Στο Παν­δαι­μό­νιον – και όχι στο Πάν­θε­ον – της ποί­η­σης θα προ­τι­μού­σαν να λο­γα­ριά­ζο­νται, νο­μί­ζω, οι πιο αιχ­μη­ροί δη­μιουρ­γοί. Ιδί­ως αν πέ­ρα­σαν μια επο­χή στην κό­λα­ση. Πρό­κει­ται για κα­τεύ­θυν­ση προς την οποία κι­νή­θη­κε η Λουίζ Γκλικ (Louise Glück), με εμ­βλη­μα­τι­κή ανα­γνώ­ρι­ση από Σου­η­δούς, πριν ο καρ­κί­νος ανα­λά­βει τη με­τα­φο­ρά της στα κα­τα­λύ­μα­τα της Περ­σε­φό­νης. «Το πλε­ο­νέ­κτη­μα της ποί­η­σης ένα­ντι της ζω­ής εί­ναι ότι η ποί­η­ση, αν εί­ναι αρ­κε­τά αιχ­μη­ρή, μπο­ρεί να διαρ­κέ­σει», έχει πει η Νε­ο­ϋ­ορ­κέ­ζα ποι­ή­τρια, που ανα­νέ­ω­σε τη μυ­θουρ­γία αλέ­θο­ντας ιστο­ρί­ες της Αμε­ρι­κής σε μυ­λό­πε­τρες και μη­λό­λι­θους της ελ­λη­νι­κής μυ­θο­λο­γί­ας. Στην Ελ­λά­δα πά­ντως για όσους διεισ­δυ­τι­κά ασχο­λού­νται με τη χώ­ρα επιει­κώς λέ­με ότι δεν κά­νουν μό­νον αυ­τό, ενώ τρέ­χουν τα σά­λια για όσους την κο­λα­κεύ­ουν. Προ­φα­νώς κά­ποια γράμ­μα­τα φαί­νο­νται ψι­λά σε εκεί­νους που ανορ­θο­γρα­φούν τα ψη­λά, αν και εξί­σου πι­θα­νό εί­ναι να έχει υπο­κα­τα­στή­σει η πλή­ξη της αρ­χαιο­πλη­ξί­ας το τραύ­μα.

