Το χαμένο Νόμπελ

Ο ΝΚ στην Αίγινα (1931)
Ο ΝΚ στην Αίγινα (1931)


Τον Απρί­λιο του 1946, έπει­τα από συ­νε­δρί­α­ση της Εται­ρεί­ας Ελ­λή­νων Λο­γο­τε­χνών, απο­φα­σί­στη­κε να στα­λεί αί­τη­μα στην Επι­τρο­πή του Νό­μπελ στη Σου­η­δία με την υπο­ψη­φιό­τη­τα του Άγ­γε­λου Σι­κε­λια­νού. Η κί­νη­ση αυ­τή εξή­ψε το εν­δια­φέ­ρον του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη, στε­νού φί­λου τού Σι­κε­λια­νού. Ο Κα­ζαν­τζά­κης έβλε­πε ότι στην Ελ­λά­δα, με όλο το κα­τε­στη­μέ­νο ενα­ντί­ον του, δεν εί­χε πι­θα­νό­τη­τες για διά­κρι­ση. Άρα, μό­νο στο εξω­τε­ρι­κό μπο­ρού­σε να κι­νη­θεί, και μά­λι­στα στο Νό­μπελ Λο­γο­τε­χνί­ας. 
Έχο­ντας δια­τε­λέ­σει Πρό­ε­δρος της Εται­ρεί­ας Ελ­λή­νων Λο­γο­τε­χνών, ο Κα­ζαν­τζά­κης (εν μέ­ρει ερη­μί­της, εν μέ­ρει μα­νιώ­δης δη­μο­σιο­σχε­σί­της) ενερ­γο­ποί­η­σε όσες γνω­ρι­μί­ες εί­χε. Κα­τόρ­θω­σε τε­λι­κά, με­τά από μια θυ­ελ­λώ­δη συ­νε­δρί­α­ση της Εται­ρεί­ας, να στα­λεί στη Σου­η­δι­κή Ακα­δη­μία συ­μπλη­ρω­μα­τι­κό έγ­γρα­φο που υπο­στή­ρι­ζε τη συν-υπο­ψη­φιό­τη­τά του. Όπως ήταν φυ­σι­κό, ο Σι­κε­λια­νός τα­ρά­χτη­κε, δυ­σα­ρε­στή­θη­κε θε­ω­ρώ­ντας ότι η κί­νη­ση αυ­τή υπο­νό­μευ­σε τη δι­κή του υπο­ψη­φιό­τη­τα. Εν τέ­λει, η αί­τη­ση του Κα­ζαν­τζά­κη θε­ω­ρή­θη­κε εκ­πρό­θε­σμη και απο­σύρ­θη­κε.
Την επό­με­νη χρο­νιά έγι­νε αυ­τό που δια­κα­ώς επι­θυ­μού­σε ο Κα­ζαν­τζά­κης. Η αί­τη­ση κοι­νής υπο­ψη­φιό­τη­τας των Κα­ζαν­τζά­κη-Σι­κε­λια­νού για το Νό­μπελ Λο­γο­τε­χνί­ας του 1947 κα­τα­τέ­θη­κε στη Σου­η­δι­κή Ακα­δη­μία από τον κα­θη­γη­τή Νί­κο Βέη.
«Σου ζη­τώ να ενω­θούν τα ονό­μα­τά μας ανα­πό­σπα­στα», πρό­τει­νε ο Κα­ζαν­τζά­κης στον Σι­κε­λια­νό, «για­τί στην αγά­πη ένα πράγ­μα μοι­ρα­ζό­με­νο, δι­πλα­σιά­ζε­ται. Και η τι­μή για την Ελ­λά­δα θα ’ναι δι­πλή».
«Σύμ­φω­νοι», απά­ντη­σε ο Σι­κε­λια­νός, δί­νο­ντας τη συ­γκα­τά­θε­σή του. «Εγώ θα σε στε­φα­νώ­σω με το στε­φά­νι μου κι εσύ με το δι­κό σου».
Σε κα­τά­στα­ση πα­ρο­ξυ­σμού, ο Κα­ζαν­τζά­κης έδω­σε τα πά­ντα για την επι­τυ­χία του σκο­πού του, τον οποίο θε­ω­ρού­σε ιε­ρό. Έκα­νε δια­δο­χι­κές επα­φές με κά­θε εί­δους πα­ρά­γο­ντες, έπαιρ­νε τη­λέ­φω­να, έστελ­νε σω­ρη­δόν επι­στο­λές, πί­ε­ζε προς πά­σα κα­τεύ­θυν­ση, φορ­τι­κά πολ­λές φο­ρές.
Για­τί τέ­τοια ζέ­ση;
Οι λό­γοι ήταν κυ­ρί­ως τρεις (ο ιε­ρός αριθ­μός για τον Κα­ζαν­τζά­κη ήταν πά­ντα το 3).

Πρώ­τα απ’ όλα, πί­στευε ότι με τον τρό­πο αυ­τόν θα έδι­νε με­γά­λη χα­ρά στην Ελ­λά­δα σε μια δύ­σκο­λη ιστο­ρι­κή συ­γκυ­ρία και πα­ράλ­λη­λα θα τι­μού­σε την ιδιαί­τε­ρη πα­τρί­δα του, την Κρή­τη. Κα­τό­πιν, θα εξα­σφά­λι­ζε οι­κο­νο­μι­κά τη σύ­ντρο­φό του Ελέ­νη, η οποία εί­χε κυ­ριο­λε­κτι­κά δει­νο­πα­θή­σει τό­σα χρό­νια κο­ντά του – στην Αί­γι­να επί Κα­το­χής τρέ­φο­νταν σχε­δόν απο­κλει­στι­κά με τσάι του βου­νού. Τέ­λος, ο ίδιος θα μπο­ρού­σε να αφο­σιω­θεί στο συγ­γρα­φι­κό του έρ­γο δί­χως να τον απα­σχο­λούν οι σκο­τού­ρες της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Ήδη έκα­νε όνει­ρα για τους τό­πους που θα επι­σκε­πτό­ταν: την Ιν­δία και τις χώ­ρες τις Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κή, ιδί­ως το Με­ξι­κό. Ως γνω­στόν, τα τα­ξί­δια απο­τε­λού­σαν για τον Κα­ζαν­τζά­κη πη­γή έμπνευ­σης.
Τη χρο­νιά εκεί­νη, το 1947, το Νό­μπελ Λο­γο­τε­χνί­ας κα­τέ­λη­ξε στον Γάλ­λο Αντρέ Ζιντ, συγ­γρα­φέα του πε­ρί­φη­μου βι­βλί­ου Οι κι­βδη­λο­ποιοί. Το όνο­μα του Κα­ζαν­τζά­κη, ωστό­σο, θα έμε­νε έκτο­τε πά­νω στο τρα­πέ­ζι της Σου­η­δι­κής Ακα­δη­μί­ας.
Το 1950, οι Σι­κε­λια­νός και Κα­ζαν­τζά­κης προ­τά­θη­καν εκ νέ­ου για το Νό­μπελ Λο­γο­τε­χνί­ας. Συ­νυ­πο­ψή­φιοί τους ήταν με­γά­λα με­γέ­θη της πα­γκό­σμιας λο­γο­τε­χνί­ας, όπως ο Γάλ­λος Αλ­μπέρ Κα­μύ, ο Άγ­γλος Γκρά­χαμ Γκρην (ο οποί­ος πα­ρό­τι ήταν συ­νε­χώς υπο­ψή­φιος, δεν πή­ρε πο­τέ το Νό­μπελ), η Δα­νή συγ­γρα­φέ­ας του Πέ­ρα από την Αφρι­κή Κά­ρεν Μπλί­ξεν, ο Αμε­ρι­κα­νός Έρ­νεστ Χέ­μιν­γου­εϊ.
Πα­ρά τον με­γά­λο αντα­γω­νι­σμό, η αι­σιο­δο­ξία ήταν διά­χυ­τη στην ελ­λη­νι­κή πλευ­ρά.
«Πα­ράγ­γει­λέ τους να ετοι­μά­σουν βα­λί­τσες», εί­πε ο ελ­λη­νι­στής Μπέρ­γε Κνες στον Γιάν­νη Κα­κρι­δή το 1951, όταν εκεί­νος βρι­σκό­ταν στη Στοκ­χόλ­μη. Θε­ω­ρού­σε ότι οι Σι­κε­λια­νός και Κα­ζαν­τζά­κης εί­χαν σί­γου­ρη την κα­τά­κτη­ση του βρα­βεί­ου.
Απο­δεί­χθη­κε ευ­σε­βής πό­θος!
Το Νό­μπελ Λο­γο­τε­χνί­ας 1950 κα­τέ­λη­ξε στον Ουα­λό φι­λό­σο­φο και μα­θη­μα­τι­κό Μπέρ­τραντ Ρά­σελ «εις ανα­γνώ­ρι­ση της προ­σφο­ράς του στα αν­θρω­πι­στι­κά ιδε­ώ­δη και την ελευ­θε­ρία της σκέ­ψης». Ο Ρά­σελ ομο­λό­γη­σε ότι δεν εί­χε γρά­ψει ού­τε μια λο­γο­τε­χνι­κή πρό­τα­ση στη ζωή του.
Όμως ένας από τους Διό­σκου­ρους δεν πρό­λα­βε να μά­θει το απο­τέ­λε­σμα και να το σχο­λιά­σει. Ο Αλα­φρο­ΐ­σκιω­τος Σι­κε­λια­νός έφυ­γε από τη ζωή. Στο μνή­μα του χα­ρά­χτη­κε το δί­στι­χο που θε­ω­ρού­σε κα­τάλ­λη­λο για επι­τύμ­βιο: 

Ω κυ­πα­ρίσ­σια, δώ­στε μου, σαν έρ­χο­μαι σι­μά σας
να ’μ’ άξιος για το μύ­ρο σας και για τ’ ανά­στη­μά σας. 

Τον χει­μώ­να του 1951, ο ακα­δη­μαϊ­κός Σπύ­ρος Με­λάς τα­ξί­δε­ψε στη Στοκ­χόλ­μη με σκο­πό να θέ­σει εμπό­δια στη βρά­βευ­ση του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη με Νό­μπελ. Έμει­νε στη σου­η­δι­κή πρω­τεύ­ου­σα δύο πε­ρί­που μή­νες και συ­νερ­γά­στη­κε με τον εκεί Έλ­λη­να πρέ­σβη, υπο­νο­μεύ­ο­ντας τη δυ­να­μι­κή που ανέ­πτυσ­σε η υπο­ψη­φιό­τη­τα Κα­ζαν­τζά­κη.
Σε άρ­θρο με τί­τλο «Όταν δεν τους πε­ρί­με­ναν», που δη­μο­σιεύ­τη­κε στην εφη­με­ρί­δα Το Βή­μα τον Οκτώ­βριο του 2000, ο Πά­τρο­κλος Σταύ­ρου, θε­τός γιος της Ελέ­νης και κλη­ρο­νό­μος των πνευ­μα­τι­κών δι­καιω­μά­των του Κα­ζαν­τζά­κη, έγρα­ψε:

«Η μα­ταί­ω­ση της απο­νο­μής του Νο­μπέλ στον Κα­ζαν­τζά­κη υπήρ­ξε σα­φώς ελ­λη­νι­κός άθλος. Ευ­τε­λές ερ­γα­λείο αυ­τής της ασχη­μο­σύ­νης ήταν ο Σπύ­ρος Με­λάς, συ­νερ­γα­ζό­με­νος με τον Έλ­λη­να πρέ­σβη στη Στοκ­χόλ­μη Πίν­δα­ρο Αν­δρου­λή, ο οποί­ος δρού­σε βά­σει οδη­γιών από την Αθή­να. Τι εί­χε με τον Κα­ζαν­τζά­κη ο Με­λάς; Φθό­νο, μί­σος, αντι­ζη­λία; Ίσως όλα αυ­τά και μα­ζί έχθρα και φο­βε­ρή ζή­λια».

