Αλέκος Φασιανός, Ηλίας-Λογοθέτης και Σωτήρης Κακίσης (φωτογραφία Μαρία Ζαχαρή, αρχείο Σ.Κ)


—Κοίτα, μου λέει. Εδώ το ’χω: στα χέρια μου. Μ’ αυτό κυκλοφορώ. Γιατί δεν γίνεται; Τι θα κάνουμε;

Ο Ηλίας ο Λογοθέτης, έξω από το θέατρο Μουσούρη που συναντηθήκαμε τυχαία, μου ’δειξε τον Γούντι Άλεν μου, τις μεταφράσεις μου. Εννοούσε τον «Θεό», το θεατρικό του στην αρχαία Ελλάδα, την υπέροχη εξτραβαγκάντσα εκείνη, τη δίδυμη με τον «Θάνατο», την άλλη εξαίρετη μαύρη του κωμωδία.

—Στο Ηρώδειο πρέπει να γίνει, Ηλία μου. Ξέρεις πόσα χρόνια το λέω, το προσπαθώ; Και με κοιτάνε σαν τρελό, και δεν καταλαβαίνουν τίποτα.
Και μαζευτήκαμε κι άλλο ένα βράδυ στου Αλέκου του Φασιανού, με τον Πανουσόπουλο μάλιστα μαζί μας, μπας και. Κι άλλοτε με τον Τζίμη τον Πανούση αλλού, κι όλοι ενθουσιασμένοι ήμασταν, αλλά ανίσχυροι, όλοι εμείς πάντοτε χωρίς παραγωγό, εκτός προγράμματος πάντα, μόνοι μας όταν θέλαμε κάτι από μόνοι μας.
Κι ο Ηλίας Λογοθέτης, ας το αγαπούσε, ας το ήθελε τόσο, δεν το είδε να γίνεται, δεν μπόρεσε να παίξει τον «Ηθοποιό» στον «Θεό».
Κι ακόμα και τώρα, που, ξεψυχισμένα πια, κάπου το προτείνω ξανά, πάλι όπως τότε με αντιμετωπίζουν, με κοιτάνε σαν τρελό, και δεν καταλαβαίνουν τίποτα.

( Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ στιγμές )