Ο Στε­φά­νου, ο Τσα­ρού­χης και o Φα­σια­νός στην Κέα ( @Alekos Fassianos Estate )



Πή­ρα­με τον Γιάν­νη Τσα­ρού­χη και πή­γα­με με τον Αλέ­κο Φα­σια­νό σ’ εκεί­νο το κι­νέ­ζι­κο της Κη­φι­σιάς που πο­λύ του άρε­σε.
Όπως πά­ντα κι εκεί­νο το βρά­δυ λέ­γα­με πολ­λά, ο νους του πά­ντα επο­πτι­κός κι απε­λεύ­θε­ρος, προς κά­θε τι μπο­ρού­σε να κα­τευ­θυν­θεί.
Προς το τέ­λος του δεί­πνου, ξε­χα­σμέ­νοι στις συ­ζη­τή­σεις μας, αντι­κρί­σα­με ένα πα­ρά­ξε­νο δί­πλα μας γέ­ρο­ντα Βάκ­χο, ο Φα­σια­νός κι εγώ: οι φύ­τρες ενός κι­νέ­ζι­κου φα­γη­τού εί­χαν μπλε­χτεί με τα γέ­νια του Τσα­ρού­χη, σαν πί­να­κας αλ­λό­κο­τος κι ολο­ζώ­ντα­νος, με τον ίδιο αδιά­φο­ρο τε­λεί­ως με το γε­γο­νός, ακό­μα και την ώρα με­τά που πα­λεύ­α­με να ξε­χω­ρί­σου­με τα γέ­νια του από τη σα­λά­τα.

(Ένα άλ­λο βρά­δυ πά­λι, ο Αλέ­κος έφε­ρε σ’ ένα σπί­τι που ήμα­σταν κα­λε­σμέ­νοι εν κλει­στώ ο Τζί­μης κι η Λί­λη Πα­νού­ση κι εγώ, τον Τσα­ρού­χη. Κά­θι­σε στο τρα­πέ­ζι δί­πλα στον Τζί­μη, που ως συ­νή­θως υπήρ­χε σιω­πη­λός κι εσω­στρε­φής σε πα­ρέ­ες με γνω­ρι­μί­ες έστω και λί­γο πιο ξέ­νες του. Κά­τι λέ­γα­με, κά­ποιο θέ­μα κά­ποια στιγ­μή ξα­να­συ­ζη­τού­σα­με οι υπό­λοι­ποι. Έγι­νε μια παύ­ση. Ο Τσα­ρού­χης τό­τε στρά­φη­κε στον Τζι­μά­κο που έτρω­γε με τη γε­νειά­δα και την κο­τσί­δα του αμί­λη­τος, και του εί­πε: —Εσάς ποια εί­ναι γνώ­μη σας, πά­τερ;).

( Από το ανέκ­δο­το βι­βλίο Νουάρ Στιγ­μές )