να τον ξέ­ρουν μια χα­ρά οι απο­θα­μέ­νοι.

Προ­σπα­θώ να διώ­ξω αυ­τή την ιστο­ρία από τη σκέ­ψη μου όπως το τσο­πα­νό­που­λο τον ενο­χλη­τι­κό επι­σκέ­πτη και όμως δεν τα κα­τα­φέρ­νω. Αν και μοιά­ζει με μια τυ­χαία συ­νά­ντη­ση, την ίδια στιγ­μή τη δια­βά­ζω σαν μια πα­ρα­βο­λή ή σαν αλ­λη­γο­ρία. Ο θε­ός αφη­γη­τής επι­σκέ­πτε­ται τους αν­θρώ­πους. Συ­να­ντά­ει έναν βο­σκό, ο οποί­ος τον ανα­γνω­ρί­ζει σαν κά­ποιον που έχει εξου­σία και του ζη­τά­ει μια χά­ρη. Ο θε­ός όμως αντί να του δώ­σει τσι­γά­ρο του προ­σφέ­ρει χρή­μα­τα για να απο­κτή­σει ό,τι θέ­λει. Ο βο­σκός απορ­ρί­πτει την προ­σφο­ρά και προ­σπα­θεί του­λά­χι­στον να μά­θει κά­τι ση­μα­ντι­κό από τον επι­σκέ­πτη του, αλ­λά εκεί­νος δεν του ικα­νο­ποιεί ού­τε αυ­τό το αί­τη­μα. Τό­τε ο βο­σκός δεν έχει πα­ρά να τον διώ­ξει. Τα ανα­γκαία τα κερ­δί­ζει με τον κό­πο του. Αυ­τά που θέ­λει να ξέ­ρει τα βρί­σκει μέ­σα του ή του τα λέ­ει ο αέ­ρας ή ίσως τα μα­θαί­νει από τα ζω­ντα­νά του. Ο αφη­γη­τής απο­τυγ­χά­νει να απο­κτή­σει έναν πι­στό και το τσο­πα­νό­που­λο να κερ­δί­σει κά­ποιου εί­δους βα­σι­λεία των ου­ρα­νών.

Υπάρ­χει και μια άλ­λη ανά­γνω­ση. Μην ξε­χνά­με ότι το τσο­πα­νό­που­λο εί­ναι ποι­μέ­νας, δη­λα­δή ένας θε­ός για το ποί­μνιό του. Θα μου πεί­τε ένας θε­ός ζη­τά­ει μια χά­ρη από έναν άν­θρω­πο; Αν αυ­τός ο άν­θρω­πος εί­ναι ο Κα­ζαν­τζά­κης μπο­ρώ να απα­ντή­σω κα­τα­φα­τι­κά. Ένας θε­ός τον κα­λεί και ένας θε­ός τον απο­διώ­χνει. Στην Ασκη­τι­κή το έχει πει όσο πιο κα­θα­ρά μπο­ρεί. «Όχι ο Θε­ός θα μας σώ­σει· εμείς θα σώ­σου­με τον Θεό, πο­λε­μώ­ντας, δη­μιουρ­γώ­ντας, με­του­σιώ­νο­ντας την ύλη σε πνέ­μα».[47]

Μπο­ρώ να δώ­σω πλή­θος εκ­δο­χές και όλες να ισχύ­ουν και κα­μία να μην ευ­στα­θεί. Η ανει­ρή­νευ­τη ψυ­χή του μοιά­ζει να αντι­στρέ­φει τη δι­κή του σχέ­ση με τον Θεό. Άλ­λα του ζη­τά­ει και άλ­λα λαμ­βά­νει. Του απευ­θύ­νει τον λό­γο και τον ρω­τά­ει αλ­λά απά­ντη­ση κα­μία. Προ­σπα­θεί λοι­πόν να γί­νει θε­ός αλ­λά ού­τε οι νε­κροί του μι­λούν, ού­τε οι ζω­ντα­νοί τον απο­δέ­χο­νται. Εκτός και αν τον απο­δε­χτούν αρ­γό­τε­ρα, με­τά τη θυ­σια­στι­κή του σταύ­ρω­ση στα γράμ­μα­τα. Τό­τε ίσως να τον προ­σκυ­νούν ή να διορ­γα­νώ­νουν συ­νέ­δρια γι’ αυ­τόν, ενώ δεν θα εί­ναι πα­ρά τσο­πα­νό­που­λα που ρο­κα­νί­ζουν τον χρό­νο σα­λα­γώ­ντας τις λέ­ξεις και βά­ζο­ντας σε τά­ξη το κο­πά­δι του λο­γι­σμού. 

ΣΥ­ΜΠΕ­ΡΑ­ΣΜΑ­ΤΙ­ΚΑ:

Κοι­τώ­ντας από κο­ντά τον Ζορ­μπά και τον Λούη θα δια­πι­στώ­σου­με ότι δεν μοιά­ζουν όσο αρ­χι­κά φα­ντα­στή­κα­με. Αυ­τό δεν εί­ναι κα­θό­λου πα­ρά­ξε­νο αν ανα­λο­γι­στού­με τό­σο την ιδιο­συ­γκρα­σία των συγ­γρα­φέ­ων, όσο και τις βα­θιές αλ­λα­γές που με­σο­λά­βη­σαν στην ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία.

Τα δύο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα μοιά­ζουν εύ­πε­πτα αλ­λά έχουν κρυμ­μέ­νες πολ­λές αρε­τές και έναν πο­λύ πιο σύν­θε­το και απροσ­δό­κη­το κό­σμο.

