
Πήραμε τον Γιάννη Τσαρούχη και πήγαμε με τον Αλέκο Φασιανό σ’ εκείνο το κινέζικο της Κηφισιάς που πολύ του άρεσε.
Όπως πάντα κι εκείνο το βράδυ λέγαμε πολλά, ο νους του πάντα εποπτικός κι απελεύθερος, προς κάθε τι μπορούσε να κατευθυνθεί.
Προς το τέλος του δείπνου, ξεχασμένοι στις συζητήσεις μας, αντικρίσαμε ένα παράξενο δίπλα μας γέροντα Βάκχο, ο Φασιανός κι εγώ: οι φύτρες ενός κινέζικου φαγητού είχαν μπλεχτεί με τα γένια του Τσαρούχη, σαν πίνακας αλλόκοτος κι ολοζώντανος, με τον ίδιο αδιάφορο τελείως με το γεγονός, ακόμα και την ώρα μετά που παλεύαμε να ξεχωρίσουμε τα γένια του από τη σαλάτα.
(Ένα άλλο βράδυ πάλι, ο Αλέκος έφερε σ’ ένα σπίτι που ήμασταν καλεσμένοι εν κλειστώ ο Τζίμης κι η Λίλη Πανούση κι εγώ, τον Τσαρούχη. Κάθισε στο τραπέζι δίπλα στον Τζίμη, που ως συνήθως υπήρχε σιωπηλός κι εσωστρεφής σε παρέες με γνωριμίες έστω και λίγο πιο ξένες του. Κάτι λέγαμε, κάποιο θέμα κάποια στιγμή ξανασυζητούσαμε οι υπόλοιποι. Έγινε μια παύση. Ο Τσαρούχης τότε στράφηκε στον Τζιμάκο που έτρωγε με τη γενειάδα και την κοτσίδα του αμίλητος, και του είπε: —Εσάς ποια είναι γνώμη σας, πάτερ;).
( Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές )