Όποτε δανείζομαι παράδοξα, τα επιστρέφω με τόκους
Πλουτίζω έτσι τους δανειστές μου που γίνονται πιο έξυπνοι
Το τοκογλυφικό επιτόκιο της πονηριάς δεν είναι ποτέ αρκετά υψηλό
Δεν ξέρω από πού έρχομαι αλλά ξέρω ότι είμαι εδώ, ότι βλασταίνω, σεαυτή την εξοχή της Τοσκάνης
Τ’ αηδόνια βαμμένα με Cargill(1) τραγουδούσαν για φαρμακευτικούς στηθόδεσμους Aubade(2)
Έχω πολύ μακριά μαλλιά… ίδια με πανιά ιστιοφόρου, τα ωραία μου
μαλλιά που πάντα μου τα έκοβαν, τα ωραία μακριά μου μαλλιά στο κεφάλι
Στον δρόμο με κοιτάνε…
Εγώ τους βγάζω τη γλώσσα!
Ω, όμορφες γούνινες πατούσες
Καπέλο του ανέμου αυτών των κυριών
Προβληματισμός του στολισμού.
Μεταξωτά πανιά, κωπηλατώ προς το μέρος σας
Γνωρίζω κάποιους ήσυχους παραδείσους όπου οι άγγελοι δεν έχουν κρασί για να πιούν αλλά καταιγίδες λογικής
Bιολέτες που ξαναβλασταίνουν
Γνωρίζω κάποιους τραγικούς παραδείσους όπου οι πρώτες θέσεις των επισήμων δεν έχουν μνήμη
Όπου τα ρόδα ανθίζουν μόνο με όσμωση, αλλά και πάλι…
Όπου τα πάθη είναι μιας άλλης κατηγορίας και οι αντικατοπτρισμοί μιας άλλης ποιότητας κι ωστόσο έρχονται από τη νύχτα
Γνωρίζω κάποιους παραδείσους-μπορντέλα απ’ όπου με καλούν
Απ’ όπου αυτοϋπογράφουν
Απ’ όπου με περιγράφουν για την καλοσύνη των απλωμένων χεριών και για τα κεφαλαιώδη στόματα
Όπως τα ξημερώματα… Τσακι!
Γνωρίζω κάποιος φυσικούς παραδείσους όπου το μωβ χρησιμοποιείται ως ναρκωτικό
Απ’ όπου μπορεί να περάσει κανείς από το μωβ στα σύνορα
Γνωρίζω κάποιους παραδείσους χαδιάρηδες ελαφρά αξύριστους και με αγίους
Δίχως πίστη και νόμο
Δίχως φωτιά και νερό
Μόνο με μια ζώνη μεταναστών
Θα μεταναστεύσω κάποτε προς τις κρυμμένες σας χώρες
Και δεν θα επιστρέψω ποτέ
Κοιτάξτε με
Περαστικοί του τίποτα, κότες πολυτελείας, λουλούδια απίστευτα
Κοιτάξτε με
Είμαι ένα μεταναστευτικό πουλί, ένα μεταναστευτικό πουλί
Είμαι ένα γέρικο κοράκι που τρέχει πίσω από ένα πτώμα όπως ένα σκυλί κυνοδρομιών πίσω από το δόλωμα
Είμαι ένα γέρικο πεδινό κοράκι που περιφέρεται τσιμπολογώντας διάφορες αηδίες, πολυμεταχειρισμένους ανθρώπινους σπόρους
Είναι ένα γέρικο κοράκι που τρέχει πίσω από μια κορακίνα
Κροάζω, όπως μπορεί να κροάσει ένα γέρικο πουλί πενήντα επτά χρόνων
Επιμένω ότι η απόγνωση μπροστά στα σκουπίδια είναι μια βιολογική ανικανότητα να ξεφύγουμε από αυτά κάποια μέρα, με οποιοδήποτε κόστος
Όταν τα σκατά ξεχειλίζουν, παραμένουν σκατά
Εκείνη την περίοδο γνώριζα μια τραγουδίστρια… Θα την γνωρίζατε κι εσείς, είναι εύκολο
Μια τραγουδίστρια με τον πισινό στο πρόσωπο, αυτό αξίζει όσο και το δελτίο ταυτότητας ― όχι;
Κι ύστερα η κυρία Πράγμα, ξανθιά ιδιοκτήτρια μπαρ, λίγο παχουλή, λίγο…
Ιδιοκτήτρια του μπαρ «Η Σκάλα του Μωυσή», όπου υπήρχε λίγο απ’ όλα, από Φερνάν, από Φερέ που τραγουδούσε στο πιάνο, με τον σκύλο του και τις γκριμάτσες του, και με τη μικρή αμοιβή του
― Για πες, Λεό, δεν σ’ ενοχλεί που κερδίζεις λεφτά από τις ιδέες σου;
― Όχι, όπως δεν θα με ενοχλούσε να μην κερδίζω λεφτά από τις ιδέες μου, πάντα τις ίδιες, εδώ και μερικά χρόνια
Βλέπεις, η διαφορά ανάμεσα σ’ εμένα και τον κύριο Φορντ ή τον κύριο Φίατ είναι ότι ο Φορντ και ο Φίατ στέλνουν εργάτες στα εργοστάσια και κερδίζουν λεφτά απ’ αυτούς
Εγώ στέλνω τις ιδέες μου στον δρόμο και κερδίζω λεφτά απ’ αυτές. Σε ενοχλεί; Εμένα όχι! Αυτά!
Η κυρία Πράγμα, λίγο ξανθιά, λίγο…
Την κοίταζα πότε-πότε, καθώς τραγουδούσα, απέναντί μου, να μην της ξεφεύγει ούτε ένα, να μην της ξεφεύγει ούτε ένα από εκείνα τα δελτία παραγγελίας, και τα τζιν-φις, και τα ουίσκυ, τόσα και τόσα, και τους χυμούς λεμονιού τόσο… Και ο δικός μου χυμός λεμονιού;
Η κυρά-Πράγμα, λίγο ξανθιά, λίγο παχουλή, πάντα στην ώρα της, όπως
οι αληθινοί καλλιτέχνες, αυτοί που δουλεύουν, κι όπως εκείνοι που βάζουν τους καλλιτέχνες να δουλεύουν. Ασχολιόμουν με την αίθουσα. Ποτέ με τους πελάτες. Ο Αρκέλ, ο σκύλος μου, ερχόταν να με βρει όταν έκλεινα το πρόγραμμα με το «Παρισινό φλαμένκο».(3)
Ήταν το μοναδικό αληθινά ισπανικό πράγμα που είχα τότε. Έτυχε να είναι ένα εξόριστο σκυλί
Επέστρεφα κάθε βράδυ στο σπίτι με τον σκύλο διασχίζοντας το έρημο Παρίσι, μέσα από εκείνη την ελαφριά αχλύ που μένει αποβραδίς από το πέρασμα των αυτοκινήτων, εκείνη τη μυρωδιά των σύγχρονων καιρών που ανεβαίνει από τα βάθη του κάρτερ σας, φορώντας το πένθος απ’ τον καμένο σανό. Επέστρεφα κάθε βράδυ στο έρημο Παρίσι
Οι πουτάνες δεν μου την έπεφταν ποτέ. Ήξεραν ότι ήμουν ένα δημόσιο πρόσωπο, εκείνες, τα δημόσια κορίτσια…
― Έτσι λοιπόν, εκπορνευόμαστε, Φερέ;
Επέστρεφα κάθε βράδυ σ’ εκείνο το απαλό σπίτι όπου η βρύση έσταζε, μες στην κουζίνα που ήταν λίγο και μπάνιο, με τη λεκάνη της…
Συζούσα τότε με μια γυναίκα. Για αρκετό καιρό. Επίσης με προβλήματα φτώχειας, αναμονής στο τηλέφωνο ενός τηλεφωνήματος που δεν ερχόταν ποτέ. Όταν το τηλέφωνο χτυπάει πολύ συχνά, φροντίζουμε να απαντήσουμε ότι είτε είμαστε εκεί, είτε όχι Οι ανεπιθύμητοι δεν πιστεύουν ποτέ ότι σας ενοχλούν κι έτσι είστε ήσυχοι. Αδύνατον να είναι κανείς πιο κοινωνικοποιημένος, έτσι δεν είναι;
Κι έπειτα, οι προμήθειες, ο οδοντίατρος, τα λιγοστά πνευματικά δικαιώματα, λιγοστά…
Όταν δουλεύεις όπως θέλεις, τα παίρνεις όπως μπορείς
Πήγαινα να πληρωθώ πάντα αυτοπροσώπως, πάντα κάτω από χιλιάρικο
Σε μετρητά και μετά καρφί για ένα εστιατόριο σε μια καλή συνοικία.
Κι ύστερα κι ύστερα, οι αναμνήσεις στοιβάζονται. Ο γάμος υπονομεύει σιγά-σιγά
Είσαι πιστός από συνήθεια και τα χρόνια στοιβάζονται επίσης.
Οι αναμνήσεις, εξάλλου, είναι ένα συζητήσιμο παρόν. Είμαστε από το χθες, πάντα
Εγώ ζούσα στο αύριο κι αυτό δημιουργούσε τις παρεξηγήσεις
Ο καλλιτέχνης ζει πάντα στο αύριο, διαφορετικά είναι για το εργοστάσιο
Στο εργοστάσιο, το παρόν είναι ένα καθημερινό δώρο, ασταμάτητο, κουραστικό, αηδιαστικό
Μπορεί να σε απολύσουν, παίρνεις λοιπόν τα μέτρα σου για να διαμαρτυρηθείς γνωρίζοντας τις αιτίες και μέσα στη σιωπή μετά από τις επιστροφές στο σπίτι
Στο τραπέζι της δουλειάς, μπροστά στη λευκή σελίδα, ο καλλιτέχνης δεν είναι εκεί. Ζει αλλού, μακριά απ’ όλα, από το τηλέφωνο,
από τη σύντροφό του, από τα προβλήματα του
Η μοναξιά είναι θέμα υπολογιστή. Εγώ φτιάχνω τις διάτρητες κάρτες μου(4) μακριά από τους ηλίθιους και τις καθημερινές κοινοτοπίες
Με μισούν. Στα παλιά μoυ τα παπούτσια. Είμαι ένας διαφορετικός τύπος. Αυτό.
Ούτε θεό, ούτε αφέντη, ούτε γυναίκα, ούτε τίποτα, ούτε εγώ, ούτε αυτοί και Basta!
Υπάρχει ο έρωτας.. ίσως. Είναι μια λύση, μια λύση σε ένα πρόβλημα που παραμένει πρόβλημα. Οπότε… τίποτα
Μια λύση… Ένα πρόβλημα… Από ποιο ν’ αρχίσεις;
Δίνουμε και μας παίρνουν. Εκείνος που παίρνει έχει την εντύπωση ότι δίνει.
Βολέψου με αυτό αν μπορείς. Υπάρχει, πίσω από τα μάτια των ανθρώπων, μια ιδιωτική πολιτεία στην οποία δεν μπαίνει κανείς. Μια πολιτεία με όλη τη δυνατή άνεση που προσφέρει η φαντασία. Οι άνθρωποι που βλέπεις στο σπίτι σου είναι πρώτα απ’ όλα στο σπίτι τους. Δεν σε βλέπουν. Οχυρώνονται μέσα στην άμεση και πάντα σταθερή άμυνα του εαυτού τους. Φοβούνται. Είναι τρομεροί, οι άνθρωποι. Αυτοί που αποκαλείς «φίλοι μου» είναι πρώτα απ’ όλα άνθρωποι γεμάτοι από ένα «εγώ» που τους κρατάει σαν λουρί
Ο άνθρωπος είναι ένα self made dog
Ωστόσο, απευθύνεται στο κέντρο του κόσμου, και ο κόσμος είναι ο εαυτός του. Ιδρώνει, έχει μια ουρά(5) αλλά δεν χαμογελά με αυτή, όπως κάνουν οι σκύλοι. Αυτό είναι όλο και παραείναι.
Η φιλία είναι όπως το ενισχυμένο σκυρόδεμα: δεν ξέρουμε πόσο θα αντέξει στον χρόνο. Μου αρέσουν οι παλιές πέτρες. Δεν ιδρώνουν.
Ούτε θεό, ούτε αφέντη, ούτε γυναίκα, ούτε τίποτα, ούτε εγώ, ούτε αυτοί και Basta!
«Το Φράγμα»… τέλη του ’49… Παράξενοι ναυτικοί σ’ εκείνες τις αποβάθρες από εκτελωνισμένο νέον
Ήμουν ο πιανίστας και ο τραγουδιστής. Σ’ εκείνο το φράγμα όπου βούλιαξε η γαλέρα μου, ένα βράδυ, ανάμεσα σε μια βαρβαρότητα και μια άγνωστη από το Λονδίνο, και δυο ρομάντζες από φύκια, με μια κιθάρα κι έναν τσιγγάνο σκέτη ανορθογραφία… Άντε να καταλάβεις.
Κι εκείνος ο ιδιοκτήτης του μπαρ που με κατασκόπευε, πίσω από το ζουμ του, ένα ζουμ που το κότσαρε εκεί μπροστά, στο μέτωπο, ποτέ απέναντι
Ποτέ έστω λίγο πιο πάνω, λες και παρατηρούσε το άρρητο
Δεν είναι κι άσχημα, ένας τύπος με ιδρωμένο σβέρκο, που ιδρωκοπάει από μέσα του. Δεν βγαίνει ποτέ τίποτα προς τα έξω. Κάτι σαν τουαλέτα, δηλαδή! Που τα κρατάει όλα μέσα, που μεταφέρει, που αποδέχεται την κατάσταση του δοχείου
Η ψυχή ορισμένων ανθρώπων θα με εμποδίζει πάντα να πιστέψω ολοκληρωτικά στον Θεό
Ξέχασα τ’ όνομά του. Έτσι έχει μια ευκαιρία η κακή ανάμνηση.
― «Ε, Φερέ!» Καλημέρα, θυμάσαι; Εγώ είμαι, το σκουπίδι…
― Ποιος; Σκουπίδι; Για δες, υπάρχουν ακόμη τέτοιοι στον αιώνα μας;
Σας ζητώ συγνώμη, κύριε. Σε ό,τι με αφορά δεν γνωρίζω παρά μονάχα αγγέλους…
Ούτε θεό, ούτε αφέντη, ούτε αγγέλους, και Basta!
Πρέπει να σταματήσω να γράφω σε χαρτί. Να γράφω πάνω σε χωράφια αλφάλφας(6), πάνω σε χαρτονομίσματα Banque de France, πλαστά, πάνω στην κοιλιά κάποιων κοριτσιών των ιλουστρασιόν περιοδικών.
Γυρνώντας τη σελίδα θα μπορούμε να δούμε από κάτω τους. Τα girls, τα κοιτάζουμε ή τα επινοούμε. Κάτω από τα τριάντα είναι πιο λείες και είναι ακόμη κάπως παιδούλες. Μετά, τσαλακώνονται και τις πετάμε
Πρέπει ν’ αρχίσω να γράφω αλλού. Το βαρέθηκα το χαρτί!
Αυτό το ξυλόχαρτο που κάνει να τρίζουν και να κλαψουρίζουν τα δέντρα που έχω μέσα μου
Όποτε πριονίζουν ένα δέντρο με πονάνε η γάμπα μου και η λογοτεχνία. Τι φρίκη η λογόρροια! Να γράφεις παντού, στην πίσω όψη σου, στην καρδιά σου, στον νόμο μου, μες στο παντελόνι μου, όταν ακριβώς με κοιτάζεις και σου λέω ότι είμαι τρελός για σένα, για να κάνω να στάξει η άνοιξή σου τρέξε
Τρέξε, τρέξε, μικρούλα, μην ξεχνάς
Το τετράδιο αριθμητικής που χρησιμοποιώ, είναι σκέτη μιζέρια Προσπαθώ να τετραγωνίσω τις φτερούγες μου, τη δουλειά μου. Τζίφος η μέρα σήμερα στο κλαμπ των μεταφορών
Πρέπει η αθόρυβη πένα μου, η μικρή ευέλικτη γιαπωνέζα μου, να υποταχτεί σε μια πειθαρχία καθοδηγήτριας
Η μαύρη σημαία δεν είναι παρά άλλη μια σημαία!
Θα έπρεπε να μοιράσω στους συντρόφους ένα «Μανιφέστο περί Μεθόδου»
Κάτι χειροπιαστό, κάτι σαν από πολυεστέρα που δεν μουχλιάζει μέσα σε ένα στυλ γοτθικό που θα έψελνε ήσυχα κάλπικους θρήνους μπροστά στον Τοίχο των Κομουνάρων(7)
Στο παράθυρό μου θα μπορούσα να κρεμάσω ένα κόκκινο πανί, έτσι για να φαίνεται η καταγωγή μου. Ταμπούρλα επίσης και κρόταλα ικανά να σκεπάσουν με τις κραυγωδίες τους τα εκατομμύρια άλογα Παρίσι, Μιλάνο, Νέα Υόρκη and so on and so on
Στ’ ανοιχτά, άνθρωποι από τεργκάλ,(8)
boys από αλπακά, κοπέλες τζιναρισμένες στο μάξιμουμ, με αποκορύφωμα να σχεδιάζουν τις καταιγίδες του Γκεβάρα
Ο Τσε, ψόφιος, σταυρωμένος, σαπισμένος ήδη, ακόμη κι επάνω στις εικόνες σας
Ξεστηθωθείτε, Άνθρωποι, αν έχουν μείνει ακόμη κάποιοι, κι ελάτε να ζεσταθείτε στο μπεν-μαρί(9) της μεταφοράς μου, αυτής που αποκαλεί γάτα μια αναφορά και υδρορροή έναν παλιό σερβοκροάτικο σκοπό
Στ’ ανοιχτά! Φορέστε το ανταλλακτικό μονόκλ σας κι αλλάξτε εκ βάθρων
Καταφύγετε στις τραμουντάνες του Έρωτα, αντλείστε από ακορντεόν ρυθμικές πιο σίγουρες, πηγαίντε προς τα φρεάτια απορροής
Βουτήξτε σαν στο φεγγάρι με ράμφη κατσαρά… Ίσως να δείτε εκεί μέσα μια γουλιά μοναξιάς
Όταν κοιταζόμουν, εκείνον τον καιρό, σε ένα επίπεδο «πολύς δρόμος για μια κυρία», η Νύχτα, κάποιες φορές, η αντανάκλαση μια εικόνας μου έδινε τη λύση για το στυλ
Η μέθοδός είναι απλή: καθίστε ανακούρκουδα, στην πλατεία της Βαστίλης και φανταστείτε ότι είστε ένας φιδοφάγος.(10)
Θα διαπιστώσετε τότε ότι δεν υπάρχει καμία πιθανή μεταφορά όταν αποφυσικοποιείσαι, όταν δυσαναλύεσαι, όταν αντιχρονολογείσαι, όταν εντομοποιείσαι, όταν, αφού γίνεις μύγα, για να πιάσεις το πόστο σου σε κάποιο ονομαστό ξενοδοχείο όπου η ξεπέτα είναι αιματηρή ή στο Bidon’s City(11), τότε θα μπορέσετε να αισθανθείτε να εξυψώνεται η queen, και να βομβίζει, και να κλαψουρίζει, θα τη δείτε ακόμη και να το απολαμβάνει σε ορισμένα τελειώματα. Τότε, θα έχετε πετύχει τη μετάλλαξη που περιμένω από σας, χρυσόμυγες των λιβαδιών με τους σωσίες… Εγώ σας δημιούργησα
Διεύθυνα τότε φτηνά φαντάσματα, μόλις τα αγόραζα από κάτι φιλανθρωπικά στοκάδικα εξειδικευμένα σε διάφορα παράξενα αντικείμενα, σε έναν κάθε προέλευσης σχετικισμό
Είχα μια κάρτα που μου σφράγιζαν κάθε φορά. Ο υπάλληλος μου έλεγε:
― Λοιπόν, εντάξει, Φερέ; Κάνατε μια καλή αγορά σήμερα
Ένας φανοστάτη ικανός να αποκρυπτογραφεί και τις πιο διεστραμμένες ετυμολογίες.
Ένα κηροπήγιο με βραδινό φόρεμα
Ένα ξυπνητήρι-του-Θανάτου για την περίπτωση που θα ξεχάσουμε να επικαιροποιηθούμε
Ένας καμβάς τελευταίο μοντέλο για να πλέξουμε μια τεχνικολόρ(12) στοργή
Ένα ψαλίδι για να σμιλέψουμε το κυρίως θέμα ακόμη κι όταν το θέμα δεν κολλάει με τη σύνταξη
Ξενοδοχεία με συρματοπλέγματα μέσα από τα οποία θα κατουρούσα έτσι κι αλλιώς
Πιτσιρίκια με κομήτες και με φορητά σταχτοδοχεία, έτσι για να νοιώθουν άνετα με τον κίνδυνο να πληρώσουν με τη ζωή τους
Με τις ζωές τους τις τιμωρημένες με κενότητα και με καλυμμένα ταμπούρλα που χτυπάνε απαλά την καθημερινή σου ανάσταση
Όταν κοιμάμαι, είμαι νεκρός χωρίς μπύρα μόνο με μια Κόκα στο κομοδίνο
Διαβάζω ήχους παράξενους καθώς ο Λούντβιχ κλαψουρίζει σιγανά με τα χέρια του απλωμένα προς την Ενάτη Συμφωνία
Τα μπαχαρικά πάντα μου έκαιγαν τη γοητεία
Έχω έναν σκλάβο που βολτάρει ανάμεσα στο δέρμα και την περηφάνια
Η θάλασσα, στο σπίτι μου, στον δρόμο, μου ήταν κάτι εύκολο
Τη φώναζα, ερχόταν: με αφρισμένους κυματισμούς κάτω στο ισόγειο
Το νερό, αυτό το αεικίνητο γυαλί
Αυτό το κτήριο, αυτή η κινητικότητα
Αυτή η διαδικασία η υγρή
Με κάνει σαν ποντικό η ρυθμικότητα
Μου λέει να μείνω στη φατρία μου εκεί
Αναμασώντας φρέσκες πρασινάδες
Κάτω από τα χιόνια την άνοιξη αυτή
Να κρατάω μέτρο σωστό στις κρυάδες
Και τι θα έφτιαχνα, μα το Θεό;
Αν όχι πουλόβερ κοπιαστικά
Αν όχι μια αφαίρεση στο βλέμμα μου αυτό
Όπως όταν ανεβαίνω της σκηνής τα σκαλιά
Κάτω από κατσαρόλες κίβδηλες
Κάτω από παπαγάλους και κάτω από κρυψώνες
Με το παντελόνι μου γεμάτο πιτσιλιές μαβιές
Και μια ύποπτη ζωή κάτω από λεκιασμένους κυκεώνες
Η μνήμη και η θάλασσα…
Το κορμί σου είναι ένα βάζο κλειστό
Είναι φορές που μου θυμίζει πιθάρι
Σαν βυθισμένο βαθιά μες στο νερό
Που περιμένει τον βουτηχτή για το μαργαριτάρι
Τα κοσμήματά σου, το σιτάρι σου, η θέλησή σου
Το σχέδιο από τα τρελά σου τα λιβάδια
Τ’ άλογά μου που έρχονται κάτω από τη σκεπή σου
Στα βάθη της θάλασσας όταν τα καλείς τα βράδια
Το αρμόνιό μου που μιμείται τη φωνή σου
Η καμπαρντίνα μου πάνω στα βρογχικά σου
Η αλφαβήτα μου για να πιστέψεις
Ότι είμαι ακόμη εδώ όταν με διώχνεις μακριά σου…
Η μνήμη και η θάλασσα…
Αυτή η θάλασσα η γοητευτική, η καθαρή, η κυνική… Αυτή η ήσυχη στέγη, όπως έλεγε ο άλλος… Αυτό το κινούμενο δράμα σαν προσβολή της φύσης, όταν βουτάω μέσα, νοερά, χάνομαι, κι εγώ, και το κουράγιο μυ, και το πάθος μου, και η μουσική μου
Με τη βοήθεια του ανέμου κρατάει καλά. Προσκυνάει αυτός ο άνεμος ο κατεργάρης για φιλιά και χάδια…
Εξήντα οχτώ, εξήντα οχτώ, εξήντα οχτώ!
Η ευγενής παρένθεση του ημερολογίου
Δεν θες να σου πω και πώς και γιατί γράφω τραγούδια, ε; Λοιπόν, να πώς το κάνω!
Το χέρι μου πάνω στα πλήκτρα του πιάνου είναι συνδεδεμένο με ένα καλώδιο. Είμαι σε «υπαγόρευση»
Έχω ένα μαγνητόφωνο μες στην απόγνωση που με κατατρώει και που γυρίζει γυρίζει και δεν σταματάει
Αντιγράφω λοιπόν τη φωνή που φτάνει από εκεί πέρα, δεν ξέρω από πού,
και που την αναγνωρίζω κάθε φορά. Είναι σαν ένα κλικ που ξεκινάει τη διαδικασία
Είμαι το φερέφωνο ενός χαμένου κόσμου, που για μένα είναι παρόν, ενός κόσμου στον οποίο δεν έχετε μπει, επειδή άπαξ και μπεις, σε αυτόν τον κόσμο, σε πιάνει ίλιγγος και γίνεσαι ανέκδοτος. Το συκώτι σου, τα πνευμόνια σου, τα γεννητικά σου όργανα, όλα αυτά είναι δικά σου. Το κεφάλι σου, όχι. Αν είσαι τρελός, τότε έλα να σ’ αγκαλιάσω. Σ’ αγαπώ!
Εξήντα οχτώ. Εξήντα οχτώ. Εξήντα οχτώ!
Υπάρχουν αριθμοί που με πονάνε στον υποβολέα μου. Εξήντα οχτώ… Αδιαφορεί ο υποβολέας μου, τον γνωρίζει αυτόν τον αριθμό. Τον έπαιξε, όπως παίζουμε μια παρτίδα χαρτιά. Στις μέρες μας τα χαρτιά είναι μπερδεμένα. Δεν υπάρχει πλέον τίποτα, πέρα από μια συναισθηματική δικτατορία που σας βολεύει και σας αποκοιμίζει, καθώς οι άλλοι αγρυπνούν
Είστε πραγματικά μαλάκες και δυστυχισμένοι. Ή αλλιώς, ψόφα χωρικέ, ψόφα και διέσχισε τον δρόμο, με τους θεούς σου, με τους αφέντες σου, με τις παντόφλες και με τα τσιγάρα σου
Εξήντα οχτώ, εξήντα οχτώ, εξήντα οχτώ, εξήντα οχτώ, κυρία Μιζέρια
«Μιζέρια» ήταν το όνομα της σκύλας μου που είχε τρία πόδια…
«Το στυλ σου είναι ο κώλος σου»,(13) ε ναι,… όταν έχει στυλ! Αυτό δεν διαρκεί πολύ. Ένας κώλος δεν είναι δα και για το Μουσείο Ουφίτσι.(14)
Ένας κώλος, αργά ή γρήγορα, συνοφρυώνεται και κρύβεται. Καλύτερα γρήγορα παρά αργά.
Τι μαλακία!
Ούτε θεό, ούτε αφέντη, ούτε εσύ, ούτε αυτοί, ούτε κώλοι, ούτε τίποτα!
Εξήντα οχτώ εβδομήντα τρία, non-stop!
Είμαι από έναν άλλο κόσμο και το γνώριζες καλά αυτό
Ω, εσύ, που από καιρό σε καιρό με κοίταζες και με άκουγες
Μου φέρνεις το γεγονός μιας στιγμής δυστυχίας
Ψιχαλίζω ξαφνικά με τον πόνο μου στον αέρα
Εμπρός, μικρέ, τα πουλιά φεύγουν πλάγια αυτόν τον χειμώνα
Εξήντα, οχτώ, εβδομήντα τρία, non-stop!
Η ζωή του καλλιτέχνη… Είναι δύσκολο να μην είναι δύσκολη, ε;
Υπήρχαν πολλοί λόγοι
Άρχισε από ένα τίποτα και άρον-άρον, στην οδό des Écoles και στη Maubert-Mutualité,(15)
understand;
Οι μαύρες σημαίες και τα φιλαράκια και το καλοκαίρι του εξήντα οχτώ κι έπειτα οι αναρχικοί
Πού αυτό;
Η μιζέρια της Ναντέρ(16) και η μιζέρια των αγγέλων
Μου την πετάς τη μιζέρια σου;
Υπογράφω από τώρα με τον καφέ μου με έξτρα γάλα
Ζούσα μέσα στην έξαψη της μαλακίας μας
Της πολύ μεγάλης, της πολύ υψηλής
Και είμαι μόνος απόψε απέναντι σε έναν ανταριασμένο ουρανό
Non-stop με τις μπουρμπουλήθρες στο κεφάλι μου
Δύσκολο να περιγράψει κανείς αυτές τις μπουρμπουλήθρες ακόμη και στον νευρολόγο…
Δεν έχετε καταλάβει τίποτα, ούτε εσύ, ούτε εκείνος, ούτε εκείνοι, ούτε τίποτα
Understand?
Όταν σκέφτομαι ότι σας σκεφτόμουν σαν ένα αγνό γιλέκο
Αυτό το μετάξι, το προαισθάνομαι πάντα σαν ένα λιθόστρωτο πεπρωμένο
Είχατε εκείνη τη σίγουρη ευφυία
Που γνωρίζει καλά τον εαυτό της
Και που καμακώνει τη νύχτα των μεγάλων συγγραφέων
Για να σιγουρευτεί για την ορθοδοξία της
Τα χέρια… Α! Τα χέρια…
Με φοβίζουν, αυτά τα απλωμένα χέρια τα συνοφρυωμένα τα προκατειλημμένα
Είχατε τα χέρια σκασμένα από πίκρα
Από αυτή την πίκρα που βγάζουμε ήρεμα σε περίπατο, χωρίς να χρωστάμε τίποτα σε κανέναν
Με αυτά τα λάθη έκφρασης και σύνταξης που μου έχουν γίνει ανυπόφορα
Κι έπειτα αυτή η κουλτούρα που ξεχείλιζε από τα τεφτέρια σας
Ξέχνα λοιπόν, σύντροφε. Ξέχνα αυτά τα δειλινά πηχτά σαν σινικό μελάνι
Ξέχνα τα μάτια driven από το βλέμμα πέρα εκεί
Drive τον εαυτό σου άνετα στα φρικτά προάστια όπου όλα είναι καλά
Όπου το μέλλον ανήκει στους χτυπημένους που χτυπάνε κάρτα
Ξεριζώσου απαλά από τη μεταλλική μουσική αυτού του Παρισιού που σας λείπει μόλις αλλάξετε γνώμη
Δεν είστε παρά Παριζιάνοι, Παριζιάνοι!
Εξήντα οχτώ, εξήντα οχτώ, non-stop!
Το μεγάλο δράμα των μοναχικών είναι ότι βολεύονται πάντα ώστε να μην είναι μόνοι.
Το έχω πει
Το έχω γράψει
Το έχω ξαναπεί
Το έχω ξαναγράψει
Τώρα προσέχω. Πληρώνω ανθρώπους για βασικά θελήματα και δεν τρώω πλέον παρέα μαζί τους
Έχω κρατήσει τον πρώτο λογαριασμό του εστιατορίου όπου έφαγα μόνος αυτό το καλοκαίρι
Τον κορνιζάρισα και τον δείχνω στον γιο μου που είναι τρεισήμισι χρονών
Του τον δείχνω κάθε μέρα. Είναι η γκραβούρα του δικού μου Μάη του ’68. Ο καθένας έχει τον Μάη του ’68 που μπορεί!
Όποτε οι άνθρωποι αρχίζουν να κρύβουν κάποιον υστερόβουλο λογισμό πίσω από τα μάτια τους γίνονται λογιστές!
Τι κάνω εγώ εδώ, τέτοια ώρα, περιμένοντας κι εγώ δεν ξέρω ποιο τηλεφώνημα, δίνοντάς μου μια φωνή, κάπου, κάτι το αδερφικό, το ανυπότακτο, κάτι το έτσι για ευχαρίστηση, για το τίποτα, δάκρυα έχω πολλά θέλεις λίγα; Για ποιον λόγο τελικά; Σιγά το πράγμα!
Η σιωπή, αυτή δεν τηλεφωνεί ποτέ, και καλά κάνει, καλά κάνει
Η ζωή κρέμεται από ένα μικρό αγγείο στον εγκέφαλο, που μπορεί να κλατάρει κάθε στιγμή, όταν κάνεις έρωτα, όταν ονειροπολείς,
όταν βαριέσαι, όταν αναρωτιέσαι γιατί βαριέσαι.
Θα πρέπει κάποτε να πάρω αποστάσεις και να πω, σε όποιον θελήσει να με ακούσει το στυλ της σκέψης μου και της ζωής μου και
να αναδυθώ απαλά από τα βάθη του έτους δέκα χιλιάδες…
Είμαι το κάρτερ ενός παλιού Hispano Suiza(17)
Μια πρώτη σύζυγος: έξι χρόνια γραφειοκρατικού αλαλούμ
Μια δεύτερη σύζυγος: δεκαοχτώ χρόνια γραφειοκρατικού αλαλούμ
Δεν με συναντούν πια παρά μόνο δημοσίως, ξέρουν, με γνωρίζουν
Εγώ δεν τις συναντώ δημοσίως
Αν τύχει να τις συναντήσω, τότε… τότε…
Οι ρυτίδες, συνηθίζονται σιγά-σιγά. Το ξέρω
Τα γεράματα είναι κάτι σαν γροθιά στα μούτρα
Μετά από τα τριάντα, άντε… άντε πάτε να γαμηθείτε!
Εγώ είμαι εκατό χιλιάδων χρόνων. Δεν είναι το ίδιο. Είμαι νεκρός με αναστολή και σας κοιτάζω
Αναρωτιέται κανείς γιατί στο διάολο διπλασιαζόμαστε
Δυο καρδιές, δυο συκώτια, τέσσερα νεφρά… Παρ’ όλο που είμαι μόνος καταφέρνω να κατουράω
Το ζευγάρι; Αυτός είναι ο εχθρός!
«Ξέρεις, σ’ αγαπούσα πολύ»(18)…
Οι αναμνήσεις πακετάρονται αρνητικά
Η αρνητική μνήμη είναι ένας τρόπος να θυμόμαστε από την ανάποδη, είναι πιο βολικό
Οι σκιές διαβαίνουν, λίγο γκριζαρισμένες
Θυμίζουν γκραβούρες γεμάτες φακίδες, χωρίς ενδείξεις ταλέντου που να ξεπερνούν το άπλωμα του μελανιού
Οι αναμνήσεις δεν έχουν ταλέντο, φυτοζωούν σε μια γωνιά του εγκεφάλου, μια μάζα από κύτταρα που πλήττει και που χάνει την έντασή της, σαν μια μπαταρία
Από πού τροφοδοτείται; Το θέμα είναι επείγον! Το πιπέρι, το γνήσιο, είναι πάντα αυτό που προσθέτουμε
Μια επινοημένη γυναίκα δεν απογοητεύει ποτέ. Μόνο που χρειάζεται να την αλλάζουμε συνέχεια
Η διαρκής επινόηση, όλα, οι δαντέλες, η γνώση, όλα στα μέσα του μέσα
Ο ερωτισμός, είναι πράγματι στο μυαλό…
Αλλά και πάλι, όχι και τόσο…
Μια φούστα, ένας τυχαίος κώλος και τα λοιπά…
Τα καλσόν… Είναι σκέτη απαξίωση
Χρειάζεται να τις ξεσκίσω, αυτές τις νημάτινες πανοπλίες
Η γυναίκα με καλσόν που πάει στον πόλεμο, όπως στον Μεσαίωνα…
Τι φρίκη, τι απαγόρευση εισόδου σ’ έναν κήπο με λουλούδια…
Να βολτάρεις με χίλια με ένα μάξι πιπίνι, κατά μήκος του ποταμού, ένα πιπίνι περικυκλωμένο από ειλημμένες ιδέες
Και να μην υπάρχει τρόπος να του χαϊδέψεις λίγο το μουνάκι! Είναι στ’ αλήθεια σκέτη αηδία η δημόσια αιδώς!
Η Κόλαση; Ένας τρόπος να βλέπεις τα πράγματα και ν’ αφήνεσαι να σε βλέπουν
Ούτε θεό, ούτε αφέντη, ούτε έρωτα, ούτε καλσόν
Κάλτσες ναι, από εκείνες που δείχνουν και λίγο λευκό που παραπέμπει σε μια ιδιαίτερη γεωμετρία
Λίγο από εκείνο το λευκό που κάποιες φορές τείνει προς τη δυστυχία κι ύστερα η αγωνία αυτού που έχουμε ξαναδεί, που έχουμε ξαναπάρει
Ξέρω από πάντα ότι δεν είσαι δική μου
Τίποτα δεν είναι δικό μου παρά μόνο η ψευδαίσθηση κι αυτό ακόμη παίζεται! Την επινοώ τόσο πολύ, αυτή την ψευδαίσθηση
Όταν τη συναντώ, την ψευδαίσθηση, μου είναι ήδη παλιά και τσαλακωμένη
Γεια! Μικρή μου συντρόφισσα, γεια!
Τις ψευδαισθήσεις μου, τις τακτοποιώ, όταν δεν έχω διάθεση να τους μιλήσω και να τους πω ότι δεν είναι εδώ επειδή έτσι συνηθίζεται
Γίνονται αμφισβητούμενες οι αναμνήσεις μου
Ο νερόμυλος της Πέσια(19)
Το χαρτί
Η μυρωδιά
Εκείνος ο τύπος που πακετάριζε
Εκείνη η μηχανή που χτυπάνε τις κάρτες, εκεί κάτω
Αυτός ο ήλιος του Μάρτη κι αυτή η αχλή σαν προοίμιο μιας ωραίας μέρας που προετοιμάζεται, που μακιγιάρεται με σύννεφα διακριτικά και υποσχόμενα όμορφους κυματισμούς ουρανού μέσα σε αυτό το περιπετειώδες γαλάζιο και που αλλάζει όπως αλλάζει η ζωή σου κάθε στιγμή, κάθε χιλιοστό του δευτερολέπτου, εσύ που γερνάς στο δικό μου πέρασμα και που πιστεύω σ’ εσένα, γράφοντάς σε, υπαγορεύοντάς σε, αυτοσχεδιάζοντάς σε επίσης, σαν μουσική Μαύρης Λειτουργίας, αυτό το κουβούκλιο διοδίων με αυτόν τον τύπο με μηνιάτικο που αδιαφορεί.
Άρωμα Caron από μια άσφαλτο που μπερδεύει, κοντέρ μέτρησης της ταραχής και της πλήξης
Αυτά τα αφηρημένα δυστυχήματα που επινοώ τυχαία με τα εκατόν πενήντα την ώρα πατημένα
Αυτή η επιστροφή στο γαλάζιο κι αυτός ο τρόπος να είσαι εκτός αιώνος παρ’ όλο που κυλάς μαζί του
Αυτή η κάθοδος προς τα σκυλιά και προς τα κοπαδιαστά τους λόγια
Αυτή η φραγκόκοτα που παίρνει τον δρόμο και η μαγειρική μανία μου καθώς μυρίζω το νερό στην κατσαρόλα και δένομαι με αυτή τη φτερωτή απόγνωση, με τα πουλιά που παγιδεύονται μέσα σε άπληστα κασόνια
Κι όλο αυτό το σκατένιο μηδέν που φτάνει στις μπριζόλες μου
Αυτός ο ιδιαίτερος Ποινικός Κώδικας τον οποίο θα έπρεπε να μπορούμε να διαβάζουμε σε υποσημειώσεις στο κάτω μέρος των βιβλίων μαγειρικής
Αυτή η βραδιά μετά από τις άλλες
Αυτή η μηχανή που τόσο και τόσο δακτυλογραφεί
Αυτές οι κραυγές οι χαμένες κάπου και που δεν τις ακούω και που ξαναβρίσκουν μια καρδιά που αιμορραγεί
Αυτό το ψωμί σικάλεως που αντιστέκεται στα δόντια του πριονωτού μαχαιριού
Τα βιομηχανοποιημένα προϊόντα που υποφέρουν μέσα από εκείνον που τα έφτιαξε
Κι αυτά τα πράγματα που υποφέρουν στην ιδέα εκείνου που τα κοιτάζει
Αυτό το πιάνο, το παλιό μου σπίτι, το παλιά δικό μου, κι αυτή η υγρή ντροπή, τα αγγίγματα που ξεκόλλησαν και τα δάκρυα που μου
έρχονταν μέσα από έναν καημό του Τσέρνι(20) και του Ντεμπισί επίσης
Αυτή η τρομερή περιπέτεια που ξεκοκάλισε το πιάνο μου περιμένοντας να μας το κόψουν στα δυο για να πάρει ο καθένας το μερτικό του… Το μισό
Αλλά η μισή μουσική μου; Το μισό κεφάλι μου; Το μισό από το εξόριστο συναίσθημά μου;
Ο Ποινικός Κώδικας σε κόμικς που μοιράζεται σε απροσάρμοστους ηλίθιους
Αυτό το νυχτερινό άρωμα ίδιο με κομμάτι για πιάνο του Ντεμπισί παιγμένο από τον Γκίζεκινγκ(21)
Αυτό το πάθος να παθιάζεις όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω σου
Τους υποσχεθέντες λύκους
Τις gufi(22)
Τις αράχνες τις σχεδιασμένες με τους ιστούς του πάνω σε αυτόν τον κουμπαρά γκάτζετ με το πτώμα του το βαμμένο πράσινο που
σε χαιρετά
Αυτή η επιθυμία να διαβώ γρήγορα, πολύ γρήγορα κι ωστόσο μετά να καθυστερήσω πάνω στο ζωολόγιο της καλής μου
Η πηγή και η καταβόθρα
Εξαρτάται από τον περίγυρο
Τα σκυλιά είναι όπως οι άνθρωποι: με ένα κόκαλο γρυλίζουν!
Ούτε θεός, ούτε αφέντη, ούτε καλή, ούτε ζωολόγιο, ούτε άνθρωποι, ούτε κόκαλα.
Η μοναξιά είναι μια ιδιαίτερη διαμόρφωση του τυπά: ένας μεγάλος λεκές ίσκιου για έναν λογοτεχνικό ήλιο
Η μοναξιά είναι κι αυτή θέμα φαντασίας
Είναι ο θόρυβος μιας γραφομηχανής
Θα ήθελα επίσης να έγραφα πάνω σε πουλιά που κελαηδούν μες στα χειμωνιάτικα πρωινά
Έχω ραντεβού με σκατένια φαντάσματα
Τις αργίες, τα καταριέμαι, όπως κι αυτό το κόλπο με τα γλειφιτζούρια που δίνουν στους φτωχούς για να τα γλείφουν και που συναινούν σε αυτό και μετά τη Δευτέρα επιστρέφουν στα μηχανήματα που χτυπάνε κάρτα
Βλέπω καταιγίδες μέσα σε αυτόν τον χειμωνιάτικο ουρανό που μόλις ξεμυτίζει
Ο ήλιος, όταν ανατέλλει, δεν κάνει τον παραμικρό θόρυβο καθώς κατεβαίνει από το κρεβάτι του. Δεν πάει στο γραφείο του, ούτε σουλατσάρει στο Faubourg Saint-Honoré(23), κι αν τύχει και σουλατσάρει εκεί, όλοι οι άνθρωποι φωτίζονται. Εμένα μου λες! Ούτε τίποτα από αυτά τα συνηθισμένα πράγματα που κάνουν οι άνθρωποι είτε είναι υψηλά είτε λιμνάζουν στο συνδικάτο. Ο ήλιος, όταν ανατέλλει, ενοχλεί τρομερά εκείνους που πάνε για ύπνο νωρίς το πρωί
Όσο για εκείνους που ξυπνάνε τότε, κουβαλάνε τον ήλιο μαζί τους, μέσα στα τρανζίστορ τους
Ο σκύλος μου κοιμάται κάτω από τη γραφομηχανή μου. Ο ήλιος του, είμαι εγώ
Ο ήλιος του δεν δύει ποτέ… Κοιμάται λοιπόν με το ένα μάτι του ανοιχτό
Γι’ αυτό οι λύκοι ουρλιάζουν στο φεγγάρι. Ξεγελιούνται από τη μέρα
Τα φυτά; Οι πουτάνες; Τα αυτοκίνητα;
Κι εκείνο το αυτοκίνητο που ξεχείλιζε… Ήταν τρομερό… Γέλια που κάναμε!
Και σήμερα ονειρεύομαι ένα αυτοκίνητο μονοθέσιο
Κι εκείνα τα καυσόξυλα που πάγωναν σε χειμωνιάτικες στοίβες περιμένοντας την πυρκαγιά μου
Θα σας φέρω ζώα που διασώθηκαν, με την αθωότητα να τρέχει από τα χείλη και τα μάτια τους
Θα φάω μαζί τους, απ’ όλα, από τίποτα
Θα τσουγκρίσω μαζί τους το ποτήρι της φιλίας κι ύστερα θα φύγω για μια χώρα που δεν θα δέχεται τους ανεπιθύμητους
Σχεδόν όλους
Είμαι ένα νυχτοπούλι που τρώει ποντίκια
Είμαι ένα καράβι ξεκοιλιασμένο από μια κουκουβάγια-Μπόινγκ
Είμαι ένα πετρελαιοφόρο, ένας πετρελαιάς γιρλάντων και μιας παλίρροιας μάλλον μαύρης όπως τα ρούχα μου, και λίγο κόκκινης επίσης, όπως η καρδιά μου
Μου αρέσουν η πολλαπλότητα, η πολλαπλότητα, τα σκυλιά, τα νυχτοπούλια, οι φρικαλεότητες! Η πολλαπλότητα, τα σκυλιά, τα νυχτοπούλια, οι φρικαλεότητες!
Εξήντα οχτώ, εβδομήντα τρία, non-stop!
Στην πόλη γίνεται γιορτή. Κοπιάστε. Σε προσκαλώ να πιείς
Για τη δυστυχία μου, για τα μαλλιά μου, για τους γονείς μου, για τα αεροπλάνα-νυχτοπούλια μου
Όπως το επτακόσια σαράντα επτά
Το επτακόσια σαράντα επτά, σας το λέω, όλες αυτές οι οχυρώσεις θα πάνε να μηρυκάσουν νήματα από λινάτσα
Σκοτάδια και σιγομαγειρεμένο αίμα σε παράξενα μέρη
Σε μέρη όπως στ’ αριστερά εκείνου του κατεργάρη για τον οποίο αποφασίσατε ότι εγώ είμαι ο πατενταρισμένος νταβατζής του,
αναποφάσιστος, επιπόλαιος, κι αιωνόβιος
Μην παίρνεις ποτέ τον λογαριασμό που δίνεις
Σας δίνω τους λογαριασμούς που ποτέ δεν είχα
Που μου λογαριάσατε, δεόντως, επακριβώς
Τις εξισώσεις πάνω στους έξτρα πόντους, μιλάμε για πολύ πλάκα
Αυτό το τραγούδι που τόσο πολύ με καταθλίβει
Και που δεν θα σας τραγουδήσω ποτέ
Δεν έχω πια φωνή για σας, δεν έχω, δεν έχω, δεν έχω!
Εξήντα οχτώ, εβδομήντα τρία, non-stop!
Σαν ένα ιστιοφόρο που πλέει για τον Νότο
Σε αυτοκινητόδρομο και τροχήλατα ιστιοφόρα
Ρίξε μου είκοσι λίτρα, σύντροφε!
Κατεβαίνω στα κοντινά προάστια
Σ’ εκείνα που είναι κοντά στο δέκατο πέμπτο δημοτικό διαμέρισμα you see?
Αυτό το προάστιο της δικής μου ήττας και της δικής σας αρετής, σύντροφοι
Πηγαίντε εκεί, το αίμα δεν είναι πρώτη είδηση, το αίμα των φανοστατών που αριστερίζουν
Μέσα στα ατσάλια του Ορλί(24) απ’ όπου πετάω
Προς τα πού;
Μάντεψε!
Γνωρίζω κάποιους μπαγαπόντηδες γεμάτους χρήμα κουδουνιστό που κουδουνίζουν μέσα στα μελαγχολικά βραδινά του Παρισιού
Όταν απογειώνομαι και όταν δολοφονείς αυτό το μικρό παιδί
Αυτό το παιδί της δυστυχίας στο οποίο κάνω νοήματα
Και που ύστερα με κοιτάζει, μέσα απ’ το σμαραγδί νερό των όμορφων ματιών του
Α, αυτό το πάθος της αντίθεσης σκότους-φωτός πάνω στα μεσονύκτια
Τότε που πηγαίναμε προς τους αντικατοπτρισμούς και προς τα μπικικίνια της Σαρακοστής!
Είμαι perhaps, perhaps, ίσως, magari(25)
Κι εσύ, κι εκείνος, κι εσείς, κι εκείνη
Εκείνες… Έχουν όλες τους μια ουλή που μας πληγώνει
Έχουν όλες τους ένα ανάμεσα-στα-δυο πάνω στο οποίο ξερνάω
Πάμε, πάμε!
Εξήντα οκτώ, αυτή η κόκκινη και ιριδίζουσα παλίρροια
Το δέκα σαν ένα υποταγμένο νούμερο
Η δέκα του μήνα Μάη εκείνου του έτους εξήντα οκτώ
Non-stop στο σταυροδρόμι. Είσαι παλαβός κι ακολουθώ έναν κομήτη
Non-stop. Ω, η τρυφερότητα αυτών των επινοημένων βραδινών, αυτών των βραδινών δίχως ώρα, δίχως συντροφιά, μες στον αιώνα που βρoμάει από αστέρια
Non-stop σε μια φυσαλίδα ίδια με αιχμηρή ιδέα
Έχω την εφεύρεση που χρειάζεται για να με τραβήξει έξω από τις προσβολές σας
Η απόλυτη προσβολή είναι αυτή η χειραψία που έχει κατά νου μια κρεμάλα
Και το χαμόγελο, το χαμόγελο, σύντροφε
Το χαμόγελο, είναι ο φόβος που λογίζεται προκαταβολικά
Το χαμόγελο, είναι μια προαίσθηση της μεταθανάτιας κατάστασης
Είναι κάτι σαν την τρυφερότητα των ανυπότακτων
Αυτό το χαμόγελο, έλα τώρα!
Τι είναι το χαμόγελο μέσα στο κεφάλι, ίδιο με έξυπνη ρυτίδα;
Όταν οι ρυτίδες αρχίζουν να κάνουν τις έξυπνες, είναι αυτό που κάνει τον κόσμο κλειστό
Ούτε θεό, ούτε αφέντη, ούτε κώδικα, ούτε τίποτα!
Έτσι δεν είναι, μάγκα;
[1973]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Αμερικανική πολυεθνική εταιρεία τροφίμων.
(2) Μάρκα εσωρούχων πολυτελείας.
(3) Γνωστό τραγούδι του Φερέ.
(4) Σύστημα με το οποίο λειτουργούσαν οι πρώτοι ηλεκτρονικοί υπολογιστές.
(5) Αμετάφραστο λογοπαίγνιο: στα γαλλικά η λέξη «queue» σημαίνει επί λέξει «ουρά» και μεταφορικά «πέος».
(6) Η μηδική ή πολυετές τριφύλλι, είναι ανθοφόρο φυτό της οικογένειας των ψυχανθών, που ευδοκιμεί στις μεσογειακές χώρες.
(7) Το «Τείχος των Κομμουνάρων», στο νεκροταφείο Père Lachaise, είναι το σημείο όπου 147 αναρχικοί επαναστάτες εκτελέστηκαν, στις 28 Μαΐου 1871,
κατά τη διάρκεια της αιματηρής καταστολής της Παρισινής Κομμούνας.
(8) Ύφασμα από συνθετικές ίνες το οποίο δεν τσαλακώνει, πολύ δημοφιλές κατά τις δεκαετίες 1960 και 1970.
(9) Τρόπος έμμεσης θέρμανσης κάποιου υλικού μαγειρικής με εμβάπτιση του δοχείου μέσα σε ένα άλλο με νερό που θερμαίνεται.
(10) Πτηνό της οικογένειας των γερακοειδών που τρέφεται κυρίως με φίδια.
(11) Αγγλογαλλικό λογοπαίγνιο του Φερέ: bidon στα γαλλικά σημαίνει «δοχείο» αλλά χρησιμοποιείται και μεταφορικά για κάτι ψεύτικο («c’est du bidon»: «είναι μάπα, μούφα»).
(12) Technicolor, τεχνική παραγωγής έγχρωμων ταινιών, που επινοήθηκε το 1916.
(13) Γνωστό τραγούδι του Φερέ.
(14) Ανάκτορο της Φλωρεντίας, που στεγάζει ένα από τα παλαιότερα μουσεία - πινακοθήκες στον κόσμο.
(15) Σταθμός του παρισινού μετρό.
(16) Αναφορά στο Πανεπιστήμιο τα Ναντέρ απ’ όπου ξεκίνησε η μεγάλη φοιτητική εξέγερση του Μάη του ’68 στη Γαλλία.
(17) Μάρκα πολυτελούς αυτοκινήτου.
(18) Γνωστό τραγούδι του Φερέ.
(19) Αναφορά στους νερόμυλους των εργαστηρίων παραγωγής ενός φημισμένου χειροποίητου και ποιοτικού χαρτιού από βαμβάκι, στην Πέσια της
Τοσκάνης.
(20) Καρλ Τσέρνι (1791-1857), Αυστριακός πιανίστας και συνθέτης.
(21) Βάλτερ Γκίζεκινγκ (1895-1956), Γαλλογερμανός πιανίστας και συνθέτης.
(22) Πληθυντικός του ιταλικού «gufo», «κουκουβάγια».
(23) Αριστοκρατικός δρόμος του Παρισιού.
(24) Αεροδρόμιο του Παρισιού.
(25) «Ίσως» στα ιταλικά.