
Ήταν όλα περίεργα στο Παρίσι στα μέσα της δεκαετίας του ΄80. Δεν υπήρχαν τα Μακντόναλντς, ούτε η Πίτσα Χατ, η Ντίσνεϊλαντ, το πάρκο του Αστερίξ, ούτε η Σιτέ των Επιστημών στο πάρκο της Βιλέτ. Στη γραμμή 1 του μετρό τα σιδερόφρακτα βαγόνια με τα ατσάλινα μάνταλα στις πόρτες φρέναραν με πάταγο κατευθείαν λες από τον 19ο αιώνα και στα τρένα μια δεύτερη γραμμή της υπερταχείας, η του Ατλαντικού, ότι άρχιζε να κατασκευάζεται. Το Μουσείο Ορσέ μόλις άνοιγε, το Μουσείο στο Κε Μπρανλί και η είσοδος στο Λούβρο με τη γυάλινη πυραμίδα του Κινεζοαμερικάνου αρχιτέκτονα Ι.Μ. Πέι δεν υπήρχαν.
Ήταν όλα περίεργα στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο στο Παρίσι στα μέσα της δεκαετίας του ΄80. Δεν υπήρχαν ούτε κινητά τηλέφωνα, ούτε GPS, ούτε διαδίκτυο, μόνον έντυποι οδικοί χάρτες για να βρεις το νούμερο 16 της οδού της Σορβόννης και χειρόγραφες ανακοινώσεις για τις ώρες λειτουργίας γραφείου και αίθουσας αναγνωστηρίου ή συναντήσεων. Το ασανσέρ άνοιγε σε ένα μονίμως υποφωτισμένον όροφο και ο Σωνιέρος έβγαινε ορμητικά. Ογκώδης με κοντοκουρεμένο κεφάλι, μεγάλα γυαλιά, αμυδρό χαμόγελο, καφεπράσινο παλιομοδίτικο παλτό, ομοιόχρωμο σακάκι και κασκόλ. Μιλούσε σιγά τέλεια ελληνικά, με κάποια υποφαινόμενη γαλλική σύνταξη και έναν ελαφρύ συριστικό επιτονισμό, κατάλοιπο ίσως του οξιτανικού ιδιώματος, της πλατιάς νότιογαλλικής, λαγκετοκικής διαλέκτου. Ένας ευγενέστατος γίγαντας, αιφνιδίως και στιγμιαία οξύθυμος, αν άκουγε κάτι που δεν του άρεσε. Έχοντας διατρέξει ως écolier όλα τα στάδια του γαλλικού συστήματος είχε πρόσφατα εκλεγεί τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού IV – Σορβόννη. Πρώτος Γάλλος μετά από μακρόχρονη ελληνική παρουσία, της λαμπρής περιόδου Κ.Θ. Δημαρά, προσωπικού φίλου της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ ή της Ζακλίν ντε Ρομιγί, και του άστατου ορυμαγδού της επιγόνου, ήταν οιονεί συνεχιστής του Ιμπέρ Περνό και του Αντρέ Μιραμπέλ.
Σε ένα παραζαλισμένο ακροατήριο από αποφοίτους της Γαλλικής Φιλολογίας και ελάχιστους της Νέας Λογοτεχνίας των ελληνικών Πανεπιστημίων μέσα σε μια ακατάστατη αίθουσα χαοτικής βιβλιοθήκης ο Γκι Σονιέ (Μισέλ για τους φίλους του) θα αρχίσει να διδάσκει Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (ό,τι απεχθάνονταν δηλαδή οι προηγούμενοι) με στόχευση μοτίβα της Φύσης, του νερού, της γυναίκας, πλούσιο υλικό στα πάμπολλα διηγήματα του Σκιαθίτη. Παράλληλα θα παρουσιάζει δείγματα από τη διερεύνηση της νεοελληνικής σκέψης και φαντασίας, με επίκεντρο την εικόνα του πατέρα και της μητέρας, όπως εμφανίζονται στα δημοτικά τραγούδια. Κάποιες προκλήσεις στις ερμηνείες του μάλλον τις επιδίωκε με έναν ήπιο πάντα τρόπο.
