Τις καλές χρονιές, όταν τελείωναν τα αλισβερίσια με τον έμπορα, μας αγοράζανε λουστρίνια.
Μα ήταν λίγες οι καλές χρονιές. Έτσι, φοράγαμε συνήθως αποφόρια. Από αδελφές, ξαδέρφες, από την Ούνρα, αν βρίσκαμε στο νούμερό μας.
Μόνο η Ζωή δεν φόραγε παπούτσια. Ούτε δικά της, ούτε κανενός. Ήταν οι φτέρνες της σκασμένες πάντα και σκληρές, σαν των μανάδων μας, που τις μοστράρανε στην εκκλησιά την Κυριακή του Πάσχα, μέσα σε ξώφτερνα σε χρώμα λαχανί, δώρα γερμανικά ξενιτεμένων.
Μόνο η Ζωή δεν πήγαινε στην εκκλησιά την Κυριακή του Πάσχα. Δεν την αφήνανε να πάει, χωρίς παπούτσια. Είπαν ότι για το κακό, έφταιγε που δεν φόραγε παπούτσια.
Που έτρεχε ξυπόλητη στους δρόμους, τα χωράφια, τις αυλές.
Όταν τη φέρανε, σπρώχτηκα για να μπω μπροστά. Μα ήτανε το φέρετρο μακρύτερο από κείνη.Ύστερα, ντράπηκα και να ρωτήσω. Κι έχω την έννοια της ακόμα, μπας και της βάλανε παπούτσια, άθελά της.