Λουίζ Γκλικ: όταν ξε­κι­νού­σε


Η Γκλικ άρ­χι­σε να δια­βά­ζει πο­λύ μι­κρή. Ήδη της διά­βα­ζαν ελ­λη­νι­κούς μύ­θους και πα­ρα­μύ­θια του Οζ. Για να απο­κοι­μη­θούν, ο πα­τέ­ρας διά­βα­ζε στις κό­ρες του την ιστο­ρία της Ιω­άν­νας της Λο­ρέ­νης, που ήταν αναλ­φά­βη­τη, πα­ρα­λεί­πο­ντας τον θά­να­τό της στην πυ­ρά. Τις δί­δα­ξε επί­σης πώς να γρά­φουν βι­βλία. Τα κο­ρί­τσια επι­νο­ού­σαν ιστο­ρί­ες, που ο πα­τέ­ρας τους κα­τέ­γρα­φε σε χαρ­τιά κομ­μέ­να σε τε­τρά­γω­να, που δί­πλω­ναν ώστε να γί­νουν σε­λί­δες, με συ­γκε­κρι­μέ­νο αριθ­μό λέ­ξε­ων η κά­θε μία, όπου υπήρ­χε χώ­ρος να ζω­γρα­φί­σουν. Ένα παι­δι­κό κα­λο­καί­ρι η οι­κο­γέ­νεια το πέ­ρα­σε στο Πα­ρί­σι, όπου πή­γαν όταν ο πα­τέ­ρας τους αρ­νή­θη­κε να αρ­χί­σει ψυ­χα­νά­λυ­ση με­τά την αυ­το­κτο­νία της αδελ­φής του, γε­γο­νός τό­τε άγνω­στο στα παι­διά. Πριν τε­λειώ­σει το γυ­μνά­σιο, η Γκλικ ξε­κί­νη­σε για επτά χρό­νια ψυ­χα­νά­λυ­ση. Έτσι μπό­ρε­σε να πα­ρα­κο­λου­θή­σει ερ­γα­στή­ρια ποί­η­σης, όταν άρ­χι­σε να ελέγ­χει τις επι­πτώ­σεις ακραί­ας νευ­ρι­κής ανο­ρε­ξί­ας. Πή­ρε πέ­ντε χρό­νια να γρά­ψει την πρώ­τη της συλ­λο­γή, που εί­χε ξε­κι­νή­σει στα δε­κα­ο­χτώ. Το χει­ρό­γρα­φο απορ­ρί­φθη­κε 28 φο­ρές πριν γί­νει δε­κτό, ανα­φέ­ρει στο βιο­γρα­φι­κό της για το βρα­βείο Νο­μπέλ.
Η Ελ­λά­δα ζει, εί­χε πει στο τέ­λος μιας συ­ζή­τη­σης χα­ρι­το­λο­γώ­ντας, υπο­θέ­τω, σε ένα απροσ­δό­κη­το πάρ­τι στη Νέα Υόρ­κη. Ασφα­λώς στο χέ­ρι μας εί­ναι να τη δια­ψεύ­σου­με. Η με­τά­φρα­ση του ποι­ή­μα­τός της Ο μύ­θος της αιω­νιό­τη­τας ανα­δη­μο­σιεύ­τη­κε, από τον Χάρ­τη, στον τό­μο «Έγρα­ψαν για Αυ­τήν» (Ελευ­σίς Πο­λι­τι­στι­κή Πρω­τεύ­ου­σα της Ευ­ρώ­πης, 2023). Ακο­λου­θεί σε με­τά­φρα­ση το ποί­η­μα «Aboriginal Landscape», που φι­λο­ξε­νή­θη­κε στο Poetry (Δεκ. 2013), λο­γο­τε­χνι­κό πε­ριο­δι­κό στο οποίο εί­χε κά­νει την πρώ­τη της δη­μο­σί­ευ­ση σε ηλι­κία 22 ετών, με­τά την αρ­χι­κή εμ­φά­νι­σή της στο πε­ριο­δι­κό Mademoiselle.


Αυ­τό­χθο­νο το­πίο

Πα­τάς πά­νω στον πα­τέ­ρα σου, εί­πε η μη­τέ­ρα μου,
και πράγ­μα­τι στε­κό­μουν ακρι­βώς στο κέ­ντρο
ενός στρώ­μα­τος από γρα­σί­δι, κομ­μέ­νου τό­σο πε­ρί­τε­χνα που θα μπο­ρού­σε
να εί­ναι ο τά­φος του πα­τέ­ρα μου, αν και πέ­τρα να το λέ­ει δεν υπήρ­χε.

Πα­τάς πά­νω στον πα­τέ­ρα σου, επα­νέ­λα­βε,
πιο δυ­να­τά αυ­τή τη φο­ρά, που άρ­χι­σε να γί­νε­ται πε­ρί­ερ­γο,
για­τί και εκεί­νη εί­χε πε­θά­νει· ακό­μη και ο για­τρός το εί­χε πα­ρα­δε­χθεί.

Με­τα­κι­νή­θη­κα λί­γο προς το πλάι, εκεί
που ο πα­τέ­ρας μου τε­λεί­ω­νε και η μη­τέ­ρα μου άρ­χι­ζε.

Το κοι­μη­τή­ριο ήταν σιω­πη­λό. Ο άνε­μος φυ­σού­σε στα δέ­ντρα·
άκου­γα, πο­λύ αχνά, ήχους από κλά­μα­τα αρ­κε­τές σει­ρές πιο πέ­ρα
και πιο μα­κριά ένα σκυ­λί που θρη­νού­σε.

