Ο κω­μι­κός Zero Mostel (1915-1977)· ο Μπλουμ πε­ρη­φα­νευό­ταν για την ομοιό­τη­τά τους

Πέμ­πτη, 10 Οκτω­βρί­ου 2019, ο Χά­ρολντ Μπλουμ (Harold Bloom) δί­δα­ξε το τε­λευ­ταίο του μά­θη­μα. Στο Πα­νε­πι­στή­μιο Γέιλ, όπου δί­δα­σκε πά­νω από πε­νή­ντα χρό­νια. Δευ­τέ­ρα, 14 Οκτω­βρί­ου, πέ­θα­νε. Ήταν 89 ετών, επι­βε­βαί­ω­σε η παι­δο-ψυ­χο­λό­γος γυ­ναί­κα του. Δύο παι­διά. Δύο μα­θή­μα­τα δί­δα­σκε σε προ­πτυ­χια­κούς φοι­τη­τές. Για τον Σαίξ­πηρ και τον λο­γο­τε­χνι­κό «κα­νό­να» και για την «ποι­η­τι­κή επιρ­ροή», από τον Σαίξ­πηρ έως τον Τζον Κητς, δι­δα­κτι­κή επι­λο­γή που ως ευ­κο­λία λο­γι­ζό­ταν εις βά­ρος του.
Σε ένα από τα δε­κά­δες βι­βλία του (Shakespeare: The Invention of the Human, 1998) υπο­στη­ρί­ζει ότι ο Άγ­γλος δρα­μα­τουρ­γός «επι­νό­η­σε» την αν­θρώ­πι­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα. Επέ­φε­ρε αλ­λα­γές αντι­λή­ψε­ων για την αν­θρώ­πι­νη συ­μπε­ρι­φο­ρά. Οι χα­ρα­κτή­ρες του έχουν εσω­τε­ρι­κό­τη­τα: ανα­πτύσ­σο­νται αντί να εκτυ­λίσ­σο­νται. Εδώ με τα ελ­λη­νι­κά τους ονό­μα­τα, ο Άμ­λετ και ο Μάκ­βεθ δεί­χνουν πώς μπο­ρεί να κα­τα­νοη­θεί η αν­θρώ­πι­νη φύ­ση. Και ιδί­ως ο Φάλ­σταφ, τον οποίο στις «Κα­μπά­νες του με­σο­νυ­χτί­ου» υπο­δύ­ε­ται ο Όρ­σον Γου­έλς. Ο με­γα­λό­σχη­μος σω­μα­τό­τυ­πος και των δύο θυ­μί­ζει τον Αμε­ρι­κα­νό κρι­τι­κό και συ­νε­πώ­νυ­μο του ήρωα του Τζό­υς στον Οδυσ­σέα.
Η σχέ­ση του Μπλουμ με τον Φάλ­σταφ ξε­κί­νη­σε όταν ήταν 12 ετών. Το τα­ξί­δι του στη λο­γο­τε­χνία εί­χε ήδη αρ­χί­σει δια­βά­ζο­ντας μια αν­θο­λο­γία ποι­η­μά­των στη γερ­μα­νο­ε­βραϊ­κή γλώσ­σα γί­ντις, που μι­λού­σαν οι με­τα­νά­στες στο Ανα­το­λι­κό Μπρονξ της Νέ­ας Υόρ­κης γο­νείς του, από την Οδησ­σό και τη Λευ­κο­ρω­σία, οι οποί­οι πο­τέ δεν έμα­θαν να δια­βά­ζουν αγ­γλι­κά. Ένα «τέ­ρας» ανά­γνω­σης απο­φοι­τώ­ντας από το πα­νε­πι­στή­μιο, έλε­γε αρ­γό­τε­ρα, μπο­ρού­σε να απορ­ρο­φή­σει χί­λιες σε­λί­δες σε μία ώρα. Μνή­μη φω­το­γρα­φι­κή τού επέ­τρε­πε να απαγ­γέλ­λει μα­κρο­σκε­λή ποι­ή­μα­τα. Μίλ­τον. Μπλέικ. Χαρτ Κρέιν. Ο Σαίξ­πηρ ήταν Θε­ός, υπο­στή­ρι­ζε, ενώ ο Θε­ός στην Το­ρά ή Πε­ντά­τευ­χο των εβραιο-ελ­λη­νι­κών γρα­φών ένας λο­γο­τε­χνι­κός χα­ρα­κτή­ρας, επι­νοη­μέ­νος ίσως από μια γυ­ναί­κα στην αυ­λή του Σο­λο­μώ­ντα, σύμ­φω­να με το πιο γνω­στό (The Book of J, 1990) από τα θε­ο­λο­γι­κού ή κα­βα­λι­στι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού βι­βλία του.
Δεν επρό­κει­το για άπο­ψη που εν­στερ­νί­στη­καν με­λε­τη­τές των γρα­φών. Γε­νι­κό­τε­ρα εί­χε πά­ψει να πεί­θει πα­νε­πι­στη­μια­κούς. Ένα φλερτ με τον Ντε­ρι­ντά δεν εξε­λί­χθη­κε σε ει­δύλ­λιο. Το 1974 εί­χε με­τα­πη­δή­σει σε αυ­τό­νο­μη έδρα στο Γέιλ από το Τμή­μα Αγ­γλι­κών, που εθε­ω­ρεί­το άντρο απο­δο­μι­στών. Αυ­τό κά­θε άλ­λο πα­ρά εμπό­δι­σε τον διε­θνώς δια­βό­η­το κρι­τι­κό λο­γο­τε­χνί­ας να συ­νε­χί­σει να πα­ρά­γει και να ανα­κυ­κλώ­νει ασυ­νή­θι­στα, για αυ­τό το εί­δος βι­βλί­ων, ευ­πώ­λη­τες αν­θο­λο­γή­σεις και με­λέ­τες, με προ­κα­τα­βο­λή κά­πο­τε άνω του ενός εκα­τομ­μυ­ρί­ου δο­λα­ρί­ων για τη συγ­γρα­φή τους. Έγρα­ψε και ένα μυ­θι­στό­ρη­μα γνω­στι­κής και επι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σί­ας (The Flight to Lucifer, 1979), από εκεί­να που γρά­φουν οι κρι­τι­κοί, το οποίο απο­κή­ρυ­ξε.
Επι­κε­ντρώ­θη­κε στην προ­βο­λή ενός «Δυ­τι­κού κα­νό­να» της λο­γο­τε­χνί­ας (The Western Canon, 1994 και η «πε­ρί­λη­ψή» του How to Read and Why, 2000), από τον Δά­ντη έως τον Μπέ­κετ και ελά­χι­στους νε­ό­τε­ρους, επι­χει­ρώ­ντας να δια­σώ­σει, για τους υπο­στη­ρι­κτές του, ό,τι αι­σθη­τι­κά κα­λύ­τε­ρο μπο­ρού­σε να δια­σω­θεί από μια επέ­λα­ση κα­τα­να­λω­τι­κά χα­μη­λού γού­στου ή προ­σπα­θώ­ντας να διαιω­νί­σει, για τους επι­κρι­τές του, μια ιμπε­ρια­λι­στι­κή κυ­ριαρ­χία Λευ­κών Νε­κρών Αν­δρών που σφυ­ρο­κο­πού­σαν νε­ό­τε­ρες τά­σεις στη λο­γο­τε­χνι­κή κρι­τι­κή, τις οποί­ες στο ίδιο τσου­βά­λι μιας Σχο­λής Μνη­σι­κα­κί­ας έβα­ζε ο Χά­ρολντ Μπλουμ. Ένας ξε­πε­ρα­σμέ­νος λαϊ­κι­στής, ένας δει­νό­σαυ­ρος, για όσους δια­φω­νού­σαν μα­ζί του. Ένας φά­ρος ει­λι­κρί­νειας και ποιο­τι­κών προ­δια­γρα­φών, για όσους συμ­φω­νού­σαν.
Με αντί­στοι­χη επι­θε­τι­κό­τη­τα εί­χε κά­νει ο ίδιος το πρώ­το Μπλουμ στα ύδα­τα της κρι­τι­κής. Με επι­θέ­σεις στην κυ­ριαρ­χία τό­τε του Έλιοτ και των Νέ­ων Κρι­τι­κών, που ανα­δεί­κνυαν Άγ­γλους με­τα­φυ­σι­κούς ποι­η­τές εις βά­ρος των Ρο­μα­ντι­κών. Στο Πα­νε­πι­στή­μιο Κορ­νέλ υπήρ­ξε μα­θη­τής του M.H. Abrams, που εί­χε θη­τεύ­σει στον I.A. Richards στο Κέ­μπριτζ. Συγ­γρα­φέ­ας κρί­σι­μου βι­βλί­ου (The Mirror and the Lamp, 1953) για τον Ρο­μα­ντι­σμό πριν ξα­να­γί­νει της μό­δας και επι­με­λη­τής (για τις επτά πρώ­τες εκ­δό­σεις, πριν ανα­λά­βει ο Stephen Greenblatt) της κα­θο­ρι­στι­κής, στη δη­μιουρ­γία κα­νό­να, αν­θο­λο­γί­ας αγ­γλι­κής λο­γο­τε­χνί­ας των εκ­δό­σε­ων Norton, ο Έι­μπραμς επί­σης εί­χε μα­θη­τές τη με­τα-αποι­κια­κής στό­χευ­σης κρι­τι­κό Gayatri Spivak και τους σπου­δαί­ους πε­ζο­γρά­φους Γουί­λιαμ Γκας και Τό­μας Πίν­τσον. Δια­σκευή της δια­τρι­βής του Μπλουμ στο Γέιλ ήταν το πρώ­το βι­βλίο του, για τον Σέλ­λεϋ (Shelley’s Mythmaking, 1959). Ακο­λού­θη­σαν Γέιτς, Ουά­λας Στί­βενς και άλ­λοι.
Γύ­ρω στα τρια­ντα­πέ­ντε του, βα­θιά κα­τά­θλι­ψη που κρά­τη­σε χρό­νια τον οδή­γη­σε σε εμ­μο­νι­κή ανά­γνω­ση του Φρό­υντ. Μια θε­ω­ρία για την ποί­η­ση προ­έ­κυ­ψε από ένα εμπνευ­σμέ­νο από εφιάλ­τη επι­κό ποί­η­μα που εί­χε αρ­χί­σει να γρά­φει. Το έρ­γο που τον κα­θιέ­ρω­σε ήταν Το άγ­χος της επιρ­ρο­ής (The Anxiety of Influence, 1973) ή Η αγω­νία της επί­δρα­σης, όπως δη­μιουρ­γι­κά το απέ­δω­σε ο Δη­μή­τρης Δη­μη­ρού­λης. Ένας ποι­η­τής, υπο­στή­ρι­ξε ο Μπλουμ, αντα­πο­κρί­νε­ται και αμύ­νε­ται ενα­ντί­ον προη­γού­με­νων ποι­η­τών. Η ποί­η­ση εί­ναι μια πα­ρα­νά­γνω­ση όσων προη­γή­θη­καν, τα οποία σφε­τε­ρί­ζε­ται σε μια αδί­στα­κτη δια­πά­λη κά­θε νέ­ας δη­μιουρ­γί­ας μα­ζί τους. Όπως ο γιος αρ­νεί­ται τον πα­τέ­ρα, έτσι ο ποι­η­τής επι­χει­ρεί να επι­σκιά­σει τους προ­γό­νους του, για να μπο­ρέ­σει να δη­μιουρ­γή­σει, πα­ρα­λεί­πο­ντας το χρέ­ος του. Υπάρ­χουν σα­φή πα­ρα­δείγ­μα­τα, ιδί­ως από τους Ρο­μα­ντι­κούς. Η θε­ω­ρία αυ­τή επα­νέ­φε­ρε στην ποί­η­ση ιστο­ρι­κό πε­ρι­βάλ­λον και πρό­θε­ση, που εί­χε εξο­βε­λί­σει η Νέα Κρι­τι­κή. Σε μια φρο­ϋ­δι­κή δια­πά­λη, η διά­κρι­ση με­τα­ξύ ζω­ής της τέ­χνης και τέ­χνης της ζω­ής απα­λεί­φε­ται. Θέ­μα­τα επιρ­ρο­ής συ­νέ­χι­σαν να τον απα­σχο­λούν, όπως ιδί­ως στο βι­βλίο The Anatomy of Influence (2011), που πρό­ω­ρα απο­κά­λε­σε κύ­κνειο άσμα.
