Η ασυγκράτητη διέλευση των μελισσών, παραλλήλως της νέας, εκθαμβωτικά λευκής τοιχοποιίας, προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον και σαματά ξεσήκωσε, όχι μόνο στα ζώα που, λόγω εποχής, ζευγάρωναν αμέριμνα στους γειτονικούς αγρούς, απαρατήρητα μέσα στα άνθη, αλλά και στους ανθρώπους που τυχαία περνούσαν, κάνοντας ξένοιαστοι και πιθανώς αδιάφοροι τη βόλτα τους στη μικρή πλατεία. Όρνιθες, τσαλαπετεινοί, τρυγόνια, τσιχλοποταμίδες, χελιδόνια και άλλα αποδημητικά αναστατώθηκαν και, προκειμένου να απολαύσουν στο έπακρο το θέαμα της διέλευσης των μελισσών, τους λαιμούς τους εθελουσίως απέκοψαν και τα κεφάλια τους ακολούθησαν χαρούμενα το αναστάσιμο πολύβουο σμήνος. Παρόμοια συμπεριφορά είχαν και μερικά τετράποδα, δηλαδή σκύλοι, γαϊδούρια, άλογα και μοσχάρια. Ακόμη και οι άνθρωποι που είναι επιφυλακτικοί σε παρόμοια δρώμενα και δεν συνηθίζουν να παίρνουν μεγάλα ρίσκα και να διαθέτουν για το κοινό καλό μέλη του σώματός τους, συμμετείχαν σε αυτό το οργασμικό, ανοιξιάτικο πανηγύρι, προσφέροντας ο καθένας κάτι από την ψυχή και, κυρίως, κάτι από το σώμα του. Η εξωφρενική αυτή ―ομολογουμένως― πανηγυρική κατάσταση, μοναδική στα χρονικά, που έμοιαζε εν μέρει με τον πίνακα του Νταλί «Όνειρο που προκλήθηκε από το πέταγμα μιας μέλισσας γύρω από ένα ρόδι», με ολίγον από την «Αλληγορία της Άνοιξης» του Μποτιτσέλι και ολίγον με το πρελούδιο αρ.23 του Σεργκέι Ραχμάνινοφ, προκάλεσε, αν και μέρα μεσημέρι, τα αηδόνια του μεσονυκτίου να αρχίσουν τις όμορφες τρίλιες τους, συνοδεύοντας και εμψυχώνοντας την τελετουργική συμμετοχή των ζώντων επί γης, τελετή που διήρκησε μέχρι αργά το απόγευμα, όταν πλέον το σμήνος τον μελισσών αποσύρθηκε στο αλέγκρο του Αντόνιο Βιβάλντι. Όλα ησύχασαν, και όλα, μη εξαιρουμένων των ανθρώπων, αποκοιμήθηκαν ευτυχισμένα στις φάτνες των ονείρων τους, που κουνούσε ρυθμικά με το πελώριο τριχωτό πόδι του ο εγωιστής γίγαντας του Όσκαρ Ουάιλντ.