Νεαρή κοπέλα, ξανθιά, μικρότερη πιθανόν από είκοσι πέντε χρονών, φορώντας αποκαλυπτικό μπικίνι, έτρεχε χαλαρά στον παραλιακό δρόμο, με ρυθμό και τέμπο αξιοζήλευτο. Ήταν ακόμη πολύ πρωί, Αύγουστος μήνας, η θάλασσα ήρεμη, κυματισμός ασήμαντος, μόνο η αναπνοή της ακουγόταν και μερικά τζιτζίκια που είχαν καταλάβει τα αρμυρίκια της παραλίας.
Αυτή την εξαίσια νεαρή, ακολουθούσε σε μικρή απόσταση ένα μαύρο τζιπ, ελαφρώς τρακαρισμένο στην αριστερή πλευρά, με οδηγό και συνοδηγό δυο γενειοφόρους μελαχρινούς νεαρούς με τα μάτια γουρλωμένα, έτοιμα να πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους, μετά ακολουθούσαν δυο ιερείς πάνω σε ολόλευκα άλογα, καθένας από αυτούς κρατούσε από μια εικόνα γνωστών ποδοσφαιριστών, κολλητά σχεδόν με τις ουρές των αλόγων έπονταν ένας κύριος διάσημου κολεγίου με πρυτανική τήβεννο, οδηγούσε ηλεκτρικό πατίνι με αριστοτεχνικό τρόπο, αν και η ζέστη και το μακρύ του ρούχο δεν τον διευκόλυναν στις φιγούρες που έκανε και τέλος, τη μικρή αυτή αυγουστιάτικη παρέλαση έκλειναν τρεις κύριοι με βερμούδες παραλλαγής, στρατιωτικοί προφανώς, γιατί από μακριά ξεχώριζαν τα παράσημα που κρέμονταν στα γυμνά τους στήθη, οι οποίοι, χωρίς μεγάλο κόπο και παρά την ηλικία τους, ακολουθούσαν ζωηρά, φωνάζοντας που και που κάποια συνθήματα.
Η κυρία Ευδοκία ενθουσιασμένη από το απρόσμενο θέαμα άρχισε το χειροκρότημα ευθύς αμέσως μόλις βγήκε από τη θάλασσα και τότε, ως δια μαγείας, με το πρώτο κλαπ-κλαπ εξαφανίστηκε το τζιπ με τους νεαρούς, με το δεύτερο οι ιερείς με τα άλογα τους, με το τρίτο ο κύριος με τη τήβεννο και με το τέταρτο οι τρεις στρατιωτικοί. Ανέβηκε χαρούμενη στο σπίτι της, στην βεράντα την περίμενε η όμορφη εγγονή της καταϊδρωμένη φορώντας το αποκαλυπτικό μπικινάκι της.