Ο Βίκτωρ Ουγκώ κλειδώνει τα ρούχα του

Τώρα, δεν μ­­πορούσε να ελπίζει πια σε άλλη αναβολή. Έπρεπε να προφτάσει. Αγόρασε ένα μπουκάλι μελάνι και μια γκρίζα φανέλα που τον τύλιγε ολόκληρο από τον λαιμό ως τους αστραγάλους, κλείδωσε τα ρούχα του για να μην μπει στον πειρασμό να βγει από το σπίτι και μπήκε στο μυθιστόρημά του, όπως μπαίνει κανείς σε μια φυλακή. Ήταν πραγματικά δυστυχισμένος…»
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Βίκτωρ Ουγκώ ξεκινά να γράφει την Παναγία των Παρισίων. Χειμώνα καιρό δουλεύει με ανοιχτά παράθυρα. Οι μήνες περνούν, ο Ουγκώ καταδιώκεται από τον εκδότη του. Προβάλλει απίστευτες δικαιολογίες ότι δήθεν έχασε τα συγγραφικά του τετράδια. Ο Γκοσλέν λαμβάνει το χειρόγραφο στις 9 Μαρτίου του 1831, όμως ο Ουγκώ έχει αφαιρέσει τρία κεφάλαια. «Χάθηκαν» θα προφασιστεί στον εκδότη. Μα, καθώς φαίνεται, τα υποκλέπτει ο ίδιος, γιατί ο εκδότης αρνείται να του αυξήσει τα συγγραφικά δικαιώματα, παρόλο που έλαβε ογκωδέστερο από το προσυμφωνημένο βιβλίο. Τα κεφάλαια αυτά θα δημοσιευτούν για πρώτη φορά στην 8η έκδοση, έναν περίπου χρόνο μετά.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ παζάρεψε σκληρά τις λέξεις του. Δε δίστασε να προχωρήσει στην βάναυση αποκοπή τους, προκειμένου να εκβιάσει τον καρμίρη εκδότη. Πολύ διδακτική ιστορία για τα εκδοτικά ήθη μιας άλλης, όχι και τόσο μακρινής, εποχής και το βιοπορισμό ενός μεγάλου συγγραφέα που διεκδικούσε το δικαίωμα να ζει από τα γραφτά του.