Από τη στιγ­μή που ιστο­ρία και κοι­νω­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον επα­νέρ­χο­νται, δεν εί­ναι προ­φα­νές αν υπάρ­χουν ή όχι όρια στην επί­δρα­σή τους. Εί­ναι εύ­λο­γο ένας (δυ­τι­κός λο­γο­τε­χνι­κός) κα­νό­νας να ανα­δει­κνύ­ε­ται σε ερ­γα­λείο ηγε­μο­νί­ας πο­λι­τι­στι­κής και κα­τά συ­νέ­πεια πο­λι­τι­κής, σε μια οι­κου­με­νι­κών δια­στά­σε­ων «απά­τη» που επι­βρα­βεύ­ει κα­τα­πί­ε­ση και δια­κρί­σεις εθνι­κές, εθνο­τι­κές, κοι­νω­νι­κές, φύ­λου, προ­τι­μή­σε­ων και ταυ­τό­τη­τας. Το να επι­μέ­νει κά­ποιος, όπως ο Μπλουμ, ότι ένα λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο δεν απο­τε­λεί κοι­νω­νι­κό ντο­κου­μέ­ντο που δια­βά­ζε­ται για το πο­λι­τι­κό και κοι­νω­νι­κό πε­ριε­χό­με­νό του, αλ­λά στοι­χείο αι­σθη­τι­κής από­λαυ­σης, δεν συ­νι­στά υπε­ρά­σπι­ση των ετε­ρο­τή­των του λό­γου, αλ­λά ανή­θι­κη, νε­ο­ρο­μα­ντι­κή και πα­λιο­μο­δί­τι­κη μέ­θο­δο επι­στρά­τευ­σης στε­ρε­ο­τύ­πων πε­ρί δη­μιουρ­γί­ας και με­γα­λο­φυί­ας, για όσους αδυ­να­τούν να τον ανε­χθούν.
Η αντι­πα­ρά­θε­ση επι­δει­νώ­νε­ται κα­θώς επι­στρα­τεύ­ο­νται χα­ρα­κτη­ρι­σμοί, όπως στην πε­ρί­πτω­ση του Μπλουμ, που, δί­κην φυλ­λα­διο­γρά­φου, Γκρά­ου­τσο-Μαρ­ξι­στή και όχι της σχο­λής Καρλ απο­κα­λού­σε τον εαυ­τό του, ενώ με καυ­στι­κό­τη­τα ανα­φε­ρό­ταν σε βρα­βευ­μέ­νες γυ­ναί­κες συγ­γρα­φείς όπως η Ντό­ρις Λέ­σινγκ ή η Άλις Γουό­κερ, που δεν χω­ρού­σαν στο δι­κό του πάν­θε­ον πε­ρί­που 850 συγ­γρα­φέ­ων, με υψη­λές θέ­σεις για τη Βιρ­τζί­νια Γουλφ, την Έμι­λυ Ντί­κιν­σον ή την Τζέιν Ώστεν. Τα «τμή­μα­τα αγ­γλι­κών», έλε­γε, θα γί­νουν «τμή­μα­τα πο­λι­τι­στι­κών σπου­δών», όπου κό­μικς του Μπά­τμαν, πάρ­κα των Μορ­μό­νων, τη­λε­ο­πτι­κές εκ­πο­μπές και μου­σι­κή ροκ θα αντι­κα­τα­στή­σουν τον Τσώ­σερ, τον Σαίξ­πηρ και τον Γου­έρν­τσγου­ερθ. Λί­γα μα­θή­μα­τα θα συ­νε­χί­σουν να προ­σφέ­ρο­νται, όπως συμ­βαί­νει με τα αρ­χαία ελ­λη­νι­κά και τα λα­τι­νι­κά.
Εί­ναι αλή­θεια ότι το ευ­ρύ κοι­νό διαρ­κώς προ­τι­μά σκο­τει­νούς προ­φή­τες, που του δί­νουν κου­ρά­γιο λέ­γο­ντας ότι όλα υπο­βαθ­μί­ζο­νται και δεν εί­ναι πλέ­ον όπως, υπο­τί­θε­ται, ήταν κά­πο­τε. Πρό­κει­ται για μια εμπλο­κή ανα­σφα­λούς «άγ­χους» και ασφα­λούς «επιρ­ρο­ής», η κα­νο­νι­κό­τη­τα της οποί­ας συ­νή­θως δια­φεύ­γει, κα­θώς προ­ε­ξάρ­χει το εξής οξύ­μω­ρον, όχι μό­νο σε σχέ­ση με τη λο­γο­τε­χνία: ο «ελι­τι­σμός» ενός κα­νό­να για όλε/ους να υπο­στη­ρί­ζε­ται από «λαϊ­κι­στές», όπως ο Μπλουμ, που ως πέμ­πτο παι­δί ενός ερ­γά­τη υφα­ντουρ­γί­ας πε­ρη­φα­νευό­ταν για την ομοιό­τη­τά του με τον κω­μι­κό Zero Mostel, ενώ ο «λαϊ­κι­σμός» εναλ­λα­κτι­κών επι­λο­γών υπε­ρη­φά­νως να υπο­στη­ρί­ζε­ται από ένα πνευ­μα­τι­κό ιε­ρα­τείο πα­νε­πι­στη­μια­κών «ελίτ».
Όταν επα­νερ­χό­ταν στο πά­θος του για τη λο­γο­τε­χνία, ο Μπλουμ έλε­γε ότι, ως κα­τα­λο­γο­γρά­φος συγ­γρα­φέ­ων με αξία κα­τά την άπο­ψή του, δεν έκα­νε τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά να απα­ντά σε ένα ερώ­τη­μα: Στον λί­γο χρό­νο που έχου­με, τι να δια­βά­σου­με; Συ­νή­θως βέ­βαια πρό­σθε­τε και ένα «πρέ­πει», που πά­λι δυ­να­μί­τι­ζε το κλί­μα προ­βάλ­λο­ντας ηρω­ι­κές μορ­φές. Τί­πο­τε και όλα (δεν πρέ­πει) να τα δια­βά­ζου­με. Πράγ­μα­τι εί­ναι σπου­δαί­ος ο Σαίξ­πηρ, αλ­λά, από το πώς ανα­δει­κνύ­ε­ται η σπου­δαιό­τη­τα των όσων λέ­γο­νται και της γλώσ­σας του, δη­μιουρ­γεί­ται ή όχι η ψευ­δαί­σθη­ση ότι έτσι εξη­γεί­ται η κυ­ριαρ­χία των αγ­γλι­κών, λες και δεν υπήρ­χε βρε­τα­νι­κός στό­λος – με έναν τρό­πο πα­ρό­μοιο με το πώς ο Αρι­στο­τέ­λης εξη­γεί την κυ­ριαρ­χία των ελ­λη­νι­κών για όσους ξε­χνούν ότι υπήρ­ξε δά­σκα­λος ενός Αλέ­ξαν­δρου. Αντι­θέ­τως από έναν ποι­η­τή όπως ο Ώντεν, ο Μπλουμ νό­μι­ζε ότι η ποί­η­ση αλ­λά­ζει τον κό­σμο. Εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει όμως, ο Σά­μιου­ελ Τζόν­σον θα ήταν μάλ­λον ευ­τυ­χής που με­τα­ξύ αγα­πη­μέ­νων λέ­ξε­ων του Χά­ρολντ Μπλουμ ήταν οι λέ­ξεις askesis και kenosis.