Ζωολόγιο
ΧΟΥΛΙΟ ΚΟΡΤΑΣΑΡ
Mετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
«Καθώς περνούσα τον τρίτο όροφο, το κουνελάκι σάλευε μέσα στην παλάμη μου. Η Σάρα με περίμενε πάνω για να με βοηθήσει να βάλω μέσα τις βαλίτσες… Τι να της έλεγα; Ότι ήταν ένα καπρίτσιο, ότι είχα περάσει από ένα μαγαζί για κατοικίδια; Τύλιξα το κουνελάκι μέσα στο μαντίλι μου και το ’βαλα στην τσέπη του πανωφοριού μου αφήνοντας το πανωφόρι ξεκούμπωτο για να μην το συνθλίψω. Μόλις που κουνιόταν. Η μικρή του συνείδηση θα πρέπει να του αποκάλυπτε σημαντικά γεγονότα: πως η ζωή είναι μια ανοδική κίνηση μ’ ένα τελικό κλικ, αλλά κι ένας χαμηλός, λευκός και περίκλειστος ουρανός που μυρίζει λεβάντα, στον πάτο μιας χλιαρής τρύπας.»
Ζώον: κάθε έμβιο ον, εκτός από τα φυτά, κάθε οργανισμός με την ικανότητα της κίνησης και της συναίσθησης, π.χ. οι γάτες, τα κουνέ-λια, οι τίγρεις, οι μανκούσπιες κ.ά.
Ζωολογία: φυσιογνωστική επιστήμη, που περιγράφει, κατατάσσει και μελετά τα ζώα.
Ζωολόγιο: η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Χούλιο Κορτάσαρ (1951), αυτή που τον συνέδεσε με την πρωτοπορία της νοτιοαμερικανικής λογοτεχνίας στην οποία έμελλε να εδραιωθεί με το μεγαλειώδες Κουτσό του, και αυτή που ξεκινάει με το αριστουργηματικό «Κατειλημμένο σπίτι», το πρώτο δημοσιευμένο διήγημά του και αυτό που προκάλεσε το θαυμασμό τού —συνήθως φειδωλού σε επαίνους συγχρόνων του— Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Αχιλλέας Κυριακίδης
Ο Χούλιο Κορτάσαρ (Βρυξέλλες, 1914 - Παρίσι, 1984) είναι μείζων αργεντινός συγγραφέας, μαζί με τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες και τον Ερνέστο Σάμπατο, και ασφαλώς ο σημαντικότερος της νοτιο-αμερικανικής διασποράς. Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα (το Κουτσό θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα του 20ού αιώνα), ποιήματα, δοκίμια και θεατρικά έργα. Από τις εκδόσεις opera κυκλοφορούν τα βιβλία του: Κουτσό, Κάποιος Λούκας, Πόσο αγαπάμε την Γκλέντα, Μαθήματα λογοτεχνίας.
Το χειρόγραφο του καθρέφτη και άλλα ανέκδοτα κείμενα
Λουίς Σεπούλβεδα
Φωτογραφίες: Ντανιελ Μορτζίνσκι
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
«Έζησα σ’ ένα γκέτο, αν και οι πολίτες δεν έλεγαν ποτέ έτσι αυτό το τμήμα της πόλης. Μιλάω για κάποιους δρόμους που κατεβαίνουν ώς τη χωματερή του λιμανιού, για παλιά σπίτια που επέζησαν από κάτι που ήταν χειρότερο από πόλεμο, αν και αυτό δε θα μαθευτεί ποτέ, για ξεφλουδισμένους τοίχους και για γραμματοκιβώτια στις εισόδους που έχουν πάψει εδώ και καιρό να δέχονται γράμματα, λογαριασμούς ή διαφημιστικά φυλλάδια. Στο γκέτο κατοικούσαμε όσοι δεν είχαμε δικαίωμα να είμαστε εκεί, όσοι δεν έπρεπε ποτέ να ’χουμε πάει εκεί, όσοι δεν έπρεπε να ’χουμε γεννηθεί ποτέ σ’ αυτούς τους μακρινούς τόπους που τους έχουμε χάσει για πάντα. Στην πραγματικότητα, υποστηρίζουν κάποιοι, δε θα ’πρεπε να ’χουμε γεννηθεί πουθενά. Περιττεύουμε.»
Ο Λουίς Σεπούλβεδα έχασε τη μάχη με τον κορονοϊό στις 16 Απριλίου 2020. Δύο χρόνια αργότερα, ο επιστήθιος φίλος και συνοδοιπόρος του —«φωτογράφος των συγγραφέων»— Ντανιέλ Μορτζίνσκι, με τη βοήθεια της οικογένειας του Λ.Σ., συγκέντρωσε μια σειρά ανέκδοτα κείμενα που παρουσιάζονται σε αυτόν τον τόμο, διανθισμένα με φωτογραφίες τραβηγμένες στα κοινά ταξίδια που έκαναν οι δυο τους τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Ο Λουίς Σεπούλβεδα, (Luis Sepúlveda, 1949-2020) γεννήθηκε στο Οβάγιε, στον βορρά της Χιλής. Συμμετείχε σε φοιτητικές και συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις ενάντια στο στρατοκρατικό καθεστώς της χώρας του, κατηγορήθηκε για προδοσία και καταδικάστηκε σε φυλάκιση είκοσι οκτώ ετών. Μετά από δυόμισι χρόνια εγκλεισμού του στη φυλακή, και με παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας, αποφυλακίστηκε, αλλά υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τον τόπο του. Έγραψε ποιήματα, θεατρικά έργα, διηγήματα, δημιούργησε θεατρικές ομάδες στο Περού, το Εκουαδόρ και την Κολομβία, και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Έζησε έξι μήνες στον Αμαζόνιο με τους ινδιάνους Σουάρ και αποκόμισε εμπειρίες που άλλαξαν την αντίληψή του για τον κόσμο και του πρόσφεραν το υλικό για το πρώτο του μυθιστόρημα: Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης (opera, 1993). Στρατεύτηκε στο διεθνές τάγμα «Σιμόν Μπολίβαρ» και συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα της Νικαράγουας. Το 1980 εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη και συνδέθηκε με την οικολογική οργάνωση Greenpeace. Ταξίδεψε σ’ όλον τον κόσμο και του απονεμήθηκαν τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία.
Όλα του τα βιβλία κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις opera: Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης, Ο κόσμος του τέλους του κόσμου, Όνομα ταυρομάχου, Patagonia Express, Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει, Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer, Hot Line, Αν δεν έχεις πού να κλάψεις, Χρονικά του περιθωρίου, Η τρέλα του Πινοτσέτ, Σημειώσεις εν καιρώ πολέμου, Τα χειρότερα παραμύθια των αδελφών Γκριμ, (μαζί με τον Μάριο Δελγάδο Απαραΐν), To λυχνάρι του Αλαντίν, Η σκιά του εαυτού μας, Ιστορίες από δω κι από κει, Τελευταία νέα από το Νότο, Η ιστορία του Μιξ, του Μαξ και του Μεξ, Η ιστορία ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας, Η ιστορία ενός σκύλου που τον έλεγαν Πιστό, Ιστορία μιας λευκής φάλαινας, Ο μουγκός Ουζμπέκος και άλλες ιστορίες παρανομίας, Το τέλος της ΙΣΤΟΡΙΑΣ.
Τοπολογία της βίας
Μπιούνγκ-Τσουλ Χαν
Μετάφραση: Βασίλης Τσάλης
Η ΒΙΑ ΤΗΣ ΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΙΝΑΙ ΙΣΩΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΤΕΡΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΑ ΤΗΣ ΑΡΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
«Υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν εκλείπουν ποτέ. Ένα από αυτά είναι και η βία. […] Ο τρόπος με τον οποίο αυτή εκδηλώνεται, αλλάζει σύμφωνα με την εκάστοτε κοινωνική συγκυρία. Σήμερα η βία μετατο-πίζεται από το φανερό στο αόρατο, από το μετωπικό στο ιογενές, από την ωμή βία στην επικοινωνιακή βία, από το πραγματικό στο εικονικό, από το σωματικό στο ψυχικό, από το αρνητικό στο θετικό. […] Γίνεται απολύτως αόρατη, ακριβώς τη στιγμή που συμπίπτει με το αντίθετό της, δηλαδή με την ελευθερία.»
Μελετητής και βαθύς γνώστης των θεωριών του Φρόιντ, του Ντελέζ, του Αγκάμπεν, του Φουκό, του Μπουρντιέ ή του Χάιντε-γκερ, ο Χαν εξετάζει αρχικά τις παραδοσιακές μορφές «βίας της αρνητικότητας» —από τη βία της αρχέγονης αιματηρής θυσίας, των βασανιστηρίων, των θαλάμων αερίων, της τρομοκρατίας ώς τη λεκτική βία— για να περάσει στη μελέτη της πολύ πιο σύγχρονης και εκλεπτυσμένης «βίας της θετικότητας» η οποία εκφράζεται ως «υπερεπίδοση, υπερπαραγωγή, υπερεπικοινωνία, τεταμένη προσοχή ή υπερδραστηριότητα». Σε αυτή τη μορφή βίας εστιάζει τη μελέτη του ο Χαν, καθώς, σε αντίθεση με τη βία της αρνητικότητας, η βία της θετικότητας δεν είναι ορατή ούτε προφανής και —το σημαντικότερο— ο σύγχρονος άνθρωπος δεν διαθέτει τα αντισώματα για την καταπολέμησή της.
«Ο Χαν συγκεντρώνει τις σκέψεις που παρουσίασε στην Κοινωνία της κόπωσης και εμβαθύνει στις διαγνώσεις του. Όσο τρομακτικό κι αν μας φανεί, αυτό το δοκίμιο είναι απολύτως διαυγές και διαφωτιστικό. Οπότε… υπάρχει ελπίδα.» Philosophie Magazine
«Ο Χαν μας δείχνει πώς σταματήσαμε να ασκούμε βία πάνω στους άλλους και πώς πετύχαμε να στρέψουμε την οργή μας κατά του εαυτού μας. Ένα ιδιαιτέρως τολμηρό και εμπνευσμένο δοκίμιο.» Die Zeit
Ο Μπιούνγκ-Τσουλ Χαν (Byung-Chul Han) γεννήθηκε το 1959 στη Σεούλ (Νότια Κορέα).Το 1980 μετοίκησε στη Γερμανία όπου σπούδασε Φιλοσοφία, Γερμανική Λογοτεχνία και Καθολική Θεολογία στο Φράιμπουργκ και στο Μόναχο. Το 1994 έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα με τη διατριβή του πάνω στο έργο του Χάιντεγκερ. Το 2000 ξεκίνησε την καριέρα του ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Το 2010 έγινε μέλος του πανεπιστημίου της Καρλσρούης, εντρυφώντας στη Φιλοσοφία του 18ου, του 19ου και του 20ού αιώνα, στην Ηθική, την Κοινωνική Φιλοσοφία, τη Φαινομενολογία, τη Θεωρία του Πολιτισμού, την Αισθητική, τη Θρησκεία, τη Θεωρία των Μέσων Ενημέρωσης και τη Διαπολιτισμική Φιλοσοφία. Από το 2012 διδάσκει Φιλοσοφία και Πολιτισμό στο Πανεπιστήμιο Der Künste του Βερολίνου. Έχει συγγράψει είκοσι βιβλία.