————
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΕΛΙΔΩΝ:
Δημήτρης Χορόσκελης

Ο Λεό Φερέ  (Léo Ferré) γεννήθηκε το 1916 στο Μονακό, σε μια μικροαστική οικογένεια (ο πατέρας του ήταν κρουπιέρης στο Καζίνο και η ιταλικής καταγωγής μητέρα του μοδίστρα). Άρχισε να ενδιαφέρεται για τη μουσική από πολύ νωρίς και, σε ηλικία επτά ετών, έγινε μέλος σε χορωδία όπου ήρθε σε μια πρώτη επαφή με αυτήν, πρακτικά και θεωρητικά. Ο αδερφός της μητέρας του, βιολιστής στην ορχήστρα του Καζίνο του Μονακό και μετέπειτα διευθυντής του Θεάτρου, τον μύησε στην κλασική μουσική κι έγινε ένας εξαιρετικός αυτοδίδακτος πιανίστας. Η πρώτη επαφή του με τη μουσική του Μπετόβεν τον συγκλόνισε και τον σημάδεψε για ολόκληρη τη ζωή του. Όταν τελείωσε το Δημοτικό, σε ηλικία δέκα ετών, ο αυστηρών αρχών πατέρας του τον έστειλε εσωτερικό στο γαλλικό χριστιανικό κολέγιο Σεν-Σαρλ, στη γειτονική Μπορντιγκέρα της Ιταλίας. Ήταν μια πολύ δύσκολη οκταετία, τόσο λόγω του εγκλεισμού του, όσο και λόγω της σεξουαλικής κακοποίησης που υπέστη (όπως και άλλοι συμμαθητές του) από τον παιδόφιλο επιστάτη του σχολείου (περιγράφει εκείνη την τραυματική περίοδο στο αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα Benoît Misère, που εκδόθηκε το 1970). Η κλίση του και στη σύνθεση φάνηκε από νωρίς, δεδομένου ότι έγραψε τα πρώτα του έργα σε ηλικία μόλις δεκατεσσάρων ετών.
Μετά από το απολυτήριο Λυκείου, σπούδασε στο Παρίσι Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες, Επέστρεψε στο Μονακό κι εργάστηκε ως μουσικός κριτικός στην εφημερίδα της Νίκαιας, Le Petit Niçois. Το 1940 επιστρατεύτηκε στα μετόπισθεν και όταν αποστρατεύτηκε, επέστρεψε στο Μονακό και ξεκίνησε να γράφει τραγούδια, όμως χωρίς επιτυχία.
Το 1946, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου επίσης έζησε αρχικά μια πολύ δύσκολη οικονομικά επταετία, μέχρι να αρχίσουν τα τραγούδια του (τα οποία αρχικά ερμήνευαν άλλοι γνωστοί τραγουδιστές) να έχουν επιτυχία. Οι πρώτες του ατομικές εμφανίσεις έγιναν στο περίφημο καμπαρέ του Σεν Ζερμέν ντε Πρε, «Le Boeuf sur le Toit» («Το Βόδι στη Στέγη»). Ήρθε σε επαφή με το αναρχικό κίνημα και υποστήριξε ενεργά για ένα διάστημα την «Fédération Anarchiste», το «Théâtre Libertaire de Paris», το «Radio Libertaire» και την εφημερίδα Le Monde Libertaire. Παράλληλα σύχναζε στον κύκλο των σουρεαλιστών, που εκτίμησαν την ποίησή του, και συνδέθηκε φιλικά με τον Αντρέ Μπρετόν. Το πρώτο χτύπημα στη φιλία τους ήρθε όταν, στην κακή κριτική που δέχτηκε η πρώτη μουσική σύνθεσή του για το περίφημο μπαλέτο του Ρολάν Πετί, με τίτλο «La Nuit» («Η Νύχτα»), ο Μπρετόν δεν τον υπερασπίστηκε. Το αποτέλεσμά ήταν να σταματήσει για ένα διάστημα τη μουσική σύνθεση και να ασχοληθεί αποκλειστικά με το τραγούδι. Η οριστική τους ρήξη θα ερχόταν λίγο αργότερα όταν, στο κείμενο-μανιφέστο που έγραψε με τίτλο «Préface» («Πρόλογος»), επιτέθηκε ανοιχτά στο παρισινό ποιητικό κατεστημένο. Στο μεταξύ η φήμη του είχε αρχίσει να μεγαλώνει και το 1955 ήρθαν η καθιέρωση και η ανταμοιβή: τραγούδησε επί είκοσι συνεχόμενες βραδιές στην κατάμεστη περίφημη παρισινή αίθουσα «L’Olympia».
Με τα κέρδη να εισρέουν πλέον, με τη δεύτερη γυναίκα του, τη Μαντλέν, αποφάσισαν να αποσυρθούν στην εξοχή. To 1960 αγόρασαν ένα μικροσκοπικό νησί με έναν μικρό πύργο, στη Βρετάνη, το οποίο γρήγορα έγινε το καταφύγιο διαφόρων ειδών κακοποιημένων ζώων και όπου προνομιούχα θέση κατείχε ένας θηλυκός χιμπαντζής που λάτρευαν, ονόματι Πεπέ (υπάρχει και το γνωστό ομώνυμο τραγούδι). Ωστόσο, η ιστορία είχε άσχημο τέλος. Το 1968, ύστερα από έναν καβγά με τη Μαντλέν, ο Φερέ εγκατέλειψε τη γυναίκα του και το ερημητήριό τους. Λίγο αργότερα εγκαταστάθηκε στην Τοσκάνη και παντρεύτηκε για τρίτη φορά με μια Ισπανίδα, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά. Αυτά που γράφτηκαν τότε από τον σκανδαλοθηρικό Τύπο είναι δύσκολο να επαληθευτούν, ότι δηλαδή η Μαντλέν, για να τον εκδικηθεί, σκότωσε την Πεπέ κι άφησε επίτηδες να πεθάνουν όλα τα ζώα του καταφυγίου. Η κόρη της από τον πρώτο της γάμο, Ανί Μπουτόρ, η οποία έγραψε ένα βιβλίο που αναφέρεται σε εκείνη την περίοδο, ισχυρίζεται ότι απλώς η μητέρα της δεν ήταν σε ψυχολογική και οικονομική κατάσταση να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της συντήρησης του καταφυγίου. Πάντως, εκείνη η τραγική κατάληξη ήταν σίγουρα ένα σκληρό χτύπημα για τον φιλόζωο και μισάνθρωπο Φερέ. Ένα παράδοξο γεγονός είναι ότι εκείνος ο δηλωμένος αναρχικός δεν συμμετείχε στις κινητοποιήσεις του περίφημου γαλλικού Μάη του ’68, αποχή για την οποία δέχτηκε τα πυρά αναρχικών και αριστερών. Πιστός στην ιδεολογία του, αρνήθηκε τα μουσικά βραβεία και τις τιμητικές διακρίσεις που του προτάθηκαν.





Κατά σύμπτωση, ο αναρχικός Λεό Φερέ πέθανε στις 14 Ιουλίου (μέρα της εθνικής γιορτής της Γαλλίας!) το 1993, αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο και ποικίλο έργο: τραγούδια, ορχηστρική μουσική, όπερες, ορατόρια, βιβλία. Σε πολλές περιπτώσεις ήταν και ο διευθυντής ορχήστρας στην εκτέλεση των έργων του. Μαζί με τον Ζακ Μπρελ τον Ζορζ Μπρασένς, τον Σερζ Γκενσμπούργκ και μερικούς άλλους, θεωρείται ως ένας από τους θεμελιωτές του γαλλικού μεταπολεμικού τραγουδιού κι ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους ποιητές του δεύτερο μισού του 20ού αιώνα.
Η δισκογραφία του μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους. Η πρώτη περιλαμβάνει τα πρώτα προσωπικά του τραγούδια. Στη διάρκεια της δεύτερης μελοποιεί τα έργα των σημαντικότερων Γάλλων ποιητών (Μποντλέρ, Βερλέν, Ρεμπό, Απολινέρ, Αραγκόν), Στη διάρκεια της τρίτης, απογοητευμένος και από την αποτυχία του Μάη του ’68, υπογράφει τα πιο όμορφα και πιο βίαια προσωπικά του τραγούδια.
Οι μουσικοί κριτικοί και το κοινό αναγνώρισαν την ικανότητά του Φερέ για βάθος έκφρασης και για τη χρήση ενός απίστευτα πλούσιου λεξιλογίου, όπου οι επιρροές του σουρεαλισμού και μερικές φορές του ντανταϊσμού είναι εμφανείς ― ιδιαίτερα στην τρίτη περίοδο της καριέρας του. Τραγουδιστής του έρωτα, των προδομένων παθών, της κριτικής της κοινωνίας, των λαϊκών εξεγέρσεων που φέρνουν ελπίδες για ένα πιο δίκαιο αύριο, ο ποιητής ήθελε να αποδείξει ότι η Ομορφιά και οι Τέχνες δεν πρέπει ποτέ να προορίζονται για ένα συγκεκριμένο κοινό, αλλά αντιθέτως για όλους εκείνους που θέλουν να ακούσουν και να κοιτάξουν. Συνδυάζοντας αντιθέσεις που είναι εκ πρώτης όψεως εντελώς αντίρροπες, ο Φερέ επεδίωξε, σε όλη του την καριέρα, να παντρέψει τον λυρισμό με τη λαϊκή γλώσσα, την πιο περίτεχνη έκφραση με την πιο πεζή αργκό, εκπληρώνοντας τέλεια τον ρόλο του λόγιου προβοκάτορα, που δεν αγαπά τίποτα περισσότερο από το να ταρακουνάει πεποιθήσεις, ιδέες, και καταστάσεις. Ένα σημαντικό στοιχείο που προσθέτει πολλά στην ποίησή του είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο τραγουδάει ή απαγγέλλει τα κείμενά του, υπενθυμίζοντας έτσι την προφορική καταγωγή της ποίησης από το έπος. Το πιο χαρακτηριστικό και συγκλονιστικό σχετικό δείγμα είναι το «Ludwig», ένα κείμενο για τη ζωή του Μπετόβεν (και ταυτόχρονα για τη μοίρα του κάθε πρωτοπόρου καλλιτέχνη), με μουσικό φόντο την υποβλητική εισαγωγή από τον «Κοριολανό». Η λογοτεχνική κριτική πάντα σνόμπαρε το έργο του Φερέ. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι όταν, το 2013, ο επιφανής εκδοτικός οίκος «Gallimard» εξέδωσε τα (σχεδόν) Άπαντά του με τον τίτλο Les Chants de la Fureur («Τα Άσματα της Μανίας»), το βιβλίο αγνοήθηκε από τους κριτικούς.


Προσωπικά θεωρώ τον Φερέ ως τον Ρεμπό του 20ού αιώνα: έχει την ίδια διάθεση εξέγερσης, την ίδια πυρετώδη και ανατρεπτική γραφή με τον τυχοδιώκτη ποιητή «με τις σόλες από άνεμο» (Βερλέν), αλλά και με πολλά διαλείμματα συγκινητικής τρυφερότητας κι ανθρωπιάς. Η επιλογή των ποιημάτων έγινε από εκείνα της τρίτης και πιο ενδιαφέρουσας περιόδου του ποιητή (με εξαίρεση το κλασικό «Με τον καιρό»). Όπως είναι ευνόητο, η μεταφορά του στα ελληνικά ήταν μια δύσκολη αλλά και άκρως απολαυστική αναμέτρηση. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι ο σουρεαλισμός του Φερέ δεν περιορίζεται στη γενική σύνθεση του ποιήματος αλλά επεκτείνεται και στη γραμματική και στη σύνταξη, με συχνές ανατροπές που ξενίζουν (π.χ. πολύ συχνά περνάει από το πρώτο στο δεύτερο ενικό πρόσωπο). Τα δύο από τα τρία ποιήματα που έχουν ομοιοκαταληξία («Η μνήμη και η θάλασσα», «Με τον καιρό») τα απέδωσα σε ελεύθερο στίχο επειδή, όπως είναι γνωστό, για δημιουργηθεί ομοιοκαταληξία πρέπει να αλλάξει το νόημα, αν διατηρηθεί το νόημα χάνεται η ομοιοκαταληξία, και φυσικά προτίμησα τη δεύτερη εκδοχή. Στο τρίτο και τελευταίο κατά σειρά («Ούτε Θεό, ούτε Αφέντη»), λόγω της περιορισμένης του έκτασης πιστεύω ότι πέτυχα τον τετραγωνισμό του κύκλου σε αυτό το ακανθώδες μεταφραστικό πρόβλημα.

Δ. Χ.