Με­τά τον Μπομπ Ντύ­λαν (2016) και τον Κα­ζούο Ισι­γκού­ρο (2017), τα Βρα­βεία Νο­μπέλ για τη λο­γο­τε­χνία συ­νέ­χι­σαν φέ­τος με δύο βρα­βεία, λό­γω δια­λείμ­μα­τος που προ­κά­λε­σαν σκάν­δα­λα, στην Όλ­γκα Το­κάρ­τσουκ (2018) και στον Πέ­τερ Χά­ντ­κε (2019): ένα εκρη­κτι­κό μίγ­μα που προ­σι­διά­ζει στον δυ­να­μι­τι­στή Σου­η­δό εφευ­ρέ­τη και επι­χει­ρη­μα­τία που με τη δια­θή­κη του κα­θιέ­ρω­σε τα ομώ­νυ­μα βρα­βεία.
Από 116 συγ­γρα­φείς, στους οποί­ους απο­νε­μή­θη­καν βρα­βεία από το 1901, δύο έγρα­φαν στα ελ­λη­νι­κά, όσοι και στα κι­νε­ζι­κά και τα ια­πω­νι­κά, ενώ σε άλ­λες γλώσ­σες, όπως τα αρα­βι­κά, αντι­στοι­χεί ένα ή κα­νέ­να βρα­βείο. Φυ­σι­κά έχουν δο­θεί πε­ρισ­σό­τε­ρα σε γλώσ­σες «του βορ­ρά»: νορ­βη­γι­κά και δα­νι­κά από 3 βρα­βεία, πο­λω­νι­κά 5, ρω­σι­κά 6, σου­η­δι­κά 7, γερ­μα­νι­κά 14. Τα υπό­λοι­πα βρα­βεία αντι­στοι­χούν στα ιτα­λι­κά (6), τα ισπα­νι­κά (11) και τα γαλ­λι­κά (14), με τα αγ­γλι­κά να συ­γκε­ντρώ­νουν 29 βρα­βεία, που θα ήταν πε­ρισ­σό­τε­ρα, αν τρεις συγ­γρα­φείς που έγρα­φαν επί­σης στα αγ­γλι­κά δεν συ­νυ­πο­λο­γί­ζο­νταν σε άλ­λες γλώσ­σες: ο Τα­γκόρ (Μπεν­γκά­λι), ο Μπέ­κετ (γαλ­λι­κά) και ο Μπρόν­τσκι (ρω­σι­κά).
Εν­δια­φέ­ρον βέ­βαια προ­κα­λούν και τα πα­ρε­πό­με­να των βρα­βεί­ων, με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή φέ­τος απά­τη εις βά­ρος του κο­ρυ­φαί­ου Ιρ­λαν­δού μυ­θι­στο­ριο­γρά­φου Τζον Μπάν­βιλ, συ­νε­πώ­νυ­μου του Γάλ­λου ποι­η­τή και πρό­δρο­μου του παρ­νασ­σι­σμού. Ήταν ξα­πλω­μέ­νος στον κα­να­πέ στο σπί­τι, με το κε­φά­λι κά­τω και φυ­σιο­θε­ρα­πευ­τή από πά­νω, όταν δέ­χθη­κε τη­λε­φώ­νη­μα μι­σή ώρα πριν ανα­κοι­νω­θούν τα βρα­βεία για τη λο­γο­τε­χνία. Έχο­ντας συ­στη­θεί ως ο μό­νι­μος γραμ­μα­τέ­ας της Σου­η­δι­κής Ακα­δη­μί­ας, ο συ­νο­μι­λη­τής του ρώ­τη­σε αν θα προ­τι­μού­σε να του επι­δο­θεί το βρα­βείο για το 2018 ή για το 2019, ενώ του διά­βα­σε τι θα ανέ­φε­ρε το συ­νο­πτι­κό σκε­πτι­κό του βρα­βεί­ου. Ο Μπάν­βιλ αμέ­σως τη­λε­φώ­νη­σε σε φί­λους και γνω­στούς του. Σα­ρά­ντα λε­πτά αρ­γό­τε­ρα τη­λε­φώ­νη­σε η κό­ρη του, που μό­λις εί­χε δει στην τη­λε­ό­ρα­ση την ανα­κοί­νω­ση των βρα­βεί­ων. «Δεν εί­σαι εσύ», του εί­πε. Τη­λε­φώ­νη­σε πά­λι σε όλους. «Μην αγο­ρά­σε­τε σα­μπά­νια», εί­πε. «Στα­μα­τή­στε να πε­τά­τε τα κα­πέ­λα σας στον αέ­ρα.»

Με­τά την ανα­κοί­νω­ση των βρα­βεί­ων υπήρ­ξε και μή­νυ­μα στον τη­λε­φω­νη­τή του πε­ζο­γρά­φου, οι πολ­λές δια­κρί­σεις του οποί­ου πε­ρι­λαμ­βά­νουν Μπού­κερ (2005) και βρα­βείο Κάφ­κα (2011), πως προ­έ­κυ­ψε, υπο­τί­θε­ται, δια­φω­νία την τε­λευ­ταία στιγ­μή. Ο Μπάν­βιλ θε­ω­ρεί ότι απο­τε­λεί πα­ρά­πλευ­ρη απώ­λεια προ­σπά­θειας να σπι­λω­θεί το βρα­βείο. «Έμα­θα σε σα­ρά­ντα λε­πτά όχι λί­γα πράγ­μα­τα για τον εαυ­τό μου», λέ­ει. «Υπάρ­χει μια κω­μι­κή πλευ­ρά και εν δυ­νά­μει υλι­κό: ‘Ο άν­θρω­πος που σχε­δόν κέρ­δι­σε το βρα­βείο Νο­μπέ­λ’.»

Εκεί­νο που θυ­μά­μαι από τον Μπάν­βιλ από την επο­χή που ήμουν στο Δου­βλί­νο εί­ναι πό­σο του άρε­σε το ανέκ­δο­το με τον νευ­ρο­χει­ρουρ­γό, που για να εκ­φρά­σει τον θαυ­μα­σμό του προς έναν συγ­γρα­φέα εί­χε πει: «Μό­λις απο­συρ­θώ από τα χει­ρουρ­γεία, θα γρά­ψω κι εγώ μυ­θι­στό­ρη­μα». Ο συγ­γρα­φέ­ας τον ευ­χα­ρί­στη­σε θερ­μά. «Κι εγώ σκέ­φτο­μαι», πρό­σθε­σε, «όταν αφή­σω το γρά­ψι­μο, να ασχο­λη­θώ με τη νευ­ρο­χει­ρουρ­γι­κή».