Όλες οι φωτιές η φωτιά

ΧΟΥΛΙΟ ΚΟΡΤΑΣΑΡ


Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης

«Κάπου κάπου εμφανιζόταν ένας ξένος, κάποιος που ελισσόταν ανάμεσα στ’ αυτοκίνητα ερχόμενος απ’ την άλλη πλευρά του αυτοκινητόδρομου ή από τις εξωτερικές σειρές της δεξιάς κι έφερνε κάποια είδηση, πιθανότατα ανακριβή, που ταξίδευε από αυτοκίνητο σε αυτοκίνητο κατά μήκος πυρωμένων χιλιομέτρων. Ο ξένος απολάμβανε την εντύπωση που προκαλούσε, τον κρότο από τις πόρτες που άνοιγαν όταν οι επιβάτες έσπευδαν να σχολιάσουν την είδηση, αλλά μετά από λίγο ακουγόταν κάποια κόρνα ή κάποια μίζα, και τότε ο ξένος το ’βαζε στα πόδια, και τον έβλεπες να κάνει ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στ’ αυτοκίνητα ώσπου να φτάσει στο δικό του και να σωθεί απ’ τη δίκαιη οργή των άλλων.» Πιστεύοντας ότι τα πιο βασικά στοιχεία που διακρίνουν το ρεαλιστικό από το φανταστικό είναι η υπερβολή και το —εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον— παράλογο, δυσκολεύομαι (αν δεν αδυνατώ κιόλας) να βρω συγγραφέα που να τα χειρίζεται τόσο λεπτοτεχνικά, τόσο «αθόρυβα», τόσο κομψά και, κυρίως, τόσο πειστικά. Δεν μπορώ να φανταστώ άλλον συγγραφέα που δε θα προσέβαλλε τη λογική μου μ’ ένα διήγημα όπως το πρώτο αυτής της συλλογής («Ο Αυτοκινητόδρομος του Νότου»), με την εξωφρενική χρονική παράταση μιας κυκλοφοριακής συμφόρησης, η οποία, όμως, εδώ, χάρη στην απαράμιλλη πένα αυτού του μοναδικού (και μοναχικού) στιλίστα, εκβάλλει με θαυμαστή αληθοφάνεια σε μια εξαίσια αλληγορία για τη δημιουργία, την οργάνωση και την ορθονόμηση των ανθρώπινων κοινωνιών.
Αχιλλέας Κυριακίδης

Ο Χούλιο Κορτάσαρ (Βρυξέλλες 1914-Παρίσι 1984) είναι μείζων αργεντινός συγγραφέας, μαζί με τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες και τον Ερνέστο Σάμπατο, και ασφαλώς ο σημαντικότερος της νοτιο-αμερικανικής διασποράς. Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα (το Κουτσό θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα του 20ού αιώνα), ποιήματα, δοκίμια και θεατρικά έργα. Από τις εκδόσεις opera κυκλοφορούν τα βιβλία του: Κουτσό, Κάποιος Λούκας, Πόσο αγαπάμε την Γκλέντα, Μαθήματα λογοτεχνίας, Ζωολόγιο

Τα παλιοκόριτσα

ΚΑΜΙΛΑ ΣΟΣΑ ΒΙΓΙΑΔΑ


Μετάφραση:Αχιλλέας Κυριακίδης

«Καθώς πλησίαζε, κατάλαβα ότι ήταν μεθυσμένος, αλλά εγώ δεν είχα πρόβλημα μ’ αυτό. Ποτέ δεν είχα πρόβλημα μ’ αυτό: όχι μόνο είχα πάρει πολλούς αλκοολικούς πελάτες, αλλά κι είχα εξοικειωθεί στον αλκοολισμό χάρη στον πατέρα μου. Κάποιες από μας αρνούνταν να δουλέψουν με μεθυσμένους, δεν άντεχαν αυτή τη βία που βγάζει το αλκοόλ στους άνδρες. Χώρια που οι μεθυσμένοι δεν έχουν καλή στύση και τους παίρνει πολλή ώρα να τελειώσουν. Όμως ο Άνδρας με τη Μαύρη Ομπρέλα ήταν τόσο όμορφος, που δε μ’ ένοιαζε αν ήταν μεθυσμένος. Όταν έχεις κουραστεί να κάνεις έρωτα με την ασχήμια, το να πέσεις σ’ έναν πελάτη με φιλντισένιο χαμόγελο που σου λέει πόσο όμορφη είσαι μες στη βροχή και κάτω απ’ το μπαλκόνι σου, κι έχει την πρόνοια να μη μνημονεύσει τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, αυτό είναι λαχείο.» «Ένας ‘‘καλός άνθρωπος’’, ο πατέρας της Kαμίλα, της λέει: ‘‘Ξέρεις τι πρέπει να κάνει ένας άνδρας για να ’ναι άνδρας; Πρέπει να προσεύχεται κάθε βράδυ, να κάνει οικογένεια, να βρει μια δουλειά. Εσύ θα δυσκολευτείς πολύ να βρεις δουλειά μ’ αυτή τη φουστίτσα, τη βαμμένη μούρη και τα μακριά μαλλιά σου. Βγάλ’ την αυτή τη φουστίτσα. Βγάλε κι αυτή τη χλαπάτσα από τη μούρη σου. Αλλιώς θα σ’ τη βγάλω εγώ με χαστούκια’’.
Ως ιστορία καταπίεσης μιας έμφυλης επιλογής,
Τα παλιοκόριτσα θα βρουν τη θέση τους σε κάθε κοινωνία που συνηθίζει να τιμωρεί τις τραβεστί και την οικογένειά τους. Τη Σόσα Βιγιάδα, όμως, δεν την ενδιαφέρει η ιδεολογική συμπάθεια ενός κοινωνικού περιβάλλοντος, αλλά η μαχητική υπεράσπιση ενός ‘‘άλλου κόσμου’’, περιθωριακού, που θέλει τον τραβεστισμό συνώνυμο της πορνείας, του λιθοβολισμού, της περιφρόνησης και του φτυσίματος.»
The New Yorker

Η Καμίλα Σόσα Βιγιάδα (Camila Sosa Villada) γεννήθηκε ως Κριστιάν Ομάρ το 1982 στην Αργεντινή (Λα Φάλδα, Κόρδοβα) και άρχισε να ντύνεται γυναίκα στην ηλικία των δεκαπέντε. Ο πατέρας της προέβλεψε ότι, αν συνέχιζε έτσι, θα στρεφόταν στην πορνεία για να ζήσει και θα κατέληγε νεκρή σε χαντάκι. Τρία χρόνια αργότερα, πήγε στην πόλη αναζητώντας δουλειά, όμως το ανδρικό όνομα στην ταυτότητά της της έκλεινε όλες τις πόρτες. Τότε αναγκάστηκε να εκπορνευτεί και να δεχθεί τη χλεύη των γειτόνων, τη βία των πελατών και της αστυνομίας. Στην τσάντα της έκρυβε πάντα ένα ξυράφι για κάθε ενδεχόμενο. Στον αγώνα της να επιβιώσει αφοσιώθηκε στο γράψιμο, δημιούργησε ένα blog για τη ζωή της, έγινε δεκτή στο πανεπιστήμιο και πήρε το πτυχίο της στον τομέα των Θεατρικών Σπουδών. Ξεκίνησε την καριέρα της ως ηθοποιός θεάτρου, κινηματογράφου και τηλεόρασης, δημοσίευσε ποίηση και άλλα λογοτεχνικά γραπτά, κι έγινε διεθνώς γνωστή με το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Τα παλιοκόριτσα, που μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και απέσπασε σημαντικά διεθνή βραβεία, όπως το Sor Juana Inés de la Cruz, βραβείο γυναικείας λογοτεχνίας το οποίο απονεμήθηκε για πρώτη φορά σε συγγραφέα που δεν γεννήθηκε γυναίκα.

Καλιμπάν ο Καλός (Καθ’ έξιν δολοφόνος αλλά καλός άνθρωπος)

ΝΤΑΝΙΕΛ ΤΣΑΒΑΡΙΑ


Mετάφραση: Μαρία Μπεζεντάκου

«Στις έξι παρά τέταρτο περίμενα τον νταβατζή, σταματημένος δίπλα στο πεζοδρόμιο του σπιτιού του με τη μηχανή αναμμένη. Μερικοί ηλικιωμένοι έκαναν ουρά στο περίπτερο για ν’ αγοράσουν εφημερίδες, όταν είδα να πλησιάζει από την οδό 72 η μεθυσμένη και τρεκλίζουσα σιλουέτα του Ανσέλμο. Περπατούσε πάνω στην άσφαλτο. Εγώ ξεκίνησα να κινούμαι πολύ αργά, κι όταν τον είχα στα τρία μέτρα, επιτάχυνα απότομα. Αυτός προσπάθησε να καταφύγει στο πεζοδρόμιο, αλλά τον έριξα κάτω με το φτερό.»
[…]
«Λίγο μετά την έκδοση αυτού του βιβλίου, όταν η ομολογία μου θα έχει αποδειχθεί αληθινή, θα καταφύγω σε μια νέα ταυτότητα και σε ασφαλείς κρυψώνες, αφού η Interpol, η Europol, η Bundespolizei και άλλες εθνικές και ιδιωτικές αστυνομίες θα ξεχυθούν στο κατόπι μου. Η ποταπή κοινή γνώμη θα διαδώσει φρικαλεότητες για το άτομό μου, και ο χυδαίος κιτρινισμός του Τύπου θα με χαρακτηρίσει τέρας, ανώμαλο και όλα τα σχετικά (πράγμα που είναι εν μέρει αλήθεια). Ωστόσο, είμαι σίγουρος πως στο τέλος πολλοί αναγνώστες με ζεστή καρδιά, στρατευμένοι στην αλήθεια, θα μου αναγνωρίσουν μια κοινωνική συμπεριφορά πιο συνεπή, καλοκάγαθη και αθώα από εκείνη των δύο τρίτων της ανθρωπότητας.»

«Το Καλιμπάν ο Καλός αποτελεί την πιο ακριβή και τεκμηριωμένη ενδοσκόπηση του πιο ακραίου, αμφιλεγόμενου και δισυπόστατου ήρωα του Ντανιέλ Τσαβαρία. Ένα κομψοτέχνημα.»
El libro de oro

O Ντανιέλ Τσαβαρία (Daniel Chavarría, 1933-2018) γεννήθηκε στο Σαν Χοσέ δε Μάγιο, στην Ουρουγουάη. Πανεπιστημιακός καθηγητής Αρχαίων Ελληνικών και Λατινικών, θεωρείται μία από τις μεγάλες πένες της σύγχρονης ισπανόφωνης λογοτεχνίας. Άπταιστος γνώστης πέντε γλωσσών, μετέφρασε στα ισπανικά πολλά έργα γερμανικής λογοτεχνίας κι έγραψε σενάρια για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Μέντοράς του υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Κουβανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, ο Αλέχο Καρπεντιέρ, στον οποίο έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος του έργου του. Από το τέλος της δεκαετίας του ’70 τιμήθηκε με τα σημαντικότερα λογοτεχνικά βραβεία (Edgar Allan Poe, Nacional de la Crítica, Dashiell Hammett, Planeta-Joaquin Mortiz, Casa de las Américas). Στα ελληνικά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις opera τα βιβλία του: Χαιρετίσματα στο θείο, Το κόκκινο στο φτερό του παπαγάλου, Το μάτι της θεάς, Αν με ξαναδείτε γράφτε μου, Όλα εδώ πληρώνονται, Το έκτο νησί, Κάποτε στη Μαδρίτη, Πρίαπος, Για τα μάτια σου, Είδα να φτάνει ένας γέρος.

Δένομαι πολύ εύκολα

ΕΡΒΕ ΛΕ ΤΕΛΙΕ

Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης

«Ο ήρωάς μας κοντεύει τα πενήντα. Δεν υπάρχουν πενήντα τρόποι να είσαι πενήντα. Μόνο δύο: ή πείθοντας τον εαυτό σου ότι είσαι ακόμα νέος, ή βαρυγκομώντας ότι έχεις ήδη γεράσει. Έρχεται στην καρδιά των Χάιλαντς για να συναντήσει μια γυναίκα είκοσι χρόνια νεότερή του. […] Η ηρωίδα μας είναι όμορφη, πολύ όμορφη. Και, φυσικά, το ξέρει. Δεν είναι σωστό να ζητάμε συνεχώς απ’ τις γυναίκες που είναι όμορφες και που οι άνδρες τούς το θυμίζουν συνέχεια, να συμπεριφέρονται σαν να ’ταν άσχημες. […] ‘‘Δεν έπρεπε να ’ρθω’’, λέει και ξαναλέει μέσα του ο ήρωάς μας. […] Εκείνη μιλάει, λέει ό,τι της κατέβει, για σκοτσέζικα πρόβατα, για τους σκοτσέζικους χερσότοπους, για σκοτσέζικα γαϊδουράγκαθα, για σκοτσέζικους γλάρους, εκείνος, θέλει δε θέλει, δέχεται να εμπλακεί σ’ αυτή την αγροτική και εθνικιστική συζήτηση. […] Την ακούει, την κοιτάζει, αμήχανος. Όλα πάνω της τον ελκύουν, κι ο ήρωάς μας θυμώνει γι’ αυτή την έλξη που εκείνη του την προκαλεί τόσο φυσικά, με την αίγλη της και μόνο, χωρίς να καταβάλλει καμία προσπάθεια και, αυτό είναι το χειρότερο, χωρίς καν να το επιθυμεί. Πολλοί έχουν πέσει, και θα πέσουν, θύματα της γοητείας της. […] Αναρωτιέται αν αυτή ακριβώς η άρνηση της αγάπης είναι που τον έλκει, τον αιχμαλωτίζει, τον οδηγεί στην άβυσσο.»

«Ένα βιβλίο που διαβάζεται με το χαμόγελο στα χείλη (και όχι “για διασκέδαση”: προσοχή στη διαφορά). Μια ιστορία αγάπης κλασική, όπως οι περισσότερες ιστορίες αγάπης. Εκείνος, πενηντάρης. Εκείνη, είκοσι χρόνια νεότερη. Εκείνος, ο εραστής. Εκείνη, έτοιμη να παντρευτεί τον μόνιμο σύντροφό της. Εκείνος, αισθάνεται ότι εκείνη τον απατά με τον μόνιμο. Ρισκάρει το ταξίδι μέχρι τη Σκωτία για να τη συναντήσει και αντιμετωπίζει ένα σωρό μικρές συμφορές: αεροπλάνο που καθυστερεί, νοικιασμένο αυτοκίνητο με μικρό πορτμπαγκάζ (δε χωράει το ποδήλατό της…), δωμάτιο ξενοδοχείου παγερό, ερωμένη παρομοίως. Εκείνος συνειδητοποιεί την ανικανότητά του να βγει από το κουκούλι του, να ξεφύγει από τις σταθερές και τα σημεία αναφοράς του, την αδυναμία του να γοητεύσει σ’ αυτήν την ηλικία. Ό,τι αρχικά μοιάζει “τραγικό”, αποκαλύπτεται πως είναι μάλλον “γελοίο”. Ο Ερβέ Λε Τελιέ κλείνει το μάτι στον αναγνώστη δημιουργώντας μια ιστορία που θυμίζει παλιό λαϊκό ρομάντζο, με καθένα από τα δώδεκα κεφάλαια να ξεκινά με μια μικρή σύνοψη όσων πρόκειται να ακολουθήσουν: “ Όπου ο ήρωάς μας πέφτει θύμα της λογιστικής”, “ Όπου ο Σαρλ Ντε Γκολ δε μας τα λέει καλά”, “ Όπου η αγωνία κορυφώνεται”, κ.λπ.

Και καθώς ο ουλιπιανός συγγραφέας αγαπά την προκλητική, αληθινή λογοτεχνία, δε διστάζει στο τέλος του βιβλίου να ευχαριστήσει τους “χορηγούς” του ταξιδιού του —την
Apple Γαλλίας, την Avis, τη British Airways, τα ξενοδο-χεία Great Southern και Glen Carron, την εταιρεία ταξί G7— χωρίς να έχει βγει στ’ αλήθεια από το δωμάτιό του. Το Δένομαι πολύ εύκολα γράφτηκε στη Γαλλία μέσα σε δεκαπέντε μέρες (για διασκέδαση).»
--- Télérama

Ένα σύντομο μυθιστόρημα και μια ιστορία αγάπης που δικαιολογεί απολύτως τα Βραβεία Μεντισίς, Ρενοντό και Γκονκούρ που απονεμήθηκαν στον συγγραφέα μερικά χρόνια αργότερα, με την
Ανωμαλία.

O Ερβέ Λε Τελιέ γεννήθηκε το 1957 και ζει στο Παρίσι. Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, καθώς και πολύ σύντομα κείμενα, μετάξυ αφορισμού και άσκησης ύφους. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Zindien, είναι αφιερωμένη στον μοναχογιό του, Μελβίλ. Γράφει λιμπρέτα και όπερες, και είναι μέλος του OuLiPo (Εργαστήριο Δυνητικής Λογοτεχνίας), μιας ομάδας που ιδρύθηκε το 1960 από τον Raymon Queneau και τον François Le Lionnais, και συγκεντρώνει μαθηματικούς και συγγραφείς. Του αρέσουν οι μελαχρινές γυναίκες, τα μακαρόνια al dente και το κόκκινο κρασί, όχι κατ’ ανάγκην με αυτή τη σειρά. Βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις opera: Ο κλέφτης της νοσταλγίας, Όλα τα μανιτάρια τρώγονται, 99+1 απόψεις για την Τζοκόντα, Αρκετά μιλήσαμε γι’ αγάπη, Ένα τραμ στη Λισαβόνα, Η Ανωμαλία.

Ζωολόγιο

ΧΟΥΛΙΟ ΚΟΡΤΑΣΑΡ

Mετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης

«Καθώς περνούσα τον τρίτο όροφο, το κουνελάκι σάλευε μέσα στην παλάμη μου. Η Σάρα με περίμενε πάνω για να με βοηθήσει να βάλω μέσα τις βαλίτσες… Τι να της έλεγα; Ότι ήταν ένα καπρίτσιο, ότι είχα περάσει από ένα μαγαζί για κατοικίδια; Τύλιξα το κουνελάκι μέσα στο μαντίλι μου και το ’βαλα στην τσέπη του πανωφοριού μου αφήνοντας το πανωφόρι ξεκούμπωτο για να μην το συνθλίψω. Μόλις που κουνιόταν. Η μικρή του συνείδηση θα πρέπει να του αποκάλυπτε σημαντικά γεγονότα: πως η ζωή είναι μια ανοδική κίνηση μ’ ένα τελικό κλικ, αλλά κι ένας χαμηλός, λευκός και περίκλειστος ουρανός που μυρίζει λεβάντα, στον πάτο μιας χλιαρής τρύπας.»

Ζώον:
κάθε έμβιο ον, εκτός από τα φυτά, κάθε οργανισμός με την ικανότητα της κίνησης και της συναίσθησης, π.χ. οι γάτες, τα κουνέ-λια, οι τίγρεις, οι μανκούσπιες κ.ά.
Ζωολογία:
φυσιογνωστική επιστήμη, που περιγράφει, κατατάσσει και μελετά τα ζώα.
Ζωολόγιο:
η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Χούλιο Κορτάσαρ (1951), αυτή που τον συνέδεσε με την πρωτοπορία της νοτιοαμερικανικής λογοτεχνίας στην οποία έμελλε να εδραιωθεί με το μεγαλειώδες Κουτσό του, και αυτή που ξεκινάει με το αριστουργηματικό «Κατειλημμένο σπίτι», το πρώτο δημοσιευμένο διήγημά του και αυτό που προκάλεσε το θαυμασμό τού —συνήθως φειδωλού σε επαίνους συγχρόνων του— Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Αχιλλέας Κυριακίδης

Ο Χούλιο Κορτάσαρ (Βρυξέλλες, 1914 - Παρίσι, 1984) είναι μείζων αργεντινός συγγραφέας, μαζί με τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες και τον Ερνέστο Σάμπατο, και ασφαλώς ο σημαντικότερος της νοτιο-αμερικανικής διασποράς. Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα (το Κουτσό θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα του 20ού αιώνα), ποιήματα, δοκίμια και θεατρικά έργα. Από τις εκδόσεις opera κυκλοφορούν τα βιβλία του: Κουτσό, Κάποιος Λούκας, Πόσο αγαπάμε την Γκλέντα, Μαθήματα λογοτεχνίας.

Το χειρόγραφο του καθρέφτη και άλλα ανέκδοτα κείμενα

Λουίς Σεπούλβεδα

Φωτογραφίες: Ντανιελ Μορτζίνσκι
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης


«Έζησα σ’ ένα γκέτο, αν και οι πολίτες δεν έλεγαν ποτέ έτσι αυτό το τμήμα της πόλης. Μιλάω για κάποιους δρόμους που κατεβαίνουν ώς τη χωματερή του λιμανιού, για παλιά σπίτια που επέζησαν από κάτι που ήταν χειρότερο από πόλεμο, αν και αυτό δε θα μαθευτεί ποτέ, για ξεφλουδισμένους τοίχους και για γραμματοκιβώτια στις εισόδους που έχουν πάψει εδώ και καιρό να δέχονται γράμματα, λογαριασμούς ή διαφημιστικά φυλλάδια. Στο γκέτο κατοικούσαμε όσοι δεν είχαμε δικαίωμα να είμαστε εκεί, όσοι δεν έπρεπε ποτέ να ’χουμε πάει εκεί, όσοι δεν έπρεπε να ’χουμε γεννηθεί ποτέ σ’ αυτούς τους μακρινούς τόπους που τους έχουμε χάσει για πάντα. Στην πραγματικότητα, υποστηρίζουν κάποιοι, δε θα ’πρεπε να ’χουμε γεννηθεί πουθενά. Περιττεύουμε.»

Ο Λουίς Σεπούλβεδα έχασε τη μάχη με τον κορονοϊό στις 16 Απριλίου 2020. Δύο χρόνια αργότερα, ο επιστήθιος φίλος και συνοδοιπόρος του —«φωτογράφος των συγγραφέων»— Ντανιέλ Μορτζίνσκι, με τη βοήθεια της οικογένειας του Λ.Σ., συγκέντρωσε μια σειρά ανέκδοτα κείμενα που παρουσιάζονται σε αυτόν τον τόμο, διανθισμένα με φωτογραφίες τραβηγμένες στα κοινά ταξίδια που έκαναν οι δυο τους τα τελευταία τριάντα χρόνια.

Ο Λουίς Σεπούλβεδα, (Luis Sepúlveda, 1949-2020) γεννήθηκε στο Οβάγιε, στον βορρά της Χιλής. Συμμετείχε σε φοιτητικές και συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις ενάντια στο στρατοκρατικό καθεστώς της χώρας του, κατηγορήθηκε για προδοσία και καταδικάστηκε σε φυλάκιση είκοσι οκτώ ετών. Μετά από δυόμισι χρόνια εγκλεισμού του στη φυλακή, και με παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας, αποφυλακίστηκε, αλλά υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τον τόπο του. Έγραψε ποιήματα, θεατρικά έργα, διηγήματα, δημιούργησε θεατρικές ομάδες στο Περού, το Εκουαδόρ και την Κολομβία, και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Έζησε έξι μήνες στον Αμαζόνιο με τους ινδιάνους Σουάρ και αποκόμισε εμπειρίες που άλλαξαν την αντίληψή του για τον κόσμο και του πρόσφεραν το υλικό για το πρώτο του μυθιστόρημα: Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης (opera, 1993). Στρατεύτηκε στο διεθνές τάγμα «Σιμόν Μπολίβαρ» και συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα της Νικαράγουας. Το 1980 εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη και συνδέθηκε με την οικολογική οργάνωση Greenpeace. Ταξίδεψε σ’ όλον τον κόσμο και του απονεμήθηκαν τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία.

Όλα του τα βιβλία κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις opera: Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης, Ο κόσμος του τέλους του κόσμου, Όνομα ταυρομάχου, Patagonia Express, Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει, Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer, Hot Line, Αν δεν έχεις πού να κλάψεις, Χρονικά του περιθωρίου, Η τρέλα του Πινοτσέτ, Σημειώσεις εν καιρώ πολέμου, Τα χειρότερα παραμύθια των αδελφών Γκριμ, (μαζί με τον Μάριο Δελγάδο Απαραΐν), To λυχνάρι του Αλαντίν, Η σκιά του εαυτού μας, Ιστορίες από δω κι από κει, Τελευταία νέα από το Νότο, Η ιστορία του Μιξ, του Μαξ και του Μεξ, Η ιστορία ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας, Η ιστορία ενός σκύλου που τον έλεγαν Πιστό, Ιστορία μιας λευκής φάλαινας, Ο μουγκός Ουζμπέκος και άλλες ιστορίες παρανομίας, Το τέλος της ΙΣΤΟΡΙΑΣ.