Η Γεωργία Βασιλειάδου τραγουδάει ιδανικά τον «κυρ-Μέντιο»




Οπωσδήποτε, οι αθέμιτες επεμβάσεις κατά το remastering τόσων παλιών ελληνικών ταινιών, που, όχι λίγες φορές πια, ξεφεύγουν και αλλοιώνουν το πρωτογενές καλλιτεχνικό προϊόν βάρβαρα (ίδε «Σάντα Τσικίτα»), καθόλου καλό δεν είναι να γίνονται.
Σκεφτόμουνα τους δύο πιο αφόρητους χαρακτήρες —για τις ανάγκες όμως των ταινιών τους— που έχω ξεχωρίσει, δηλαδή τη Συνοδινού στον «Θανασάκη τον πολιτευόμενο» κι εκείνον τον Έμπορα στον «Φανούρη και το σόι του», που ο εξευτελισμός τους όμως στο τέλος ισορροπεί των συμπεριφορών τους τον απίθανα ενοχλητικό τρόπο.
(Βέβαια, αν τους ρόλους αυτούς έπαιζαν ο Παπαγιαννόπουλος ή ο Πλατής ή ο Λουί ντε Φινές αν ήταν Έλληνας —ναι, και τον γυναικείο—, άλλη τελείως αίσθηση θα υπήρχε, μπορεί και να τους είχαμε συμπαθήσει κιόλας, όπως τον Σταυρίδη π.χ. στο «Έλα στον θείο». Ας είναι).
Υπάρχει όμως ένας ολιγόλεπτος άσχετος χαρακτήρας που δεν αντέχεται καθόλου, μα καθόλου στον «Θησαυρό του μακαρίτη» και που εγώ ευχαρίστως με τις σημερινές τεχνικές δυνατότητες κόντρα σε όλα όσα είπα πριν, θα αφαιρούσα, θα εξαφάνιζα από την οθόνη: αυτόν που ειρωνεύεται τη Γεωργία Βασιλειάδου και προσπαθεί να τη γελοιοποιήσει όταν εκείνη τραγουδάει ιδανικά τον κυρ-Μέντιο της, ευτυχώς αδιαφορώντας τελείως για του Τσιφόρου το άχρηστο και πέρα από τα όρια του γελοίου σκηνοθετικό ατόπημα.

Ας είναι πάλι. Μπορεί με το μυαλό από τα μάτια μου να τον εξαφανίσω, να τον εξαφανίζω κάθε φορά που η πανέμορφη αυτή σκηνή ξαναφαίνεται, ξανακούγεται.

(Κι οι πίνακες; Στα επιχρωματισμένα τόσα φιλμ εσχάτως, αν ενός ζωγράφου τα έργα είναι κινηματογραφημένα ως ντεκόρ, ποιος ανόητος, ίσως κι από την άλλη άκρη του κόσμου, τους ξαναβάζει χρώματα με το δικό του φτωχό κριτήριο, τους κάνει ό,τι θέλει; Ποιος ζει για τον μηνύσει άραγε;).

(Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ στιγμές )