Στο τέ­λος οι ήχοι αυ­τοί υπο­χώ­ρη­σαν. Έκα­να τη σκέ­ψη
πως δεν θυ­μό­μουν να με έχουν φέ­ρει με αυ­το­κί­νη­το εδώ,
σε αυ­τό που τώ­ρα φαι­νό­ταν κοι­μη­τή­ριο, αν και μπο­ρού­σε να εί­ναι
κοι­μη­τή­ριο στο μυα­λό μου μό­νο· ίσως ήταν πάρ­κο ή, αν όχι πάρ­κο,
ένας κή­πος ή πέρ­γκο­λα, αρω­μα­τι­σμέ­νη, τώ­ρα αντι­λή­φθη­κα, από τρια­ντά­φυλ­λα –
τον αέ­ρα γε­μί­ζο­ντας η γλυ­κύ­τη­τα της ζω­ής, douceur de vivre,
όπως λέ­γε­ται. Κά­ποια στιγ­μή,

μου πέ­ρα­σε από το μυα­λό πως ήμουν μό­νη.
Πού εί­χαν πά­ει οι άλ­λες,
οι ξα­δέλ­φες και η αδελ­φή μου, η Κέι­τλιν και η Άμπι­γκειλ;

Τώ­ρα πια το φως ξε­θώ­ρια­ζε. Πού ήταν το αμά­ξι
που θα πε­ρί­με­νε να μας πά­ει σπί­τι;

Άρ­χι­σα τό­τε να ψά­χνω κά­ποια εναλ­λα­κτι­κή λύ­ση. Ένιω­σα
μια ανυ­πο­μο­νη­σία να με­γα­λώ­νει μέ­σα μου, σχε­δόν ανη­συ­χία, θα έλε­γα.
Τε­λι­κά, σε από­στα­ση, διέ­κρι­να ένα μι­κρό τρέ­νο,
στα­μα­τη­μέ­νο έμοια­ζε πί­σω από κά­τι φυλ­λω­σιές, με τον ελεγ­κτή
να τε­ντώ­νε­ται στο άνοιγ­μα μιας πόρ­τας, κα­πνί­ζο­ντας ένα τσι­γά­ρο.

Μη με ξε­χά­σε­τε, φώ­να­ξα, τρέ­χο­ντας τώ­ρα
πά­νω από πολ­λά τμή­μα­τα γης, πολ­λές μη­τέ­ρες και πα­τέ­ρες –

Μη με ξε­χά­σε­τε, φώ­να­ξα, όταν επι­τέ­λους τον έφτα­σα.
Κυ­ρία μου, εί­πε, δεί­χνο­ντας τις ρά­γες,
ασφα­λώς αντι­λαμ­βά­νε­στε αυ­τό εί­ναι το τέ­λος, οι ρά­γες δεν προ­χω­ρούν.
Οι λέ­ξεις του ήταν σκλη­ρές, τα μά­τια του όμως ήταν ευ­γε­νι­κά·
αυ­τό με εν­θάρ­ρυ­νε να υπε­ρα­σπι­στώ πε­ρισ­σό­τε­ρο τη θέ­ση μου.
Μα πά­νε πί­σω, εί­πα, και σχο­λί­α­σα
την αντο­χή τους, λες και προ­ο­ρί­ζο­νταν για πολ­λές τέ­τοιες επι­στρο­φές.

Ξέ­ρε­τε, εί­πε, η δου­λειά μας εί­ναι δύ­σκο­λη: αντι­με­τω­πί­ζου­με
πολ­λή θλί­ψη και απο­γο­ή­τευ­ση.
Με κοί­τα­ξε με αυ­ξα­νό­με­νη ει­λι­κρί­νεια.
Ήμουν κά­πο­τε όπως εσείς, πρό­σθε­σε, ερω­τευ­μέ­νος με την τα­ρα­χή.

Τώ­ρα μι­λού­σα όπως σε έναν πα­λιό φί­λο:
Και εσύ, εί­πα, μια και ήταν ελεύ­θε­ρος να φύ­γει,
δεν επι­θυ­μείς να πας στο σπί­τι σου,
να δεις την πό­λη πά­λι;

Αυ­τό εί­ναι το σπί­τι μου, εί­πε.
Η πό­λη – η πό­λη εί­ναι εκεί που εξα­φα­νί­ζο­μαι.



ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

9+2 ποι­ή­μα­τα / Λουίζ Γκλικ - Χάρ­της (hartismag.gr)
Ο θρί­αμ­βος του Αχιλ­λέα & Ένας μύ­θος αφο­σί­ω­σης / Λουίζ Γκλικ - Χάρ­της (hartismag.gr)


Bλ. επί­σης: https://​www.​har​tism​ag.​gr/​harti...