Οι φή­μες έλε­γαν ότι εκτός από την ωμή πα­ρέμ­βα­ση του δι­δύ­μου Με­λά - Αν­δρου­λή για να απο­τρα­πεί η βρά­βευ­ση του Κα­ζαν­τζά­κη (που με­τά το θά­να­το του Σι­κε­λια­νού εί­χε απο­μεί­νει μό­νος υπο­ψή­φιος), έφτα­σε τη­λε­γρά­φη­μα τις πα­ρα­μο­νές της βρά­βευ­σης από την ελ­λη­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση που έλε­γε ότι μια τέ­τοια βρά­βευ­ση θα ήταν επι­κίν­δυ­νη για τη χώ­ρα.
Οι κι­νή­σεις ενα­ντί­ον του Κα­ζαν­τζά­κη συ­νε­χί­στη­καν τα επό­με­να χρό­νια. Ο ελ­λη­νι­στής Μπέρ­γε Κνες, σε γράμ­μα που έστει­λε στον Κα­ζαν­τζά­κη το ’54, του απο­κά­λυ­ψε: «Η βα­σί­λισ­σα της Ελ­λά­δος έχει γρά­ψει στη Σου­η­δι­κή Ακα­δη­μία και στον βα­σι­λιά συμ­βου­λεύ­ο­ντάς τους να μην δο­θεί το βρα­βείο Νό­μπελ σε ρι­ζο­σπα­στι­κούς Έλ­λη­νες, για­τί κά­τι τέ­τοιο θα απο­βεί εις βά­ρος της ει­ρη­νι­κής πο­λι­τι­κής των Αγ­γλο­σα­ξό­νων».




Εκτός αυ­τών, στη Σου­η­δι­κή Ακα­δη­μία έφτα­ναν κι­βώ­τια με γράμ­μα­τα από την Ελ­λά­δα, που έλε­γαν πό­σο επι­ζή­μια θα ήταν για τη χώ­ρα μια τό­σο αμ­φι­λε­γό­με­νη διά­κρι­ση.
Από το 1946 μέ­χρι το 1957 οι ελ­λη­νι­κές αρ­χές έκα­ναν τα πά­ντα για να απο­τρέ­ψουν τη βρά­βευ­ση του Κα­ζαν­τζά­κη, τον οποίο θε­ω­ρού­σαν ανα­τρε­πτι­κό στοι­χείο. Έντε­κα χρό­νια. Τα ελ­λη­νι­κά προ­ξε­νεία τού έθε­ταν συ­νε­χώς προ­σκόμ­μα­τα στις με­τα­κι­νή­σεις, αρ­νού­με­να να του χο­ρη­γή­σουν βί­ζα. Σε κά­ποια πρε­σβεία μά­λι­στα, δεν του έδω­σαν ού­τε κα­ρέ­κλα να κα­θί­σει. Τον εί­χαν και πε­ρί­με­νε όρ­θιος στο διά­δρο­μο με τις ώρες για μια θε­ώ­ρη­ση δια­βα­τη­ρί­ου, για μια απλή σφρα­γί­δα. Ήθε­λαν να του κα­τα­στή­σουν σα­φές ότι ήταν ανε­πι­θύ­μη­τος.
«Όλα ήταν έτοι­μα για να πάω στη Φλω­ρε­ντία και η Ελ­λη­νι­κή Κυ­βέρ­νη­ση αρ­νιέ­ται να μου ανα­νε­ώ­σει το δια­βα­τή­ριο», έγρα­ψε αγα­να­κτι­σμέ­νος στον Πρε­βε­λά­κη από το Πα­ρί­σι: «Έχω προ­ξε­νι­κό δια­βα­τή­ριο και αρ­νιέ­ται να με αφή­σει να βγω από τα γαλ­λι­κά σύ­νο­ρα. Εκεί κα­τα­ντή­σα­με. Με κυ­νη­γούν, μου κά­νουν ό,τι κα­κό μπο­ρούν και λυ­πού­νται που δεν μπο­ρούν να μ’ εξο­ντώ­σουν ολο­κλη­ρω­τι­κά».
Ο Πά­τρο­κλος Σταύ­ρου έγρα­ψε: «Ο Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης βα­σα­νί­στη­κε όσο κα­νέ­νας άλ­λος νε­ο­έλ­λη­νας συγ­γρα­φέ­ας. Η Εκ­κλη­σία τον κα­τα­δί­ω­ξε, η Πο­λι­τεία το ίδιο. Του μα­ταί­ω­σαν τη βρά­βευ­ση με Νό­μπελ, του έστελ­ναν μυ­στι­κούς αστυ­νο­μι­κούς, τον συ­κο­φά­ντη­σαν. Τον χτύ­πη­σε η Δε­ξιά απα­γο­ρεύ­ο­ντας τα βι­βλία του, για­τί τον θε­ω­ρού­σε λί­γο δε­ξιό και πε­ρισ­σό­τε­ρο αρι­στε­ρό. Τον χτύ­πη­σε η Αρι­στε­ρά, για­τί θε­ω­ρού­σε ότι ήταν λι­γό­τε­ρο αρι­στε­ρός και πε­ρισ­σό­τε­ρο δε­ξιός. Ακό­μη και η πρώ­τη του γυ­ναί­κα, η Γα­λά­τεια, η οποία ζή­τη­σε να κρα­τή­σει το όνο­μά του με­τά τον χω­ρι­σμό τους -πα­ρό­τι εί­χε ένα όνο­μα γνω­στό στους φι­λο­λο­γι­κούς κύ­κλους- έγρα­ψε ενα­ντί­ον του. Αλ­λά ο Κα­ζαν­τζά­κης σχο­λί­α­ζε με­γα­λό­θυ­μα: "Καη­μέ­νη Γα­λά­τεια, δεν της έπρε­πε τέ­τοια τύ­χη… να γρά­φει με το όνο­μά μου ενα­ντί­ον μου"».

Τρεις ήταν οι κύ­ριες κα­τη­γο­ρί­ες που εκτό­ξευε η Ελ­λη­νι­κή Πο­λι­τεία (κυ­βερ­νή­σεις, Εκ­κλη­σία, Ακα­δη­μία) ενα­ντί­ον του Κα­ζαν­τζά­κη:

α) Κομ­μου­νι­στής
β) Άθε­ος
γ) Δια­φθο­ρέ­ας των νέ­ων 

Ήταν ο Κα­ζαν­τζά­κης κομ­μου­νι­στής;
Αν ήταν κομ­μου­νι­στής, δεν θα εί­χε πρό­βλη­μα να το απο­δε­χτεί. Όμως δεν ήταν. Η αλή­θεια εί­ναι ότι πα­ρα­κο­λού­θη­σε στε­νά το πεί­ρα­μα που γι­νό­ταν στη Σο­βιε­τι­κή Ένω­ση. Τα­ξί­δε­ψε εκεί, έγρα­ψε γι’ αυ­τό και το απέρ­ρι­ψε με συ­νο­πτι­κές δια­δι­κα­σί­ες. Ήταν πά­ντο­τε οπα­δός της βου­δι­στι­κής «μέ­σης λύ­σης». Με τα ση­με­ρι­νά δε­δο­μέ­να θα λέ­γα­με ότι ήταν ανέ­ντα­χτος κε­ντρο­α­ρι­στε­ρός.
Σε μια από τις ση­μα­ντι­κό­τε­ρες επι­στο­λές του από την Τσε­χο­σλο­βα­κία προς τον Πρε­βε­λά­κη (ημε­ρο­μη­νία 28 Αυ­γού­στου 1929) του εξο­μο­λο­γή­θη­κε: 

«Οι επα­να­στά­τες έγι­ναν βο­λε­μέ­νοι, οι βο­λε­μέ­νοι γρή­γο­ρα κα­τα­ντούν συ­ντη­ρη­τι­κοί και σι­γά σι­γά οι συ­ντη­ρη­τι­κοί γί­νο­νται αντι­δρα­στι­κοί. Δεν θέ­λω να κα­τη­γο­ρή­σω την κα­μπύ­λη αυ­τή, την ανα­γκα­στι­κή και σε με­ρι­κά χρή­σι­μη του αν­θρώ­πι­νου κυ­μα­τι­σμού. Εί­ναι φυ­σι­κό οι ψυ­χές να μην αντέ­χουν πο­λύ σε διαρ­κή ανά­τα­ση, να θέ­λουν ν’ ανα­παυ­τούν, να ζή­σουν χω­ρίς ανη­συ­χί­ες, σαν το φυ­τό, ξε­χνώ­ντας. Η ψυ­χή δεν εί­ναι κά­τι δια­φο­ρε­τι­κό από την ύλη. Εύ­κο­λα κα­τα­κα­θί­ζει, ακι­νη­τεί, γί­νε­ται ύλη».

Ήταν ο Κα­ζαν­τζά­κης άθε­ος;
Ως γνω­στόν, το Βα­τι­κα­νό ενέ­τα­ξε τον Τε­λευ­ταίο πει­ρα­σμό στον Κα­τά­λο­γο των Απα­γο­ρευ­μέ­νων Βι­βλί­ων για τα έτη 1954 και 1955. Εν συ­νε­χεία, ο Κα­ζαν­τζά­κης κα­τη­γο­ρή­θη­κε από την Ιε­ρά Σύ­νο­δο ως ιε­ρό­συ­λος και άθε­ος. Το ιε­ρα­τείο ζή­τη­σε από την Ελ­λη­νι­κή Πο­λι­τεία την απα­γό­ρευ­ση της κυ­κλο­φο­ρί­ας των βι­βλί­ων του, ει­δι­κό­τε­ρα των μυ­θι­στο­ρη­μά­των Ο Κα­πε­τάν Μι­χά­λης, Ο Χρι­στός ξα­να­σταυ­ρώ­νε­ται και Ο τε­λευ­ταί­ος πει­ρα­σμός. Επί­σης, κά­ποιοι «άγιοι πα­τέ­ρες» από τους κόλ­πους της Ελ­λα­δι­κής Εκ­κλη­σί­ας ζή­τη­σαν τον αφο­ρι­σμό του. Φυ­σι­κά, ο Κα­ζαν­τζά­κης δεν αφο­ρί­στη­κε πο­τέ. Το θέ­μα του πα­ρα­πέμ­φθη­κε με μια δι­πλω­μα­τι­κή ντρί­πλα στην ημιαυ­τό­νο­μη Εκ­κλη­σία της Κρή­της. Τε­λι­κά, η ιε­ραρ­χία δεν τον αφό­ρι­σε, αλ­λά τον κα­τα­ρά­στη­κε, όπως ανα­φέ­ρει και η Έλ­λη Αλε­ξί­ου: «Οι πα­πά­δες, άλ­λοι από αμά­θεια, άλ­λοι από φό­βο, άλ­λοι από υπο­λο­γι­σμό, τον κα­τα­ρά­στη­καν».
Σε γράμ­μα του στον Πρε­βε­λά­κη, ο Κα­ζαν­τζά­κης ομο­λό­γη­σε:
«Και να τους πλή­ρω­να, δεν θα μου έκα­ναν τέ­τοια δια­φή­μι­ση».
Την ίδια γνώ­μη εί­χε και η Έλ­λη Αλε­ξί­ου.
«Όλοι θέ­λα­νε ν’ αγο­ρά­σου­νε βι­βλία του, για­τί φο­βό­νταν μην εξα­ντλη­θούν. Με τις ου­ρές πε­ρί­με­νε ο κό­σμος και για μια πε­ρί­ο­δο που­λιό­νταν μό­νο βι­βλία του Κα­ζαν­τζά­κη».
Ο Κα­ζαν­τζά­κης ήταν έν­θε­ος, αλ­λά όχι με τον τρό­πο που ήθε­λαν οι πα­πά­δες. Το έρ­γο του εί­ναι πλού­σιο σε θε­ο­λο­γι­κό και αγιο­λο­γι­κό υπό­βα­θρο.
«Ού­τε στον Πα­πα­δια­μά­ντη δεν βρί­σκεις τό­σο χώ­ρο για τον Θεό και τον Χρι­στό», ση­μεί­ω­σε ο Πέ­τρος Χά­ρης.
Η αντί­θε­σή του ήταν με τις θρη­σκευ­τι­κές τά­ξεις και κα­τα­τά­ξεις, κα­θώς πί­στευε σε μια ανώ­τε­ρη δύ­να­μη η οποία όμως υπάρ­χει μέ­σα μας.

