Περπατούσα αργά, μουσκευόμουν. Κατέβαινα τη λεωφόρο Τσαβτσαβάτζε, πλησίαζα στο ξενοδοχείο μου. Στη τελευταία γωνία, κάτω από ένα υπόστεγο, ερχόταν ένας ήχος που θύμιζε καλαμένια φλογέρα. Εκεί ήταν ένα παιδί ηλικίας οκτώ ετών περίπου, ένα παιδί κακοντυμένο, ένα παιδί όμορφο, με ένα πολύχρωμο σκούφο στο κεφάλι του, που φυσούσε σε ένα πλαστικό καλαμάκι και, κοιτάζοντας τους ελάχιστους περαστικούς στα μάτια, έπαιζε μια ήρεμη μελωδία: ένας δεξιοτέχνης. Το πλαστικό καλαμάκι γεννούσε τη μελωδία, που το παιδί είχε γεννήσει μέσα του. Δίπλα του το σκυλί.

Το πλησίασα. Δεν έπαψε να παίζει. Ακούμπησα το χέρι στον ώμο του. Συνέχισε να παίζει, η μελωδία με χτυπούσε κατάμουτρα. Το ρώτησα γιατί στεκόταν εκεί. Μου έδειξε στην απέναντι πλευρά του στενού δρόμου ένα μισοφωτισμένο μαγαζί που πουλούσε χατσιαπούρι (είδος τυρόπιττας στην Γεωργία, που πωλείται σε φούρνους, αλλά και στο δρόμο από υπαίθριους περιποιητές) μου ψιθύρισε ότι πεινούσε, περίμενε να μαζέψει λίγα χρήματα για να αγοράσει ένα χατσιαπούρι. Κοίταξα γύρω μου, σκέφτηκα πως κάποιος ενήλικος είχε βάλει εκεί το παιδί να ζητιανέψει και να του πάρει τα λεφτά. Του έδωσα χρήματα, του είπα να πάει απέναντι και να φάει, να κρατήσει τα ρέστα για να φάει και αύριο. Του είπα πως θα στεκόμουν κάτω από το υπόστεγο για να βεβαιωθώ ότι θα έτρωγε και ότι δεν θα εμφανιζόταν κάποιος να του πάρει τα χρήματα. Του είπα να φάει μέσα στο μαγαζί και να μην τολμήσει να βγει στο δρόμο, σκέφτηκα πως αν έβγαινε στο δρόμο κάποιος θα του έκλεβε το φαγητό του. Του είπα να φυλάξει το πλαστικό καλαμάκι, δεν του χρειαζόταν άλλο σήμερα. Του είπα πως αν έτρωγε μέσα στο μαγαζί, θα βλεπόμαστε κάθε μέρα την ίδια ώρα, θα του έδινα χρήματα κάθε βράδυ για να έχει το δείπνο του. Με άκουγε σοβαρό. Με άκουγε και το σκυλί.

Ποτέ στη ζωή μου δεν πρόκειται να ξεχάσω την αξιοπρέπεια εκείνου του παιδιού. Ποτέ στη ζωή μου δεν πρόκειται να ξεχάσω τη ματιά του: στεκόταν πίσω από τη μισοφωτισμένη βιτρίνα του μισοφωτισμένου μαγαζιού, έτρωγε αργά, κατάπινε αργά, κοίταζε το χατσιαπούρι του, μου έδειχνε ότι το έτρωγε πράγματι, εκείνη τη στιγμή έγινε διακοπή ρεύματος. Το σκυλί με πλησίασε.

Πέρασα στην απέναντι μεριά του δρόμου, έβλεπα το παιδί, τα μάτια του παιδιού. Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνα τα μάτια. Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνο το παιδί, που δεν συνάντησα άλλη φορά, που δεν ήρθε στο ραντεβού μας: η συγκίνηση δεν με άφησε να μάθω περισσότερα για εκείνο το παιδί. Ο σκύλος δεν ήξερε κάτι.

Ποτέ δεν θα ξεχάσω τα μάτια του. Την αγάπη του. Χάιδεψα τον σκύλο. Μου έκανε χαρές. ‘Ηταν δίπλα μου τις λίγες μέρες που έμεινα στην Τιφλίδα. Ύστερα, χαθήκαμε. Φορτώσαμε παλιοσίδερα στο Πότι και φύγαμε για Μοντεβιδέο.