Τυποδεμένος θα νόμιζε κανείς ότι δεν του άρεσε αυτό το αμύητο σε τέτοια ζητήματα και απροϊδέαστο κοινό. Και ουσιαστικά μόνος. Ο Κωνσταντίνος Γεωργούδης αντί Λεξικογραφίας συζητούσε περί παντός θέματος, ο γηραιός Ρομπέρ Ζουανί με αντικείμενο το έργο του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου δεν ερχόταν, η Βάσια Καρκαγιάννη-Καραμπελιά παρουσίαζε ένα δίωρο Σύγχρονης Τέχνης και ο Μισέλ Λασσιθιωτάκης προσπαθούσε να «αναγνώσει» τα στρυφνά δημώδη κείμενα του 16ου -17ου αιώνα σε ένα ωριαίο μάθημα την εβδομάδα.

Εξ αιτίας του Εμπειρίκου και όταν κάποια στιγμή έμαθε ότι παραβρέθηκα σε μια δημοπρασία ζωγραφικών έργων του Θάνου Τσίγκου στις Βερσαλλίες, ανοίχτηκε κάπως. «Ξέρεις το σπίτι μου είναι γεμάτο από έργα του Τσίγκου» μου είπε, και άρχισε να μιλά για τη παλιά σχέση του με την ηθοποιό Χριστίνα Τσίγκου, το θέατρό της, τον Μπέκετ. Κάποια άλλη στιγμή μου μίλησε για την κλασική παιδεία του και το πως οι συναρπαστικές εντυπώσεις από την πρώτη επίσκεψή του στις Κυκλάδες στα παραμυθένια χρόνια του ’50, όπου νησιώτες με μεγάλες άσπρες απόχες ψάρευαν, τον έκαναν να στραφεί στα Νέα Ελληνικά. Έτσι κάποτε γιορτάσαμε και την απονομή του διδακτορικού μου τίτλου σε μια παραδοσιακή ταβέρνα στο Καρτιέ Λατέν με ρατατούι, τριπ και κρασί του Ρον από τον τόπο καταγωγής του. Πολύ αργότερα σε μια τυχαία συνάντησή μας μου εκμυστηρεύθηκε ότι είχε αρχίσει ψυχανάλυση «γιατί ίσως να φταίω εγώ που όλες οι γυναίκες με χωρίζουν», είπε με το χαρακτηριστικό, ελαφρά πονηρό σε στιγμές αμηχανίας, χαμόγελό του.
Ανάμεσα στον δυναμισμό των Άγγλων, την πληθωρικότητα των Μάριο Βίτι και Χανς Αϊντενάιερ και το φανταιζί παιχνίδι του Καναδού Ζακ Μπουσάρ, και ως ένα βαθμό μονήρης και εμμονικός, μπορούμε να θεωρήσουμε πως δεν κατάφερε να ανανεώσει το παρισινό Ινστιτούτο. Ωστόσο εμβριθής μελετητής, θέλησε να εμπλουτίσει τις δοκιμές του με τους φαινομενολογικούς και ψυχαναλυτικούς τρόπους του Γκαστόν Μπασλάρ, ενώ άριστος και προσεχτικός χειριστής του γραπτού λόγου, γαλλικού και ελληνικού, άφησε άψογες, λεπτοδουλεμένες μεταφράσεις.
Ο Γκι Σονιέ δεν προήλθε από κάποια Σχολή και δεν υπήρξε μαθητής κάποιου γνωστού ελληνιστή. Δεν γνωρίζουμε ακόμη αν έλκει την καταγωγή από την ίδια μαρσεγέζικη ναυτική οικογένεια Σονιέ, του Σπυρίδωνα Σωνιέρου, αγωνιστή του ’21. Δεν είναι τυχαίο όμως πως ασχολήθηκε πρώιμα με τον Νίκο Καζαντζάκη, με το ισχυρό αποτύπωμα στην Αντίμπ, και τον Νίκο Καββαδία, που τακτικά στα γραπτά του επιχρωμάτιζε το λιμάνι της Μασσαλίας. Ο Γκι Σονιέ προκύπτει μάλλον αυτόφωτος στον νεοελληνισμό του, αλλά μοιάζει να ακολουθεί και αυτός το αδιόρατο νήμα, που διατρέχει τη Μεσόγειο και συνδέει αιώνες τώρα τις ακτές της Νότιας Γαλλίας με τον ελληνικό χώρο.