«Ο Θε­ός του Κα­ζαν­τζά­κη δεν ήταν μια από­κο­σμη δύ­να­μη που επό­πτευε τα πά­ντα, αλ­λά μια θεία πνοή που κι­νη­το­ποιού­σε τη ζωή και ήταν στο χέ­ρι του κα­θε­νός να την ανα­δεί­ξει ή να την κα­τα­στεί­λει. Προ­κει­μέ­νου να ανα­δεί­ξει τη θεία πνοή του, ο άν­θρω­πος έπρε­πε να “ανη­φο­ρί­σει”, δη­λα­δή να ανυ­ψω­θεί συ­νει­δη­σια­κά. Ο Θε­ός εμ­φα­νι­ζό­ταν με διά­φο­ρα πρό­σω­πα –Χρι­στός, Βού­δας, Αλάχ, Γιαχ­βέ, Δί­ας, Διό­νυ­σος, Ρα, Βράχ­μα–, αλ­λά κα­τοι­κού­σε μες στον άν­θρω­πο και αγω­νι­ζό­ταν για τη δι­κή του σω­τη­ρία». (Από­σπα­σμα από το βι­βλίο Το χα­μέ­νο Νό­μπελ).
Τού­το ερ­χό­ταν σε αντί­θε­ση με τη χρι­στια­νι­κή σω­τη­ριο­λο­γία, που έλε­γε ότι ο Θε­ός σώ­ζει τον άν­θρω­πο.

Ήταν ο Κα­ζαν­τζά­κης δια­φθο­ρέ­ας των νέ­ων;
Η τρί­τη κα­τη­γο­ρία ήταν μια κα­τη­γο­ρία ανα­τρι­χια­στι­κή, κα­θώς θύ­μι­ζε 3.000 χρό­νια με­τά την κα­τη­γο­ρία που απέ­δι­δαν στον Σω­κρά­τη. Ο Κα­ζαν­τζά­κης σε ολό­κλη­ρο το έρ­γο του υπε­ρα­σπι­ζό­ταν τους νέ­ους. Συ­χνά δή­λω­νε πως έγρα­φε για τις μελ­λού­με­νες γε­νιές, κλη­ρο­δο­τώ­ντας τους τις ιδέ­ες και τα ιδα­νι­κά του για ελεύ­θε­ρη σκέ­ψη και έκ­φρα­ση. Ήταν φυ­σι­κό να θε­ω­ρη­θεί δια­φθο­ρέ­ας ένας συγ­γρα­φέ­ας που μα­χό­ταν υπέρ θε­μά­των που μέ­χρι τό­τε θε­ω­ρού­νταν τα­μπού. Προ­έ­τρε­πε τους νέ­ους να επα­νε­ξε­τά­σουν ζη­τή­μα­τα όπως, η ύπαρ­ξη του Θε­ού, η δύ­να­μη του αν­θρώ­που, η ελευ­θε­ρία του πνεύ­μα­τος και ο αγώ­νας της ζω­ής.

Πορ­το­γαλ­λι­κή έκ­δο­ση του «Κα­πε­τάν Μι­χά­λη» στη σει­ρά «Χω­ρίς Νο­μπελ»

Συ­μπε­ρα­σμα­τι­κά:

Με τις τρεις κα­τη­γο­ρί­ες ενα­ντί­ον του γί­νε­ται φα­νε­ρό ότι η Ελ­λη­νι­κή Πο­λι­τεία σχε­δί­α­ζε το «θά­να­το» του Κα­ζαν­τζά­κη, ως άλ­λου Σω­κρά­τη. Ωστό­σο, πα­ρά τις επεμ­βά­σεις και τις ρα­διουρ­γί­ες, ο κρη­τι­κός συγ­γρα­φέ­ας μπο­ρεί να έχα­σε το Νό­μπελ, αλ­λά κέρ­δι­σε επά­ξια μια θέ­ση στο πάν­θεο της λο­γο­τε­χνί­ας. Όπως έγρα­ψε ένας Νορ­βη­γός κρι­τι­κός σε εφη­με­ρί­δα του Όσλο: «Ο Κα­ζαν­τζά­κης δεν χρειά­ζε­ται το Νό­μπελ. Αυ­τό που νιώ­σα­με όλοι εμείς δια­βά­ζο­ντας τα βι­βλία του εί­ναι η αντα­μοι­βή του».
Πα­τώ­ντας πά­νω στον ιε­ρό αριθ­μό του, το τρία, θα λέ­γα­με πως ο Κα­ζαν­τζά­κης ήταν ασυμ­βί­βα­στος, αντι­φα­τι­κός και διαρ­κώς εξε­λισ­σό­με­νος.
Το ερώ­τη­μα εί­ναι: θα ωφε­λού­σε την Ελ­λά­δα αυ­τή η βρά­βευ­ση; Η απά­ντη­ση εί­ναι: Πο­λύ! Θα βοη­θού­σε να ακου­στούν οι φω­νές όλων εκεί­νων που επε­δί­ω­καν τη γε­φύ­ρω­ση των δια­φο­ρών και την επού­λω­ση των τραυ­μά­των. Θα ήταν μια γε­ρή ένε­ση αι­σιο­δο­ξί­ας. Μια κί­νη­ση που θα βοη­θού­σε τη χώ­ρα να προ­χω­ρή­σει με­τά τον Εμ­φύ­λιο και να χα­ρά­ξει το μέλ­λον της. Μια ψυ­χο­λο­γι­κή εν­θάρ­ρυν­ση που πο­τέ δεν ήρ­θε.
Δεν έχα­σε ο Κα­ζαν­τζά­κης το Νό­μπελ. Η Ελ­λά­δα το έχα­σε.
Όπως εί­πα­με προη­γου­μέ­νως, η ελ­λη­νι­κή πο­λι­τεία υπο­χρέ­ω­σε τον Κα­ζαν­τζά­κη να ανα­ζη­τή­σει αλ­λού στέ­γη. Τε­λι­κά τη βρή­κε σε μια πα­ρα­θα­λάσ­σια πό­λη της Κυα­νής Ακτής, που εί­χε ιδρυ­θεί από τους Φω­κα­είς της Μασ­σα­λί­ας, την Αντί­πο­λη (Αντίμπ στα γαλ­λι­κά). Εκεί, μα­κριά απ’ το αγριε­μέ­νο πλή­θος, έγρα­ψε τα κα­λύ­τε­ρά του έρ­γα. Από εκεί, εί­δε τα βι­βλία του να γί­νο­νται διά­ση­μα και να γυ­ρί­ζο­νται ται­νί­ες. Έμει­νε στην Αντί­πο­λη μέ­χρι το τέ­λος της ζω­ής του. Δεν επέ­στρε­ψε πο­τέ στην Ελ­λά­δα και στην αγα­πη­μέ­νη του Κρή­τη.
Από τα βου­νά της κα­ζαν­τζα­κι­κής πο­λυ­πραγ­μο­σύ­νης ξε­χω­ρί­σα­με δυο φρά­σεις για το τέ­λος:

«Όπως η λέ­ξη εί­ναι αχώ­ρι­στη από την έν­νοια, όπως το σώ­μα εί­ναι αχώ­ρι­στο από την ψυ­χή, έτσι και το έρ­γο εί­ναι αχώ­ρι­στο από τον καλ­λι­τέ­χνη. Με τις ει­κό­νες, με τις λέ­ξεις, με τα χρώ­μα­τα, με τα επί­θε­τα που δια­λέ­γει, με το ρυθ­μό που ομι­λεί, ο συγ­γρα­φέ­ας θέ­λει δε θέ­λει, εξο­μο­λο­γεί­ται την ίδια του την ψυ­χή».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: