Για τον Μιχάλη

Για τον Μιχάλη



Λι­γο­μί­λη­τος, και με σκιά βε­λα­νι­διάς
κά­θε­ται τώ­ρα στην ίδια τη σκιά του
σαν ορ­φα­νό σε ξέ­νη πόρ­τα
κά­θε­ται και πα­ρα­μι­λά­ει μό­νος
λέ­ξεις χα­λί­κια και σπα­σμέ­να σύμ­φω­να
μπρο­στά σε μα­νια­σμέ­νη θά­λασ­σα,
ο δω­ρι­κός του λό­γος…

Τον εί­δα πί­σω από το τζά­μι.
Τον ανα­γνώ­ρι­σα.
Δεν μου χρεια­ζό­ταν, δεν ήταν ανά­γκη να με­σο­λα­βή­σει κά­ποιος άγνω­στος, να με συ­στή­σει κά­ποιος εν­διά­με­σος, κά­ποιος ξέ­νος, κρα­τού­σα στα χέ­ρια μου ιδρω­μέ­νη, τσα­λα­κω­μέ­νη, μια συ­στα­τι­κή επι­στο­λή, διεύ­θυν­ση, όνο­μα και αριθ­μό, Μι­χά­λης Γκα­νάς, βι­βλιο­πω­λεί­ον «Δω­δώ­νη», οδός Ασκλη­πιού ― πού την εί­χα βρει; Ποιος μου την έδω­σε; Ποιός την έκρυ­ψε για μέ­να κά­τω από αυ­τά τα Μαύ­ρα λι­θά­ρια ή μή­πως τη βρή­κα ξε­φυλ­λί­ζο­ντας τον Κρυ­στάλ­λη; Τον Βι­ζυ­η­νό; Τον Μη­τσά­κη; Ποιον; Πού; Πό­τε; Κά­ποιος με έστει­λε, κά­ποια ευ­χή, κά­ποιο τρα­γού­δι, μου έδει­ξε, μου μί­λη­σε για τον άν­θρω­πο. Μή­πως κά­ποιος συ­νε­πι­βά­της στο λε­ω­φο­ρείο των ΚΤΕΛ ―μου μί­λη­σε γι' αυ­τόν, εκεί, εκεί θα πας, εκεί θα ζη­τή­σεις, εκεί θα βρεις το στε­ρε­ω­τι­κό που θέ­λεις, που ανα­ζη­τάς, που ψά­χνεις.

Εί­ναι τα πρώ­τα φοι­τη­τι­κά μου χρό­νια, άγου­ρα, άπρα­γα. Αυ­τό το ξε­φύλ­λι­σμα, αυ­τό το ψά­ξι­μο, αυ­τό το πά­νω κά­τω, το δε­ξιά αρι­στε­ρά, το τα­λά­ντε­μα, το κοκ­κί­νι­σμα στα μά­γου­λα, το τρέ­μου­λο, η αμ­φι­βο­λία, η ντρο­πή. Τον γνώ­ρι­σα από το ρού­χο, από τη φω­νή, από το χρώ­μα, από το σκύ­ψι­μο πά­νω στον πά­γκο, από το πιά­σι­μο της ρά­χης του βι­βλί­ου που μου πρό­τει­νε. Τα πρώ­τα δου­λε­μέ­να μου χρή­μα­τα στην πό­λη, το όνει­ρο μιας βι­βλιο­θή­κης, πή­ρα από τα χέ­ρια του βι­βλία: ένα δρό­μο, ένα τρα­πέ­ζι, μια κα­ρέ­κλα, ένα δω­μά­τιο ένα σπί­τι, έναν άν­θρω­πο. Μα­ζευ­τή­κα­νε οι πρώ­τοι κοι­νοί φί­λοι, τα σχέ­δια, τα τα­ξί­δια, οι δρό­μο, η μου­σι­κή, οι στί­χοι, πα­ρέ­ες, έρω­τες, τρα­γού­δια, ποι­ή­μα­τα, δια­φω­νί­ες, καυ­γά­δες, πα­ρα­στά­σεις, συ­ναυ­λί­ες, στέ­κια, κα­φε­νεία. Πράγ­μα­τι ο Μι­χά­λης ήταν το στε­ρε­ω­τι­κό που εί­χα­με ανά­γκη, η στα­θε­ρό­τη­τα, στρω­τή, ήρε­μη μορ­φή, ήπια, ώρι­μη εξ αρ­χής γρα­φή και μια ζυ­γι­σμέ­νη σπά­νια προ­σω­πι­κή σχέ­ση. Ο Μι­χά­λης μι­λού­σε σαν να άκου­γε. Εί­χε και μια ελα­φριά προ­φο­ρά του τό­που του, ―τε­λι­κά τό­που ολω­νών μας― που σε ηρε­μού­σε «λι­γο­μί­λη­τος και με σκιά βε­λα­νι­διάς».

Πέ­ρα­σαν χρό­νια, πολ­λά χρό­νια, ζή­σα­με και κα­λές και δύ­σκο­λές μέ­ρες, κά­ποιοι έφυ­γαν νω­ρίς, κά­ποιοι απο­χώ­ρη­σαν, άλ­λοι αλ­λά­ξαν δρό­μους και συ­νή­θειες, άλ­λοι ήρ­θαν, άλ­λοι προ­σπέ­ρα­σαν, εί­σαι κο­ντά και απο­μα­κρύ­νε­σαι. Άλ­λο­τε μοι­ρά­ζε­σαι άλ­λο­τε κλεί­νε­σαι. Πολ­λά γε­γο­νό­τα.

«Δεν ξέ­ρω πό­σα λα­σπω­μέ­να χι­λιό­με­τρα περ­πά­τη­σε μό­νος, νύ­χτα και συν­νε­φιά χω­ρίς άστρα», ο ίδιος όμως γνώ­ρι­ζε, και εμείς όλοι αι­σθα­νό­μα­σταν ότι όπως ο άν­θρω­πος του, στη δι­κή του γρα­φή, στα δι­κά του λό­για, στο δι­κό του ποί­η­μα, ο Γκα­νάς θα μπει ξη­με­ρώ­μα­τα στα Γιάν­νε­να, στα δι­κά του Γυά­λι­να Γιάν­νε­να.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: