Αν είχα γράψει ένα μυθιστόρημα 50.000 λέξεων θα είχα ήδη ένα έτοιμο βιβλίο και θα ήμουν συγγραφέας. Θα έστελνα το βιβλίο μου σε εκδοτικούς και θα περίμενα το κρατικό βραβείο — ή έστω ένα οποιοδήποτε βραβείο. Αν είχα γράψει 5.000 λέξεις θα καταλάβαινα ότι μου ταιριάζει περισσότερο το διήγημα και θα εγκατέλειπα την ιδέα ενός μυθιστορήματος. Θα έσπαγα την ιστορία μου σε μικρότερες και θα ένιωθα ασφαλής που μπορώ να τα πω όλα σύντομα με αρχή μέση και τέλος. Αν είχα γράψει 25.000 λέξεις θα είχα έτοιμη μια νουβέλα. Γρήγορα όμως θα συνειδητοποιούσα ότι η ιστορία που αφηγούμαι δεν χωράει σε 25.000 λέξεις. Αν είχα γράψει 15.000 λέξεις θα με έπιανε κρίση, γιατί το υποσυνείδητό μου θα θυμόταν ότι στην προηγούμενη προσπάθειά μου τα παράτησα στις 15.000 λέξεις και τότε θα μου έλεγε: «έλα, κοριτσάκι, δεν μπορείς να τα καταφέρεις». Αν δεν είχα γράψει τίποτα, το σώμα μου θα μου έστελνε απειλητικά μηνύματα. Θα πονούσε η πλάτη μου, τα γόνατά μου και η κοιλιά μου. Στο στήθος μου θα ένιωθα ένα βάρος. Δε θα είχα τότε άλλη επιλογή από το να ξεράσω όλες τις λέξεις που βρίσκονται μέσα μου μπας και ανακουφιστώ.
Αν ξεκινούσα τώρα θα είχα αυτήν την πρώτη κάψα και θα ένιωθα ότι μπορώ να κατακτήσω τον κόσμο. Οι λέξεις θα πετάγονταν από το πουθενά και η ιστορία θα προχωρούσε χωρίς να το καταλάβω. Δε θα ένιωθα ότι από εκεί που απολάμβανα ένα πλουσιοπάροχο δείπνο με την έμπνευση, βρέθηκα ξαφνικά στη μέση μιας ερήμου, χωρίς νερό, χωρίς φαγητό κάνοντας απέλπιδες προσπάθειες να επιβιώσω. Δε θα έβλεπα στον ύπνο μου σημάδια για το πώς να συνεχίσω. Θα καθόμουν στο λάπτοπ μου και η ιστορία μου θα γραφόταν μονοκοπανιά.