Οι ήρω­ες των βι­βλί­ων με­τα­κό­μι­σαν από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στη λο­γο­τε­χνία. Σε αυ­τή τη με­τα­κό­μι­ση κά­τι χά­θη­κε από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και κά­τι προ­στέ­θη­κε από τη φα­ντα­σία.

Ο Ζορ­μπάς δεν χω­ρά­ει σε κα­μία επο­χή και δεν μπο­ρεί να τον συ­μπε­ρι­λά­βει κα­μία κοι­νω­νι­κή εν­σω­μά­τω­ση. Ο Λού­ης προ­σπα­θεί να συ­ντρί­ψει το μι­κρο­α­στι­κό όνει­ρο για να μην βρε­θεί συ­ντε­τριμ­μέ­νος από αυ­τό. Τό­σο ο ένας όσο και ο άλ­λος βιώ­νουν τα αδιέ­ξο­δα της επο­χής τους με υπαρ­ξια­κή αγω­νία. Ο Ζορ­μπάς κα­τε­βαί­νει στο ορυ­χείο της ψυ­χής του και φτά­νει ως τα ου­ρά­νια. Ο Λού­ης χτί­ζει μέ­ρα με τη μέ­ρα μια πα­ρά­γκα με τον τρό­πο που κά­ποιος άλ­λος θα έχτι­ζε ένα οχυ­ρό.

Τό­σο ο Κα­ζαν­τζά­κης όσο και ο Μουρ­σε­λάς χρη­σι­μο­ποιούν την αλ­λη­λο­γρα­φία ο μεν πρώ­τος για να μας συ­στή­σει έναν ακό­μα Ζορ­μπά και ένα ακό­μα προ­σω­πείο του, ενώ ο δεύ­τε­ρος για να φω­τί­σει το πρό­σω­πο ενός δεύ­τε­ρου Λούη (του Αγη­σί­λα­ου) που έφυ­γε κα­τά τον συγ­γρα­φέα σας ήρω­ας.

Ο τρό­πος που συ­να­ντιό­νται και απο­κλί­νουν οι δύο ήρω­ες και οι δύο αφη­γη­τές έχει να κά­νει με την ίδια την ιδιο­συ­γκρα­σία τους και, ει­δι­κά στην πε­ρί­πτω­ση του Μουρ­σε­λά, ο οποί­ος προ­φα­νώς εί­χε δια­βά­σει πο­λύ κα­λά τον Ζορ­μπά, πι­θα­νόν με μια ηθε­λη­μέ­νη στρα­τη­γι­κή. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο αφη­γη­τής μό­νο μία φο­ρά τρυ­πώ­νει στο σπί­τι της χή­ρας και ο Κων­στα­ντής μό­νο μία φο­ρά θα κοι­μη­θεί με τη Μάρ­θα. Αυ­τό δεν το θε­ω­ρώ τυ­χαίο. Άλ­λω­στε ο έρω­τας απο­τε­λεί μέ­σο χει­ρα­φέ­τη­σης τό­σο του Ζορ­μπά, όσο και του Λούη. Η κρε­βα­το­κά­μα­ρα των δύο ηρώ­ων εί­ναι κέ­ντρο διερ­χό­με­νων γυ­ναι­κών και αδιά­κο­πης επι­θυ­μί­ας. Δεν συμ­βαί­νει το ίδιο με την κρε­βα­το­κά­μα­ρα των δύο αφη­γη­τών.

Στον Αλέ­ξη Ζορ­μπά ο Κα­ζαν­τζά­κης χρη­σι­μο­ποιεί αρ­κε­τούς ιδιω­μα­τι­σμούς αλ­λά τί­πο­τε δεν μπο­ρεί να μας απο­τρέ­ψει από το να κα­τέ­βου­με μα­ζί του στο απύθ­με­νο ορυ­χείο του στο­χα­σμού. Ο Μουρ­σε­λάς έχει γλωσ­σι­κό έν­στι­κτο που προ­σφέ­ρει στον ανα­γνώ­στη μια κα­λή αί­σθη­ση της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας. Οι διά­λο­γοι κυ­ριαρ­χούν και στα δύο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Ο Κα­ζαν­τζά­κης εί­ναι πιο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κός, ενώ ο Μουρ­σε­λάς με­τα­χει­ρί­ζε­ται με με­γα­λύ­τε­ρη ευ­χέ­ρεια τους κα­νό­νες του θε­ά­τρου.

Αν και τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα δεν χρειά­ζο­νται προ­λό­γους, ο μεν Κα­ζαν­τζά­κης γρά­φει έναν πρό­λο­γο προ­θέ­σε­ων, ο δε Μουρ­σε­λάς έναν «πρό­λο­γο» των προ­σώ­πων.

Όπως ο Κα­ζαν­τζά­κης τα βά­ζει με τον Κα­ζαν­τζά­κη, έτσι και ο Μουρ­σε­λάς τα βά­ζει με τον Μουρ­σε­λά. Η τρέ­λα τα βά­ζει με τη λο­γι­κή και η φρο­νι­μά­δα με την απε­ρι­σκε­ψία. Μό­νο η λο­γο­τε­χνία προ­σπα­θεί να μην τα βά­ζει με τη λο­γο­τε­χνία και αυ­τή εί­ναι η με­γά­λη κα­τά­φα­ση σε ένα κό­σμο που η άρ­νη­ση θριαμ­βεύ­ει. «Κά­θε πράγ­μα εί­ναι βλέμ­μα»[48] έχει γρά­ψει ο ποι­η­τής Γιώρ­γος Βέ­ης και νο­μί­ζω πως και η κά­θε κρι­τι­κή αυ­τό μας βε­βαιώ­νει.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: