[ Πατώντας στον Τ Ι Τ Λ Ο κάθε ποιήματος ακούγεται το αντίστοιχο τραγούδι ]
Η σύγχρονη ποίηση δεν τραγουδάει πια, σέρνεται.
Ωστόσο, έχει το προνόμιο της διάκρισης
Όχι μόνο δεν συναναστρέφεται με κακόφημες λέξεις
Αλλά τις αγνοεί
Δεν πιάνουμε πλέον τις λέξεις παρά μόνον με γάντια
Αντί για «έμμηνη ρύση» προτιμούμε το «περίοδος»
Και πάει λέγοντας σε ό,τι αφορά την ιατρική ορολογία
Που δεν πρέπει να βγει παραέξω από τα εργαστήρια
Κι από τον Κώδικα Ιατρικής Ορολογίας
Ο σχολαστικός σνομπισμός, ο οποίος στην ποίηση
Συνίσταται στη χρήση ορισμένων προκαθορισμένων λέξεων
Αποκλείοντας άλλες, είτε είναι τεχνικές, ιατρικές, λαϊκές ή αργκοτικές
μου θυμίζει το κύρος των καθαρών χεριών και του χειροφιλήματος
Δεν είναι το νερό που καθαρίζει τα χέρια
Ούτε το χειροφίλημα που δημιουργεί την τρυφερότητα.
Δεν είναι οι λέξεις που κάνουν την Ποίηση
Αλλά η Ποίηση που εικονογραφεί τις λέξεις
Οι ποιητές που με τα δάχτυλα
Προσπαθούν να υπολογίσουν το μέτρο του ποιήματος
Δεν είναι ποιητές, είναι δακτυλογράφοι
Ο ποιητής στις μέρες μας πρέπει να ανήκει σε μια κάστα
Σε ένα κόμμα, ή στην καλή κοινωνία του Παρισιού
Ο ποιητής που δεν υποκύπτει είναι ένας ακρωτηριασμένος άνθρωπος
Η ποίηση είναι ένας αχός
Που πρέπει ν’ ακούγεται σαν μουσική
Κάθε ποίημα που προορίζεται να διαβαστεί
Και να φυλακιστεί στην τυπογραφία του είναι ημιτελές.
Το ποίημα αποκτά το φύλο του με τις φωνητικές χορδές
Όπως το βιολί το δικό του με το άγγιγμα του δοξαριού
Η αυστηρή επιτήρηση είναι σημείο των καιρών, των καιρών μας.
Οι άνθρωποι που σκέφτονται κυκλικά έχουν καμπύλες ιδέες
Οι λογοτεχνικές εταιρείες ανήκουν κι αυτές στην Κοινωνία Α.Ε.
Η σκέψη που κοινοποιείται γίνεται μια κοινή σκέψη
Ο Μότσαρτ πέθανε μόνος και θάφτηκε σε κοινό τάφο
Παρουσία ενός σκύλου και φαντασμάτων
Ο Ρενουάρ είχε τα δάχτυλα παραμορφωμένα από ρευματικά
Ο Ραβέλ είχε έναν όγκο στον εγκέφαλο
Που του ρούφηξε με μιας όλη τη μουσική του
Ο Μπετόβεν ήταν κουφός
Έγινε έρανος για την κηδεία του Μπέλα Μπάρτοκ
Ο Ρούτμπεφ(1) έλεγε το ψωμί ψωμάκι
Ο Βιγιόν έκλεβε για να φάει
Οι πάντες αδιαφορούν
Η Τέχνη δεν είναι ένα Γραφείο Ανθρωπομετρίας
Το Φως εμφανίζεται μόνο πάνω στους τάφους
Ζούμε μια επική εποχή όπου δεν υπάρχει τίποτα το επικό
Η μουσική πουλιέται πλέον σαν τα μοσχοσάπουνα
Για να πλασάρουμε ακόμη και την απόγνωση
Δεν μένει παρά να βρούμε τη συνταγή
Όλα είναι ήδη έτοιμα, τα κεφάλαια, η διαφήμιση, η πελατεία
Ποιος λοιπόν θα επινοήσει την απόγνωση;
Με τα μαγνητόφωνά μας
Που θυμούνται τις φωνές που σιώπησαν
Με τις μοναχικές ψυχές μας μες στους δρόμους
Βρισκόμαστε στο χείλος της αβύσσου
Κοιτάζοντας τις επαναστάσεις να περνούν
Μην ξεχνάτε ποτέ ότι το ενοχλητικό με την ηθική
Είναι ότι πρόκειται πάντα για την ηθική των άλλων
Τα πιο όμορφα τραγούδια είναι τα τραγούδια διεκδίκησης
Ο Λόγος οφείλει να κάνει έρωτα μες στο κεφάλι των πληθυσμών
Στη Σχολή της Ποίησης δεν μαθαίνουμε
Πολεμάμε!
Στα πουλιά μου που κελαηδούν όρθια, κυνηγημένα κάτω από τα ράμφη της νύχτας
Με τα γυαλιστερά σατέν τους και το μεσοφόρι ολάνθιστο από τρύπες
Στους Ομόψωμούς μου του μπαγιάτικου ψωμιού, στ’ αδέρφια μου του μεσοφιλιού
Σε αυτούς που σκίζαν τα πουκάμισά τους μες στην πάχνη των μεσονύκτιων Περνό(2)
Στην Αράχνη του ιστού, στον άνεμο, στο Μπιφτέκι βαρόνο του αστακού
Και την τεχνική του με το χαβιάρι που έμοιαζε με ρέγγα
Στο Γαλάζιο Ράμφος της μούρης τοις μετρητοίς που φώλιαζε κοντά στο Σανσέρ(3)
Στα Midnights του μισοπότηρου, μέσα στην κάπνα των πελατών του
Στους ειδικούς της γκαντεμιάς που υπονομεύονταν με αέρα κοπανιστό
Και που περνούσαν για βαπόρι την εταιρεία Μπλόντι & Κλόουν(4)
Στις βλάβες που, με τη γλώσσα σε σύνταξη, μες στον χειμώνα τρώγαν μούσμουλα
Σ’ εκείνους για τους οποίους το φτηνό ταμπάκο άξιζε όσο ένα Craven A
Σ’ αυτούς αφήνω το λουλούδι, της απελπισίας μου που φεύγει
Τώρα που είμαι στολισμένος και τραβάω για το κομμωτήριο
Καημένε μου, καημένε Πιερότε, δες το φεγγάρι που σε ψυχοπλακώνει
Κι εκείνη η Αμερικάνα χαφιές που σου πήραν απ’ τη φλογέρα σου
Σε έγδαραν σαν πρόβατο με υπερφορολογημένο ψαλίδι
Σταδιακά απείθαρχος βελάζεις στη διαπασών το τραγούδι σου
Δεν αγοράζεις παρά μόνο αέρα κοπανιστό κι ακόμη όταν πέφτει η νύχτα
Υπάρχει η δραπέτευσή σου στον δρόμο που γελάει καθώς σε κορνάρει
Το Δίκαιο, ο Νόμος, η Πίστη, Εσύ κι ένα σφουγγάρι κρασί πάνω
Στο Μποζολέ σου που είναι ένα με τον τοίχο κι η Κούκλα σου που παριστάνει τη σκεπή
Ακόμη κι αν ο Θεός υπήρχε στ’ αλήθεια, όπως είπε ο Μπακούνιν
Εκείνος ο Σύντροφος Βιταμίνη, θα έπρεπε να τον ξεφορτωθούμε
Σέρνεις το ζαρωμένο κροκοδειλέ σου δέρμα, πενήντα χρόνια στ’ αμπάρια σου
Και τα σκυλιά σου που μασουλάνε το βραστό κατσαρόλας της φιλίας
Ο ποιητής εντοπίζεται από την ποδαρίλα, η ποίηση δεν πλένεται
Εκπαραθυρώνεται κι ουρλιάζει στους χαμένους ανθρώπους λέξεις γιορτινές
Λέξεις, ναι, λέξεις σαν τον Νέο Κόσμο
Λέξεις-κλειδιά από την άλλη όχθη του ποταμού
Λέξεις ήσυχες σαν τον σκύλο μου που κοιμάται
Λέξεις φορτισμένες, από χείλη αστερισμών
Και θα φορέσουμε τον Μαύρο Σκούφο(5) στο λεξιλόγιο
Και θα οργανώσουμε ένα ειδικό σεμινάριο
Με επίσης ειδικούς γραμματολόγους
Με την ευθύνη να φορέσουν περούκες
Στις λογοτεχνομανείς γριές πουτάνες
Είναι σημαντικό η λέξη «έρωτας» να είναι γεμάτη με μυστήριο
Και όχι με αμαρτία, ταμπού, αρετή, ρωμαϊκό καρναβάλι
Σεντόνια ραμμένα στη λαγνεία
Και στο αντικείμενο της αστυνομικής επιτήρησης ή της ηδονοβλεψίας
Θα φορέσουμε μακριά μαλλιά στους πλανόδιους ιερείς
Για να τους μάθουμε να αυτοαποκαλούνται εφεξής Αβάς Ρίτα Χέιγουορθ
Αβάς Μπε. Μπε(6) και πατατί και πατατά και θα κάνουμε αντίστροφες προσευχές
Και θα πετάμε στα κεφάλια των ανθρώπων λέξεις γυμνές
Χωρίς βρακί στον κώλο χωρίς τίποτα που θα μπορούσε ποτέ να αμφισβητήσει
Την παλιά, την πολύ παλιά, την πολύ αρχαία
Και παλιομοδίτικη κόντρα για το «τι θα πει ο κόσμος;»
Και του «ωστόσο εξακολουθώ να κάνω τις βρωμιές μου με ήσυχη συνείδηση»
Με το πρόσχημα ότι έχω ευλογηθεί
Και ότι υπέγραψα μπροστά στον κ. Δήμαρχο και των δύο δημαρχείων μου
Ενώ αυτά τα παιδιά έξω στους δρόμους είναι ολομόναχα
Κι εφευρίσκουν τον αληθινό γαλαξία του στιγμιαίου έρωτα
Ενώ αυτά τα παιδιά στους δρόμους αγαπιούνται και θ’ αγαπιούνται
Ενώ αυτό είναι αναμφισβήτητο
Ενώ αυτό θα είναι ξεκάθαρο και για ολόκληρη την αιωνιότητα
Μιλάω για δέκα αιώνες από τώρα κι ορίζω ημερομηνία
Μπορούν να με χώσουν στη στενή
Μπορείς να μου γελάσουν κατάμουτρα ― εξαρτάται με τι γέλιο
Προκαλώ στον έρωτα και στην επανάσταση
Yes, I am ένας τεράστιος προβοκάτορας
Σας είπα, τα όπλα και οι λέξεις είναι το ίδιο, είναι εξίσου φονικές
Πρέπει να σκοτώσουμε την ευφυία των αρχαίων λέξεων
Με λέξεις σχετικές, καμπύλες, όπως εσείς τις θέλετε
Πρέπει να πετάξουμε τον Ευκλείδη στα σκουπίδια
Βάλτε τον εαυτό σας για τα καλά μέσα στην καμπυλότητα
Τα κόλπα και οι ανοησίες σας έχουν πλέον φθαρεί
Και οι δημοκρατίες σας όπου δεν υπάρχει περίπτωση
Να πάω στο ξενοδοχείο με μια κοπέλα
Αν αυτό δεν είναι σύμφωνο με τη νομολογία
Το πράγμα έχει φθαρεί, κύριοι της Ρομαντσάδας
Εμείς είμαστε υπέρ μιας γλώσσας
Την οποία εμποδίζετε μόνο με κακαρίσματα
Εμείς είμαστε σκυλιά και τα σκυλιά
Όταν μυρίζονται ξένους, ενοχλούνται
Και τα παρατάμε στην ησυχία τους
Θέλουμε την Ειρήνη των Σκύλων
Είμαστε σκυλιά της «καλής θέλησης»
Και δεν είμαστε ενάντια στο γεγονός
Ν’ αφήσετε κάποιες σκύλες να έρθουν σ’ εμάς
Αφού είναι φτιαγμένες γι’ αυτό και για μας
Γαβγίζουμε με τα όπλα στο στόμα
Όπλα μαύρα κι άσπρα όπως οι μαύρες κι άσπρες λέξεις
Μαύρες σαν τον τρόμο που θα υποστείτε
Άσπρες σαν την παρθενιά που υποστηρίζουμε
Είμαστε σκυλιά και τα σκυλιά
Όταν μυρίζονται ξένους, ενοχλούνται
Κόβουν αλυσίδα
Κι αφήνουν κάτω το κόκαλό τους όπως εμείς αφήνουμε το τσιγάρο
Όταν έχουμε κάτι επείγον να κάνουμε
Ακόμη και κατά προτίμηση αν η έκτακτη ανάγκη περιέχει την ιδέα
Του να γαμηθείς κατάμουτρα
Δεν γράφω όπως ο Ντε Γκολ ή ο Σεν-Τζον Περς(7)
Μιλάω και γαβγίζω σαν σκύλος
Είμαι σκύλος!
Την παλίρροια την έχω μέσα μου κι ανεβαίνει σαν σημάδι
Πεθαίνω για τη μικρή μου αδερφή, το παιδί μου, και τον κύκνο μου
Ένα πλοίο εξαρτάται πώς δένει στο λιμάνι με ακρίβεια
Δάκρυα πέφτουν απ’ το στερέωμα ετών φωτός – και λίγα λέω
Είμαι το ζέρσεϊ(8) φάντασμα που έρχεται τα βράδια επιδεικτικά
Για να σου ρίξω φιλιά ομίχλης και να σε μαζέψω μες στους στίχους της
Σαν εκείνο το δίχτυ του Ιούλη όπου έλαμπε ο μοναχικός λύκος
Εκείνος που έβλεπα ν’ αστράφτει
Μες στα δάχτυλα από άμμο της γης
Θυμήσου εκείνο το σκυλόψαρο που απελευθερώναμε υπό όρους
Και που αλυχτάει μες στην έρημο από φύκια της νεκρόπολης
Είμαι σίγουρος ότι η ζωή είναι εκεί με τα φανελένια πνευμόνια της
Όταν κλαίει για εκείνους τους καιρούς το γκρίζο κρύο που μας καλεί
Θυμάμαι κάποια βράδια εκεί κάτω και κάτι σπριντ κερδισμένα στους αφρούς
Τα σάλια από τα κοντότριχα άλογα που αναλώνονταν δίπλα στα βράχια
Ω άγγελε των χαμένων ηδονών, ω φήμες μιας άλλης συνήθειας
Οι παλιές μου επιθυμίες δεν είναι πια
Παρά ένα πένθος της μοναξιάς μου
Και ο διάβολος των κατακτημένων δειλινών με τις χλωμάδες της διάσωσης
Κι ο καρχαρίας των παραδείσων καταμεσής στον μουσκεμένο αφρό
Ξαναέλα κόρη πράσινη των φιορδ, ξαναέλα βιολί των βιολισμών
Μες στο λιμάνι ηχούν τα πνευστά για την επιστροφή των συντρόφων
Ω άρωμα σπάνιο των αλυκών, μες στο καυτό πιπέρι του σκασμένου δέρματος
Όταν πήγαινα γεωμετρώντας την ψυχή μου στην κόχη της πληγής σου
Μες στην αταξία του κώλου σου του πισσωμένου στα σεντόνια της φίνας αυγής
Έβλεπα άλλο ένα βιτρώ
Κι εσύ κόρη πράσινη, καημέ μου
Τα κοχύλια απλωμένα κάτω από τα sunlights, σπασμένα, υγρά
Παίζουν καστανιέτες, λες κι είναι η χλωμή Ισπανία
Θεοί γρανιτένιοι λυπηθείτε την κλίση τους για στολισμούς
Όταν το μαχαίρι χώνεται στη μορφή τους σε σχήμα καστανιέτας
Κι έβλεπα αυτό που προαισθάνεται αυτός που προαισθάνεται το μισάνοιχτο
Ανάμεσα στα αιμάτινα παντζούρια με τα αιμοσφαίρια να ξεχωρίζουν
Μπλε μαθηματικά μέσα σε τούτη την ποτέ απλωμένη θάλασσα
Απ’ όπου αναδύεται σιγά-σιγά
Αυτή η μνήμη των άστρων
Αυτές οι φήμες που έρχονται από εκεί, κάτω απ’ την αψίδα φίλο που με τυφλώνει
Αυτά τα χέρια τα φασαριόζικα, αυτά τα χέρια που μηρυκάζουν και μουγκανίζουν
Αυτές οι φήμες με ακολουθούν συχνά σαν ένας ζητιάνος σε ανάθεμα
Σαν τον ίσκιο που χάνει τον χρόνο του σχεδιάζοντας το θεώρημά μου
Και κάτω απ’ το κόκκινο μακιγιάζ μου βροντοχτυπούν σαν πόρτα
Οι φήμες που προχωράνε ολόρθες, μες στον δρόμο, με πεθαμένες μουσικές
Τελείωσε η θάλασσα, τελείωσε, στην ακτή βελάζει η άμμος
Όπως τα πρόβατα του απείρου
Όταν η βοσκοπούλα θάλασσα με καλεί
Είμαι από μια χώρα αλλιώτικη από τη δική σας
Από μια αλλιώτικη γειτονιά
Από μια αλλιώτικη μοναξιά...
Ανακαλύπτω σήμερα παράδρομους
Δεν είμαι πια του δικού σας κόσμου
Προσμένω μεταλλάξεις...
Βιολογικά βολεύομαι με τις επιταγές της βιολογίας:
Κατουράω, χύνω, κλαίω...
Είναι άραγε απαραίτητο να καλουπώσουμε τις ιδέες μας
Σαν να ήταν βιομηχανοποιημένα προϊόντα;
Είμαι έτοιμος να σας προμηθεύσω τα καλούπια...
Mα... η μοναξιά...
Τα καλούπια αυτά είναι νέου τύπου
Σας λέω ότι χυτεύτηκαν αύριο το πρωί
Κι αν δεν διαθέτετε από σήμερα
Τη σχετική αίσθηση της διάρκειάς σας
Δεν κάνει να σας την μεταδώσω
Και είναι ανώφελο να κοιτάζετε εμπρός
Γιατί το εμπρός είναι τελικά πίσω
Η νύχτα είναι μέρα...
Και... η μοναξιά...
Είναι απόλυτη ανάγκη
Τα κοινόχρηστα πλυντήρια στις γωνίες των δρόμων
Να μείνουν ελεύθερα, όπως οι φωτεινοί σηματοδότες...
Οι μπάτσοι του Απορρυπαντικού θα σας υποδεικνύουν
Σε ποιο καλύβι θα σας επιτρέπεται να πλύνετε
Αυτό που εκλαμβάνετε ως συνείδηση
Και που δεν είναι παρά μια εξάρτηση απ’ το νευρόφιλο όργανο
Που σας χρησιμεύει ως εγκέφαλος...
Και όμως... η μοναξιά...
Η απελπισία είναι μια ανώτερη μορφή κριτικής
Για την ώρα ας την ονομάσουμε «ευτυχία»...
Οι λέξεις που χρησιμοποιείτε δεν είναι πια «οι λέξεις»
Μα ένα είδος αγωγού που κάνει ευσυνείδητους
Τους αναλφάβητους
Μα... η μοναξιά...
Για τον Αστικό Κώδικα θα τα πούμε αργότερα
Τώρα θα ήθελα να συστηματοποιήσω το ασυστηματοποίητο
Θα ήθελα να μετρήσω τις δαναϊδες δημοκρατίες σας
Θα ήθελα να βυθιστώ στο απόλυτο κενό
Και να γίνω το ανείπωτο
Το μη-πραγματοποιήσιμο, το μη-αγνό
Λόγω έλλειψης διαύγειας.
Η διαύγεια κρύβεται μες στο παντελόνι μου!...
Τους ανθρώπους
Θα έπρεπε να τους θεωρούμε διαθέσιμους
Κάποιες χλομές ώρες της νύχτας
Δίπλα σε κάποιο φλιπεράκι
Με ανθρώπινα προβλήματα, απλώς
Με προβλήματα μελαγχολίας
Έτσι, πίνουμε ένα ποτήρι
Κοιτάζοντας πέρα μακριά, πίσω απ’ τον καθρέφτη του μπαρ
Και λέγοντας ότι πέρασε η ώρα
Περάσαμε τέτοιες νύχτες, εγώ κι εγώ
Ακουμπισμένοι στη μπάρα μπρος στα ποτήρια με μπίρα Γερμανίας
Κι όταν μας θυμάμαι μερικές φορές αναρωτιέμαι
Αν εκείνοι οι φίλοι είναι ακόμη ζωντανοί
Ρισάρ, όλα καλά;
Αν οι φίλοι σπάσαν την ψυχή τους απ’ το στύψιμο
Του λεμονιού μες στην ομίχλη του Περνό
Αν τα κορίτσια μπαίναν στον κόπο να πουν μια κουβέντα
Σ’ εκείνη τη νύχτα που τις κρατούσε, που τις νανούριζε
Ρισάρ, όλα καλά;
Σ’ εκείνη τη νύχτα, την ίδια με αδελφή του ελέους
Με φόρεμα μακρύ να σέρνεται πίσω απ’ τα νταήδικα βήματά τους
Χαϊδεύοντας με τον ποδόγυρο τους χλομούς συντρόφους
Που έρχονταν για να μιλήσουν για φιλία ή για τίποτα
Ρισάρ, όλα καλά;
Περάσαμε τέτοιες νύχτες, εγώ κι εγώ
Ακουμπισμένοι στη μπάρα μπροστά στα ποτήρια με τη μπίρα Γερμανίας
Κι όταν μας θυμάμαι μερικές φορές αναρωτιέμαι
Αν εκείνοι οι φίλοι είναι ακόμη ζωντανοί
Ρισάρ, ε, Ρισάρ!
Τους ανθρώπους
Θα έπρεπε να τους θεωρούμε διαθέσιμους
Κάποιες χλομές ώρες της νύχτας
Δίπλα σε κάποιο φλιπεράκι
Με προβλήματα ανθρώπινα, απλώς
Με προβλήματα μελαγχολίας
Έτσι, πίνουμε ένα ποτήρι
Κοιτάζοντας πέρα μακριά, πίσω απ’ τον καθρέφτη του μπαρ
Και λέγοντας ότι πέρασε η ώρα
Ρισάρ, ένα τελευταίο για τον δρόμο
Ρισάρ! Ακόμη ένα στα γρήγορα
Το τελευταίο για τον δρόμο…
Μες στις κοιλιές των Ισπανών
Υπάρχουν όπλα, πανέτοιμα, πανέτοιμα
Και που περιμένουν, περιμένουν, περιμένουν
Φινλανδέζικα πουλιά ντυμένα με habanera(9)
Βίκινγκς με μαχαίρια που κόβουν manzanilla(10)
Φλαμενκιές Σουηδίας, μελαχρινές σαν στάχτη
Κιθάρες ξεκούρδιστες που κρέμονται
Εξόριστοι εραστές μέσα σε καμπάνες που χτυπούν
Ο Θάνατος που βολτάρει αγκαζέ με τη Βαρκελώνη
Ταύροι διαμπερείς που διασχίζουν την Ιστορία
Ήλιοι κουρασμένοι που τους βλέπουν να πίνουν
Μια μίζερη Ανατολή με βυθισμένους χορούς Αραγωνίας
Αρώματα του Ισλάμ που ψοφάνε στην Ανδαλουσία
Λιθόστρωτα φλαμένκο με αναρχικές χειρονομίες
Ρυθμοί μπάντας τζαζ για παραλυτικούς
Αφρικάνικα ταμ-ταμ δίπλα στην κιθάρα
Νερό δροσερό και ίσκιος που προϋποθέτουν όρκους επικύρωσης
Ένας δρόμος της Μαδρίτης με μαραμένα λουλούδια
Ένα τουφέκι του ’36 που επιστρέφει σερνάμενο
Μες στις κοιλιές των Ισπανών
Υπάρχουν όπλα, πανέτοιμα, πανέτοιμα
Και που περιμένουν, περιμένουν, περιμένουν
Ένα ακόρντο κιθάρας την ώρα που περνάς
Ένας θλιμμένος διαβάτης πριν απ’ τη χαριστική βολή
Ένα μπουκάλι στη θάλασσα σε ένα ινδικό drugstore
Ένα φόρεμα από φως μες στον ίσκιο της λύπης
Η σπιτωμένη μανία που νομίζει ότι είναι στον δρόμο
Τραγούδια Καραϊβικής που χαθήκαν απ’ τα μάτια μας
Όλες οι Αμερικές μέσα σε μια κασέτα
Εκτελεσμένες στερεοφωνικά την αυγή
Η σιωπή που επιτρέπεται πέρα απ’ τον Φράνκο
Φτερά ανεμόμυλων φυτεμένα στα σπίτια
Ο Δον Κιχώτης που προβάλλεται στην τηλεόραση
Ένα έγχρωμο κανάλι για να τα καταπίνουν όλα αυτά
Το αίμα και η τύχη να γίνονται ταυρομαχίες
Κι εκατό χιλιάδες χορευτές στην κεντρική πλατεία
Προς τιμήν του Χριστόφορου Κολόμβου που ανακάλυψε τη Μουσική
Μες στις κοιλιές των Ισπανών
Υπάρχουν όπλα, πανέτοιμα, πανέτοιμα
Και που περιμένουν, περιμένουν, περιμένουν
Μανουέλ ντε Φάγια(11)…
Στο βάθος μιας λυσσασμένης κιθάρας το φθινόπωρο
Υπήρχε αίμα, κάτι σαν μουσκεμένη δίεση
Ήταν στη Βόνη, στη στροφή ενός δρόμου
Αν θα έπρεπε να μιλήσουμε γι’ αυτό το ρομάντζο
Το ντυμένο με τα κυριακάτικα ρούχα του
Κι ενώ η εβδομάδα τεντώνεται με τον καλύτερο τρόπο
Μέχρι την άκρη του αβέβαιου και του τραγικού
Αν θα έπρεπε να τραγουδήσουμε αυτή την αιώνια επανεκκίνηση
Που κρατάει απ’ τη συνήθεια και τη συνεχή γνώση
Κι επαληθεύεται από τα δέντρα
Από τα χρωματισμένα δειλινά
Από τα βλέμματα τα κρυμμένα
Πίσω απ’ τη διεστραμμένη ή τη θρησκευτική σκέψη.
Αν θα έπρεπε να μιλήσουμε λίγο γι’ αυτή την ξεγνοιασιά
Που μας οδηγεί στον κήπο της αποτυχίας και της μοναξιάς
Αν θα έπρεπε… Αν θα έπρεπε…
Τότε θα ανέβαινε από τα βάθη του ασυνείδητού μας
Από τα βάθη της πιο βαθιάς μας θέλησης
Η βεβαιότητα
Ότι ο συγκεκριμένος κι αμέτρητος χρόνος
Παραμένει ανέγγιχτος
Τότε λοιπόν θα παρασυρόταν η συνήθεια
Που συντηρείται από την αντίσταση
Στην εξέγερση, στον έρωτα, στην ψευδαίσθηση
Ο Κοριολανός(12) ήταν ένα απλό πρόσχημα
Θυμάσαι;
Σ’ εκείνη την παραλία με τα βότσαλα
Σ’ εκείνη την παραλία που ηττήθηκε
Στο όνομα ενός συγκεκριμένου συμβιβασμού
Ανάμεσα στη θάλασσα και στο θέαμα
Σ’ εκείνη την παραλία με τα βότσαλα
Σ’ εκείνη την παραλία που ήθελες νικημένη κι υποταγμένη
Στη χορογραφημένη φαντασία σου του μοναχικού και θλιμμένου παιδιού
Θυμάσαι;
Και τραγουδούσες… τραγουδούσες… τραγουδούσες…
Και σκεφτόσουν ότι ο Εγκμόν(13)
ήταν η θάλασσα, το δράμα, τα δάκρυα
Η ομορφιά εκείνης της υπέροχης στιγμής υλοποιημένης μοναξιάς
Το είχες πει, το είχες φωνάξει, σ’ εκείνον τον ανίκανο προοφέσορα του λόγου
Και της χάρης, κι ύστερα κρύφτηκες, επειδή ήσουν
Μόνος στον κόσμο, ηττημένος, κι έξαλλος ενάντια στην ηλιθιότητα
Που στηρίζεται και προστατεύεται από τον νόμο και την πλειοψηφία
Από τότε ο Εγκμόν φουσκώνει μέσα μου όπως η θάλασσα
Ύστερα από τις αδυσώπητες καθόδους της στα βάθη της κόλασης
Και της πιστής φύσης
Ο Εγκμόν, σαν μια γαργαριστή κι ευτυχισμένη πηγή
Σαν μια ολόκληρη γενιά από μοναδικές ευεργεσίες.
Γιατί είσαι ο Μοναδικός
Γιατί σου έδωσα το Μοναδικό κι αυτόν τον Χρόνο
Που σταμάτησε στο χείλος της μοναδικής επινόησης του ανθρώπου…
Μάντεψε!
Η ψευδαίσθηση βολεύεται κι αποζημιώνεται στην καλύτερη περίπτωση
Από το φαντασιακό και την τρέλα
Φαντασιώνομαι και φεύγω εικονογραφώντας με
Και κοιτάζοντάς με μέσα από το στυλ που επιτέλους διέσχισα
Μέσα απ’ όλες αυτές τις σιωπές, απ’ όλες αυτές τις εμβόλιμες αντιξοότητες
Αντιγραφέων που μ’ έκαναν πρότυπο αναφοράς
Άγνωστο πού κι αναμφίβολα μέσω της προφορικής διάδοσης
Όταν μιλάω στην ψευδαίσθηση βρίσκομαι στη Βόνη κι επιμελούμαι
Τη δέκατη τέταρτη συμφωνία σε έναν αρχιδούκα από τους θαυμαστές μου
Πηγαίνω λοιπόν, τότε και τώρα, προς τον χλωμό ορίζοντα, χαμογελώντας
Ίσως γιατί από το μάτι μου μέχρι την επιθυμία της να εμφανιστεί
Δεν υπάρχει παρά μόνο μια αρχιτεκτονική πρόθεση
Αυτό που φαίνεται χάνεται
Αυτό που ενορχηστρώνω δεν μπορεί παρά να χαθεί κι αυτό
Το ένστικτο του όμποε δεν είναι παρά ένα κρόταλο
Επινοημένο από χείλη που διασώθηκαν
Ο άνεμος συνήθως ενημερώνεται για τις διαστροφικές του δυνατότητες
Και σύντομα θα βρεθεί στο γενικό πλάνο αυτών των ενάρετων δασών
Που τρίζουν και μόνο στην ιδέα να προστατευτούν
Εκεί πάνω, στις ψηλές νότες, αντιστεκόμενα επίσης
Στο αντιστικτικό παραμύθι που διδάχτηκε στις παρυφές
Του άμορφου και της παρακμής
Η ωδή… η ωδή… κι αυτό το ενάρετο πάθος
Που δεν πάει ποτέ μέχρι το τέλος της σχετικής αντιστροφής
Στο ελάχιστο, που δεν ανακαλύπτεται παρά μέσα από ευεργεσίες
Μέσα στην προσβολή και την εξευμενιστική θυσία.
Λίγο όπως ο τρόμος που εκβιάζεται από τη νάρκωση και
Τη διεκδίκηση
Γνωρίζω συνταγές που έχω μάθει, έφτυσα πάνω τους
Γνωρίζω ανεφάρμοστες πρακτικές
Τους δημιούργησα σύγχυση μέσα από το απίστευτο.
Το απίστευτο είναι η έξοδος κινδύνου που άνοιγα κάποιες φορές
Και κανείς δεν το αντιλήφθηκε ποτέ
Η διαστροφή με εξανάγκαζε να γίνω όπως ακριβώς
Με φαντάζονταν οι διεστραμμένοι κι ακόμη περισσότερο…
Αυτή τη διαστροφή την καλά κρυμμένη βαθιά σε θάλασσες συνειδητές
Αναθεωρημένες και διορθωμένες από τον κυνισμό των νόμων
Κατά προτίμηση ποινικών, την άκουγα βαθιά μέσα μου
Σαν τα ακόρντα της Ενάτης που προσλάμβανα στρεβλά
Γιατί ήταν στριμωγμένα φύρδην-μίγδην στον ακουστικό μου πόρο
Και την επέστρεφα στους δικαιούχους
Θέλω να πω στους πνευματικά απροσάρμοστους
Που νόμιζαν ότι έκανα λάθος ενώ ήμουν ήδη ο Στραβίνσκι
Και μάλιστα με χαμόγελο
Τέλος πάντων, μ’ ένα χαμόγελο πολύ κοντά στα δικά σας δάκρυα
Πρέπει να κάνουμε παραχωρήσεις
Αυτό ευνοεί και ξεγελάει τους ιστορικούς
Πήγαινα κι έπαιζα κουτσό με τριανταδύο τετράγωνα
Η σονάτα για πιάνο είναι η παραίτηση του παίκτη
Όταν ο Θεός αυνανίζεται χύνει χυμό φραγκοστάφυλου στο λευκό κρασί σου
Κι έχεις κι εσύ ταυτόχρονο οργασμό
Με τη μόνη διαφορά ότι κι εσύ είσαι Θεός
Δεν είστε παρά μόνο άμορφα αντίγραφα της φαντασίας σας
Όταν φαντασιώνεσαι πιστεύεις ότι είσαι μέρος του θεάματος
Ενώ είναι το θέαμα που σε κοιτάζει και σε πιστοποιεί
Όταν ιδρωκοπούσα πλάι στην Τερέζα,(14)
το θεωρούσε δείγμα ιδιοφυίας
Η ιδιοφυία μου βρισκόταν στο γεγονός ότι σταμάτησα εγκαίρως
Στο σύνορο με το ανείπωτο και το ανέκφραστο
«Ξέρεις ότι ο Ρέμπραντ δεν σχεδίαζε παρά μόνο ανοησίες;»
Αν έβλεπες εκείνα που έβλεπε θα μου ξερίζωνες τ’ αυτιά
Είμαστε από έναν κόσμο που δεν χτίστηκε ακόμη
Και που τον περιδιαβαίνουμε μόνοι
Αν και χρειάζεται ακόμη λίγη αταξία
Και λίγη από αυτή την ανείπωτη ομορφιά
Που δεν εκφράζεται με τις νότες ή με το μολύβι
Και που τη θυσιάζουμε κάθε βράδυ
Προτού να διασχίσουμε το ανέκδοτο και τη φανταστική χλομάδα
Της σιωπής και της αντικειμενικής νάρκωσης
Το μηδέν καταλήγει στ’ αλήθεια να αποκτά υλική υπόσταση
Επειδή ενημερωνόμαστε γι’ αυτό τόσο πολύ και το αναφέρουμε τόσο συχνά
Με τις λέξεις και τις ιδέες μας ώστε στο τέλος η ίδια η ιδέα του
Μεταμορφώνεται από τις αισθήσεις και τη χλευαστική μας κατανόηση
Ο Κοριολανός δεν ήταν παρά ένα πρόσχημα. Ο Εγκμόν; Τι να πούμε;
Θυμάσαι;
Σ’ εκείνη την παραλία με τα βότσαλα
Σ’ εκείνη την παραλία που ηττήθηκε
Στο όνομα ενός συγκεκριμένου συμβιβασμού
Ανάμεσα στη θάλασσα και στο θέαμα.
Σ’ εκείνη την παραλία με τα βότσαλα
Σ’ εκείνη την παραλία που ήθελες νικημένη κι υποταγμένη
Στη χορογραφημένη φαντασία σου του μοναχικού και θλιμμένου παιδιού
Θυμάσαι;
Και τραγουδούσες… τραγουδούσες… τραγουδούσες…
Και σκεφτόσουν ότι ο Εγκμόντ ήταν η θάλασσα, το δράμα, τα δάκρυα
Η ομορφιά εκείνης της υπέροχης στιγμής υλοποιημένης μοναξιάς
Το είχες πει, το είχες φωνάξει, σ’ εκείνον τον ανίκανο προφέσορα του λόγου
Και της χάρης, κι ύστερα κρύφτηκες, επειδή ήσουν
Μόνος στον κόσμο, ηττημένος, κι έξαλλος ενάντια στην ηλιθιότητα
Που στηρίζεται και προστατεύεται από τον νόμο και την πλειοψηφία.
Από τότε ο Εγκμόν φουσκώνει μέσα μου όπως η θάλασσα
Ύστερα από τις αδυσώπητες καθόδους της στα βάθη της κόλασης
Και της πιστής φύσης
Ο Εγκμόν, σαν μια γαργαριστή κι ευτυχισμένη πηγή
Σαν μια ολόκληρη γενιά από μοναδικές ευεργεσίες
Γιατί είσαι ο Μοναδικός.
Γιατί σου έδωσα το Μοναδικό
Και ο Χρόνος που σταμάτησε μπροστά στη μοναδική επινόηση του ανθρώπου
Στον πόνο!
Μη τραγουδάτε τον θάνατο, είναι ένα μακάβριο θέμα
Και μόνο η λέξη ρίχνει μια κρυάδα μόλις ακουστεί
Οι άνθρωποι της σόου-μπίζνες θα προβλέψουν μηδενικές πωλήσεις
Είναι ένα θέμα ταμπού, για καταραμένους ποιητές
Ο θάνατος
Τον τραγουδάω κι αμέσως, ω θαύμα των φωνηέντων
Μου φαίνεται ότι ο θάνατος γίνεται αδερφός του έρωτα
Ο θάνατος που μας περιμένει, ο θάνατος που συχνά καλούμε
Ακόμη κι αν δεν έρχεται
Στο τέλος σίγουρα θα έρθει
Ο θάνατος
Ο δικός μου δεν θα είναι, όπως στο «Λεξικό Εικονογραφημένο»
Ένας σκελετός με σάβανο και δρεπάνι στα χέρια
Αλλά μια κοπέλα εικοσάχρονη με φλογερά μαλλιά
Ντυμένη με νυφικό
Και θα ’χει όλα τα απαραίτητα
Ο θάνατος
«Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ και όχι «Χορός του Θανάτου»
Βαλς μελαγχολικό για μουσίτσες κι όχι μουσείο του Σεν-Σανς
Ο θάνατος είναι ομορφιά, είναι η κοφτερή αστραπή του ξίφους
Είναι το γλυκό αναισθητικό
Των αισθήσεων και του πνεύματος
Ο θάνατος
Και μην συγχέετε αιτία κι αποτέλεσμα
Ο θάνατος είναι λύτρωση, γνωρίζει ότι ο χρόνος
Μας κλέβει καθημερινά κάτι
Μια τούφα μαλλιά
Το σεντέφι των δοντιών
Ο θάνατος
Και η ευθανασία, η απόλυτη νοσοκόμα
Έρχεται έγκαιρα, για να διακόψει αυτό το παιχνίδι
Κοντά στον πληγωμένο στρατιώτη μέσα στη λάσπη του ορυζώνα
Στον ξυλιασμένο γέροντα
Σ’ ένα παγωμένο δωμάτιο
Ο θάνατος
Ο χρόνος είναι το τερατώδες τικ-τακ του ρολογιού
Ο θάνατος είναι το άπειρο μες στην αιωνιότητά του
Αλλά τι γίνεται μ’ εκείνους που πάνε να τον συναντήσουν
Όπως πάνε να κερδίσουν τη ζωή τους;
Μας αξίζει άραγε;
Ο θάνατος
Άκου, άκου
Μες στη σιωπή της θάλασσας
Υπάρχει κάτι σαν καταραμένο παλαντζάρισμα που σας συντονίζει την καρδιά
Με την άμμο να τραβιέται λίγο
Όπως οι γριές πουτάνες τσιτώνουν το δέρμα τους
Σενιάρουν τη βιτρίνα
Ακίνητο
Η ακινησία, αυτή ενοχλεί πολύ τον αιώνα μας
Είναι λίγο σαν το χαμόγελο της ταχύτητας
Και χαμογελάει τσιγγούνικα η ταχύτητα σ’ αυτούς τους καιρούς
Οι εραστές της θάλασσας πηγαίνουν στη Βρετάνη ή στην Ταϊτή
Είναι σκέτη μαλακία οι εραστές
Δεν υπάρχει τίποτα πια
Σύντροφε καταραμένε, σύντροφε μίζερε
Μιζέρια λέγαν τη σκύλα μου που είχε τρία πόδια
Το τέταρτο το πεπρωμένο το είχε βάλει καβάντζα
Για τις Ολυμπιάδες της μάσας
Και τις εξάμηνες κωλοκάψες της που άπλωνε στους θάμνους
Για να εξασφαλίζει έτσι τους απογόνους της
Έφυγε η Μιζέρια
Κουτσαίνοντας
Κάπου μέσα στη νύχτα των σκύλων
Σύντροφε ήσυχε, σύντροφε πετυχημένε
Όταν γυρίσεις στο σπίτι σου
Γιατί στο σπίτι σου;
‘Όταν θα γυρίσεις στο κουτί σου, στην οδό Αλεζιά ή Φομπούρ
Αν βρεις κάποιον στο κρεβάτι σου
Αν βρεις κάποιον που κοιμάται εκεί
Λοιπόν, σήκω και φύγε, μες στο κιτρινωπό ξημέρωμα
Μόνος, μην παντρεύεσαι
Αν είναι η γυναίκα σου εκεί, ξύπνα την από τον φαντασμένο της ύπνο
Δώσ’ της μια σφαλιάρα
Σαν να είχε πάθει καρδιακό επεισόδιο ή νευρική κρίση
Μπορείς να της πεις
«Για πες, δεν ντρέπεσαι να βολεύεσαι έτσι, μες στο υγρό γέρασμά σου;
Για πες, δεν ντρέπεσαι;
Ενώ υπάρχουν ενενήντα χιλιάδες λουλούδια;
Μαλακισμένη!». Και σήκω και φύγε
Χώρισέ την, μην παντρεύεσαι! Μπορείς να κάνεις τα πάντα
Κυλίσου μες στην αταξία
Για την τιμή, για τη διατήρηση του τίτλου
Η αταξία είναι η τάξη μείον η εξουσία!
Δεν υπάρχει πλέον τίποτα
Είμαι ένας λευκός νέγρος που τρώει βερνίκι παπουτσιών
Γιατί χέστηκε να είναι λευκός αυτός ο νέγρος
Χέστηκε αν τον πουν, «Βρομολευκέ!»
Στη Μασσαλία το «Σαρδέλα» που είχε μπλοκάρει το λιμάνι
Ήταν φουλαρισμένο με ηρωίνη
Κι οι βατραχάνθρωποι δεν πίστευαν στα μάτια τους
Ελευθερώστε τις σαρδέλες
Και δεν θα υπάρχουν πια ιχθυέμποροι!
Αν γνώριζες ότι γνωρίζω
Θα σ’ έδειχναν με το δάχτυλο στον δρόμο
Καλύτερα λοιπόν που δεν γνωρίζεις τίποτα
Τουλάχιστον έτσι είσαι άνετος, ανώνυμος, πολίτη!
Έχεις δικαίωμα, πολίτη, σε ένα ελάχιστο αξιοπρέπειας
Στη διαφήμιση των ενζύμων και της γκλαμουριάς
Στη διακίνηση δολαρίων και στους λαθρέμπορους όπλων
Που βουτάνε τις εφημερίδες μες στη λάσπη και στο αίμα
Έχεις δικαίωμα σε αυτόν τον ήχο της θάλασσας που κατεβαίνει
Κι αν θέλεις να την πάρεις, θα σε γοητεύσει
Με τον άνεμο στον πισινό και τους εξάντες του συναγερμού
Αλλά θα επιστρέψει χωρίς εσένα, αν είσαι κακός
Οι λέξεις, πάντα οι λέξεις βέβαια!
Στα όπλα, πολίτες!
Στους παππούδες, πολίτες! Στον έρωτα πολίτες!
Θα κάνουμε καριέρα
Όταν θα έχουμε σπάσει τα μούτρα των μεγαλυτέρων μας!
Τα Δημαρχεία είναι σιδερένια μνημεία
Ούτε ένα φτερούγισμα πουλιού δεν τις χαράζει – για να καταλάβετε!
Δεν είμαστε πλέον ούτε καν Γερμανοεβραίοι
Δεν είμαστε τίποτα
Δεν υπάρχει πλέον τίποτα
Καλοραμμένα παντελόνια που βεβαίως λιγουρεύονται τα πιτσιρίκια!
Στήθη αγχωμένα, άδειες κοιλιές
Βολέψου τώρα εσύ με αυτά!
Το χαμόγελο εκείνων που ζεσταίνουν τη γαβάθα τους
Σε παραλίες διαμορφωμένες και καθαρισμένες απ’ τα κουνούπια
Δηλαδή στην Κόλαση
Εκεί που ο Θεός φοράει τα μαύρα γυαλιά του
Για να μην τον αναγνωρίσουν οι θαυμαστές του
Ο Θεός είναι ένα είδωλο κι αυτός!
Κάτω απ’ το λιθόστρωτο δεν υπάρχει πλέον η παραλία
Υπάρχει η κόλαση και η ασφάλεια
Η αληθινή μας ζωή δεν είναι αλλού, είναι εδώ
Είμαστε στον κόσμο, μας το έχουν πει επανειλημμένα αυτό
Κι ας μην αρέσει στη λογοτεχνία
Στις λέξεις βάζουμε μάσκες, φίμωτρα στη μούρη
Στην Εγκυκλοπαίδεια οι λέξεις!
Και την κοπανάμε φωνάζοντας! Και να λοιπόν!
Δεν υπάρχει τίποτα πια, τίποτα
Είμαι ένα σκυλί; Perhaps!
Είμαι ένας ποντικός; Τίποτα
Με την καρδιά να χτυπάει μέχρι τον τελευταίο χτύπο
Ερχόμαστε με τα εργαλεία μας
Για να καθαρίσουμε τα μυαλά των ανθρώπων
Μάθε λοιπόν να κοιμάσαι γυμνός!
Πέτα στον αέρα τις παντόφλες σου! Αναποδογύρισε τις καρέκλες σου!
Τρώγε όρθιος! Κάθισε πάνω στους τόνους από απρέπειες
Πήγαινε στο παράθυρο και γκάριξε γκαρίδες αρχών
Αν ποτέ καταλάβεις ότι η εξέγερσή σου βάλτωσε
Κι έγινε μια συνηθισμένη εξέγερση τότε
Βγες έξω, περπάτα, γάμησε, ψόφα
Αγάπησε επιτέλους τα δέντρα, τα ζώα
Φύγε μακριά από το πρέπον και το μη-πρέπον
Παράτα αυτές τις έννοιες – αν είναι έννοιες
Τίποτα δεν αξίζει τον κόπο για τίποτα
Δεν υπάρχει τίποτα πια.. Τίποτα, τίποτα…
Φτιάξε φόρμουλες της νύχτας, «ε.ν, είναι νύχτα»
Ακόμη και στον ήλιο, κυρίως στον ήλιο είναι νύχτα
Μπορεί να ψοφήσεις
Οι άνθρωποι δεν κρατάνε ούτε την παραμικρή έμπνευσή τους
Θα κατευθύνουν επάνω σου τη διεστραμμένη αποφορά τους
Κι εκείνη η ομφαλοσκοπική κατήχηση, είναι στ’ αλήθεια αηδιαστική!
Θα σου το βουλώσουν οι άνθρωποι, πάντα κάνουν τους άλλους να το βουλώνουν
Δες τους στο τραπέζι, όταν τρώνε, καταβυθίζονται στο ακατανόμαστο
Ξεπερνούν τον εαυτό τους και πάνε προς τα σκουπίδια και το ρέψιμο ακριβείας!
Η ακρίβεια του παραλόγου, ωραία ανατροπή
Των θωρακικών αντιδραστήρων, όπως στην προσγείωση
Ρεύεσαι και σταματάς το μακελειό
Στις πίστες του ασυνείδητου υπάρχουν σαλιωμένες σημαδούρες
Με μνήμες πάντα της μαμαλίγκας, του οργάνου, της χορτασίλας
Οι πιο ωραίες αναμνήσεις μου είναι από έναν άλλο πλανήτη
όπου οι χασάπηδες διαλαλούσαν ανθρώπινο κρέας
Εγώ ανήκω σ’ εκείνη η σιδηροδρομική ράτσα που βλέπει τις αγελάδες να περνούν
Αν δεν τρώγαμε τις αγελάδες, τα πρόβατα, και όλα τα υπόλοιπα
Δεν θα γνωρίζαμε ούτε τις αγελάδες, ούτε τα πρόβατα, ούτε όλα τα υπόλοιπα
Στην τελική μας εκπαιδεύουν για να ραμφίζουμε
Ε, ας ραμφίσουμε! Την κοτολέτα για δύο την ξέρεις;
Ευτυχώς που υπάρχει το κρεβάτι, ένα πάρκινγκ!
«Έρχεσαι, αγάπη μου;»
Και μετά γίνεται ότι και στη ρουλέτα: ποντάρεις, ποντάρεις
Αν η ρουλέτα είχε μόνο μια τρύπα, πάλι θα μας έκαναν να ποντάρουμε
Εξάλλου αυτό κάνουμε!
Καταλαβαίνω τους παίκτες
Έχουν τριανταπέντε ευκαιρίες για να μην ποντάρουν
Κι όμως ποντάρουν, ποντάρουνΤο δράμα στο ζευγάρι είναι ότι υπάρχουν δύο
Και δεν υπάρχει παρά μόνο μια τρύπα στη ρουλέτα
Όταν βλέπω ζευγάρι στον δρόμο, αλλάζω πεζοδρόμιο!
Μην παντρεύεσαι, μην ψηφίζεις, αλλιώς κάηκες
Ήταν όμορφη σαν την εξέγερση
Την είχαμε στα μάτια μας
στην αγκαλιά μας, στα παντελόνια μας
Τη λέγανε «φαντασία»
Κοιμόταν σαν νεκρή, ήταν νεκρή
Μισοκοιμόταν, τη θάψαμε από μνήμης
Στο κοκτέιλ Μολότοφ πρέπει να βάλεις Μαρτίνι, μικρό μου!
Μεταφέρτε τις ιδέες σας σαν να ήταν ναρκωτικά. Κανένας κίνδυνος στα σύνορα
Τίποτα στα χέρια, τίποτα στις τσέπες, όλα στη μούρη!
Δεν έχετε τίποτα να δηλώσετε; Όχι
Πώς ονομάζεστε; Καρλ Μαρξ.
Περάστε
Φύγαμε. Ήμασταν μια χούφτα
Θα ξαναβρεθούμε σύντομα απογυμνωμένοι, μόνοι, με τα σχέδιά μας πίσω μας
Ακούστε τους, ακούστε τους
Είναι αψύ σαν κρασί νέας εσοδείας
Φύγαμε, ήμασταν μια χούφτα
Σε λίγο αυτό θα απλωθεί στα πεζοδρόμια
Η πάρλα δεν είναι ικανοποιητικός πυροκροτητής
Η οπλισμένη σιωπή είναι καλή, αλλά καλύτερα να το βουλώσει
Όλοι οι θυρωροί! Ακούστε τους, δεν υπάρχει τίποτα πια
Αν οι λέξεις ξεσηκώνονταν; Ε;
Πόσοι ήμασταν; Θα τα καταφέρουμε!
Η θλίψη, πάντα η θλίψη
Τραγουδούσαν, τραγουδούσαν
στους δρόμους «μην παντρεύεσαι»
Εκείνοι του Σαν Φρανσίσκο, του Μιλάνου, του Παρισιού
Κι εκείνοι του Μεξικού με τα μπράτσα πιασμένα
Κρεμασμένα γερά στο όνειρο, «μην ψηφίζεις»
Ω, DC-8(15)
των πελεκάνων
Πελαργοί που αποδημούν στην ώρα τους
Λαμπραντόρ, χείλη βισώνων
Εφευρίσκω στο κάτω μέρος μπλε τάρανδων
Με κόκκινη φορεσιά ηλιοβασιλέματος
Τραβάω δυτικά της μνήμης μου
Προς τη διαύγεια, προς τη διαύγεια
Φωτίζομαι τη νύχτα μες στη μαυρίλα των νεύρων μου
Φόρτισα το χρυσάφι των μαλλιών μου με εκατό χιλιάδες βατ
Αλλά είναι χαλασμένα τα κυκλώματα στο βάθος της σάρκας μου
Φαντάζομαι το τηλέφωνο σ’ έναν χερσότοπο
Όπου θα κοιταζόμασταν εγώ κι εγώ
Μέσα σ’ αυτή την αναίσχυντη ομίχλη του χρωματισμένου δειλινού
Δεν είμαι παρά ένας προφήτης συσκοτισμένος από οιωνούς
Τα κυκλώματά μου αποσυνδέθηκαν
Δεν είμαι παρά ένα δίπολο
Γιε μου, πρέπει να την κάνεις, όπως κάνουμε το ψωμί.
Είναι νωρίς. Καν’ την. Πάρε κρασί για τον δρόμο
Ξεσπάθωσε απ’ το αγχωμένο όνειρο των βολεμένων
Τράβα, τράβα, γιε μου, προς το ιδανικό αστέρι
Θα συναντηθείς, θα αναγνωριστείς
Με το σχέδιο εμπρός σου, θα χωθείς μέσα του
Η αλλαγή δέρματος γίνεται ανάποδα σε αυτόν τον εφευρετικό κόσμο
Θα ξαναβρείς την κοριτσίστικη φωνή σου και θα τραγουδήσεις αύριο
Γύρνα τα μάτια προς το μέσα σου
Όταν θα έχεις περάσει τοίχο-τοίχο
Όταν θα έχεις ξεπεράσει την όρασή σου
Δεν θα δεις τίποτα, δεν υπάρχει τίποτα πια
Και οι μητέρες και οι πατέρες
Κι κείνοι που σ’ έφτιαξαν
Κι εκείνοι που έφτιαξαν όλους τους άλλους
Και τα «Κύριε» και «Κυρία»
Και οι καθισμένοι στα παγωμένα βελούδα, νωθροί, υποταγμένοι
Κι αυτά τα φρικτά πλανόδια μαγαζιά
Που τα έχουν όλα στη βιτρίνα
Όλοι αυτοί τους οποίους θα μπορείς να πεις
«Κύριε», «Κυρία»
Αφήστε λοιπόν ήσυχους αυτούς τους ανθρώπους
Αυτούς τους φανταστικούς τεμενάδες που τους εφευρίσκετε
Αυτές τις υποταγμένες απογνώσεις
Όλη αυτή τη θλίψη που ξυπνάει το πρωί
Για να πάει, σε μια συγκεκριμένη ώρα, να βγάλει λεφτά
Με σφιγμένα πνευμόνια
Με τα χέρια ξεχειλωμένα απ’ τις προσβολές των χρηστών ηθών
Κι έπειτα μετράτε τα λεφτά σας; Συγνώμη, τα λεφτά τους!
Αυτό που σας ατιμάζει
Είναι η διοικητική καθαρότητα
Η οικολογική, για την οποία περηφανεύεστε
Μέσα στις σάλες με τα κλιματιζόμενα μπάνια
Μέσα στους έρημους μπιντέδες σας και τους ψεύτες καθρέφτες σας
Κάνετε τους καθρέφτες να ψεύδονται!
Είστε δυνατοί στο να αντανακλάστε ακριβώς όπως είστε
Γραβατωμένοι, γουναρισμένες
Πασαλειμμένοι με αλαζονεία μέσα στο πράσινο νερό που ρέει
Από τα βουνά και που φροντίσατε να υποταχτείτε
Σε κάποιο ορισμένο σημείο, σε κάποια ορισμένη ώρα
Για τις ναρκισσιστικές σας παρτούζες
Κοιτάζεστε κι ούτε που αναγνωρίζετε τον εαυτό σας
Τόσο όμορφοι είστε, και μετράτε τα λεφτά σας
Κατά μήκος, κατά πλάτος
Στο περιθώριο αυτών των μισθών που παρατάτε με ακρίβεια
Με αίσθηση οικονομίας, θα έλεγα «στα κρυφά»
Όπως αυτοί οι προειδοποιητικοί βοριάδες
Που διηγούνται τα κατορθώματα της μπουκιάς
Με αυτό το εκδικητικό κι ισοπεδωτικό όργανο
Που εμποδίζει κάθε ταυτοποίηση
Εννοώ για να εκμεταλλευτείτε τον πλησίον σας
Είστε οι πρωταθλητές της ανωνυμίας
Οι επαναστάσεις; Ας μιλήσουμε γι’ αυτές!
Θέλω να μιλήσω για τις επαναστάσεις που μπορούμε ακόμη να δείξουμε
Επειδή σας χρησίμευσαν, επειδή πάντα σας χρησίμευαν
Τις επαναστάσεις εκείνες που είναι «Ιστορία»
Επειδή οι «ιστορίες» σας διασκεδάζουν πριν σας τραβήξουν το ενδιαφέρον
Κι όταν σας ενδιαφέρουν είναι πλέον αργά
Σας λένε ότι ετοιμάζεται μια νέα
Και μόλις κάτι ανέκδοτο σας ενοχλεί και σας σοκάρει
Βολευόσαστε την παραμονή της
Πάντα την παραμονή της για να κρατήσετε θέση
Σ’ ένα ανάκτορο εξόριστων, σε μια ασφαλή χώρα
Στεφανωμένοι από το κύρος των ξεριζωμένων
Οι βαθιές ρίζες αυτού του τόπου είστε εσείς, καθώς φαίνεται
Κι όταν σας μεταφέρουν από την αταξία των δρόμων
Σε μια νέα τάξη πραγμάτων – όπως λέτε
Μεταμοσχεύεστε με την επιστροφή σας και σας ζητωκραυγάζουν
Εδώ και διακόσια χρόνια παίρνετε εισιτήρια για επαναστάσεις
Θα μπαίνατε στον πειρασμό να πάρετε μαζί και το πανέρι σας
Για να μη χάσετε το παραμικρό ψίχουλο, ε;
Και οι αχρείοι που σας διασκεδάζουν
Αυτοί οι αχρείοι που σας ενοχλούν επίσης
Αυτούς τους τυλίγουν σε μια σελίδα εφημερίδας με «διάφορες ειδήσεις»
Καθώς εσείς τυλίγετε τις δικές σας με μια σημαία
Όλοι σας νομίζετε ότι βρίσκεστε σ’ ένα ιπποτροφείο
Η ράτσα σάς κρατάει όρθιους σε έναν κόσμο όπου στρογγυλοκαθίσατε
Έχετε το στυλ της εξουσίας
Συχνά φτάνετε στο σημείο να απευθύνεστε στον εαυτό σας
Όπως θα απευθυνόσασταν στους υποτελείς σας
Από φόβο να κατεβείτε από το βάθρο σας, από τις δυσμορφίες σας
Από φόβο μη γίνετε δαχτυλοδειχτούμενοι στους διαδρόμους της πλήξης
Και πουν για σας, «να, να, χαμηλώνει
Θα καταλήξει να διπλωθεί στα δυο, να συρθεί κατάχαμα»
Μην ανησυχείτε, στο έρπειν είστε ανίκητοι
Μόνο που δεν το ασκείτε παρά μόνο μεταφορικά
Θα θέλατε πολύ να ξαπλώσετε, αλλά με στυλ ανωτερότητας
Με αυτό το «στυλ» που φοράτε, Κύριε, στη μπουτονιέρα σας
Κι όταν ξέρει κανείς ότι σας κόστισε πικρές σιωπές
Δυσβάσταχτες αναγούλες, μισοξεραμένα σαν δάκρυα χαμόγελα
Αυτή η δύστυχη κορδέλα κόκκινη σαν ντροπή
Που ποτέ δεν αποφασίσατε να πορφυρώσετε με το πρόσωπό σας
Αναρωτιέμαι γιατί η Φύση βάζει
Τόση στενοκεφαλιά, τόση επιδεξιότητα
Τόση βιολογική αδιαφορία
Και κάνει οι γιοι να μοιάζουν τόσο στους πατέρες
Από τις φούστες των συζυγικών γυναικών σας
Μέχρι τις αμφιλεγόμενες σαλονάτες που στήνετε όρθιες για να πιουν
Μέσα στον ανώτερο κόσμο σας, με το χτένισμα των ορθώς σκεπτόμενων
Εγώ είμαι ένας μπάσταρδος
Είμαστε όλοι μπάσταρδοι
Αυτό που μας χωρίζει σήμερα
Είναι ότι το δικό σας μπαστάρδεμα έχει επικυρωθεί από τον Αστικό Κώδικα
Πάνω στον οποίο, με την άδεια σας
Φτύνω με ευχαρίστηση, πριν αποσυρθώ
Μείνετε ήσυχοι, δεν ρισκάρετε τίποτα!
Δεν υπάρχει τίποτα πια
Κι αυτό το τίποτα σας το χαρίζουμε!
Αδιαφορήστε μέχρι εκεί, αν μπορείτε
Εμείς δεν μπορούμε, μια μέρα, σε δέκα χιλιάδες χρόνια
Όταν δεν θα βρίσκεστε πια εδώ, θα έχουμε τα πάντα
Τίποτα δικό σας, όλα δικά μας
Θα έχουμε τον χρόνο να επινοήσουμε τη Ζωή, την Ομορφιά, τα Νιάτα
Τα δάκρυα θα λάμπουν σαν σμαράγδια στα μάτια των κοριτσιών
Τα κτήνη θα είναι επιτέλους εκτροχιασμένα, προτεραιότητα από αριστερά παρακαλώ!
Δεν θα πεθαίνουμε πια για το τίποτα, θα ζούμε για τα πάντα
Και τα μικρόβια της μαλακίας
Που δεν θα έχετε παραλείψει να μας κληροδοτήσετε, το κόστος της κοπριάς σας
Των στοιβαγμένων σε σιλοθήκες βιβλίων σας
Των δημόσιων εγγράφων σας
Των κανονισμών του σωφρονιστικού συστήματος
Των διαταγμάτων, ακόμη και των προσευχών σας
Όλα αυτά τα ποινικο-παντοφλάδικα μικρόβια, μείνετε ήσυχοι!
Έχουμε ήδη τις μηχανές για να τα ακυρώσουμε
Θα έχουμε τα πάντα
Σε δέκα χιλιάδες χρόνια!
Ο ίσκιος σου είναι εδώ, πάνω στο τραπέζι μου
Και δεν θα ήξερα να σου πω
Πώς ο ψεύτης ήλιος απ’ τις λάμπες βολεύεται
Ξέρω πως είσαι εδώ
Και πως ποτέ δεν μ’ εγκατέλειψες, ποτ
Σ’ έχω μέσα μου, βαθιά, μέσα στο αίμα μου
Και τρέχεις μες στις φλέβες μου
Περνάς απ’ την καρδιά μου και φιλτράρεσαι στα πνευμόνια μου
Σ’ αγαπώ, σε πίνω, σε ζω
Σε περιέχω κι είναι ωραίο
Σου φέρνω απόψε το από καιρό παιδί μου
Εκείνο που έκανα μόνος μου
Που σου μοιάζει, που μου μοιάζει
Που βγαίνει απ’ την κοιλιά σου
Από την κοιλιά σου που είναι στο κεφάλι μου
Είσαι η αδερφή, η κόρη, η σύντροφος
Και η πουλάδα αυτού του καυτού Θεού
Που φωτίζει τις νύχτες μας από τότε που δουλεύαμε στις νύχτες μας
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ
Μου φαίνεται πως μ’ έβγαλαν από μέσα σου
Όταν μιλάς, με μαγεύεις
Όταν τραγουδάω, σου μιλώ
Ερχόμαστε από αλλού κι οι δυο μας
Δεν το ξέρει κανείς
Όταν θα πεθάνω δεν θα ζεις παρά μόνο σε κατάσταση συναγερμού
Δεν θα ’χεις ούτε μια στιγμή δική σου
Θα είσαι δική μου, πέρα απ’ το μονοπάτι που θα μας χωρίζει
Και θα σε φωνάξω
Και θα έρθεις
Είμαι η ζωή για σένα
Και η οδύνη
Και η χαρά
Και ο Θάνατος
Πεθαίνω μέσα σου, κι οι δύο θάνατοί μας
Θα φτιάξουν μια νέα ζωή μοναδική, σαν δυο άστρα που συναντιούνται
Σαν να έπρεπε να το κάνουν αυτό αιώνια
Σαν να ζευγάρωναν μέσα σ’ έναν αιώνιο οργασμό
Ό,τι κι αν κάνεις είναι καλό, αφού μ’ αγαπάς
Ό,τι κι αν κάνω είναι καλό, αφού σ’ αγαπώ
Αυτή τη μέρα, αυτή την ώρα
Και για πάντα, αγάπη μου
Αγάπη μου
MUSS ES SEIN, ES MUSS SEIN(16)
Η Μουσική… Η Μουσική… Πού ήταν η Μουσική;
Μες στα βερνικωμένα σαλόνια με τους σεβάσμιους πολυέλαιους;
Μες στα κρυφά κονσέρτα με τα κρυφά κρινολίνα;
Μες στους περασμένους καιρούς με τις περασμένες συμπόνιες;
Μες στα κατακτημένα παλάτια με τις χαδιάρες κατακτήσεις;
Εκεί είναι που λιποθυμά, εκεί είναι που θάβεται η Μουσική…
Εμείς, μες στους δρόμους τη θέλουμε τη Μουσική!
Και θα έρθει! Και θα την έχουμε τη Μουσική!
Muss es sein? Es muss sein!
Εδώ και κοντά τριάντα χρόνια, εδώ και κοντά δέκα μέρες
Από τότε που το λαρύγγι σου, από τότε που η πηγή σου
Από τότε που τρέχω σαν κατάδικος μες στις κόγχες της νύχτας
Ανησυχώντας για τον φλοιό μου, muss es sein? Es muss sein!
Είμαι ένα δέντρο ακαθόριστης ηλικίας από τότε που πίνω στο κατώφλι μου
Και δεν μου φέρνεις παρά κόλαση, για να κομματιάσω το μέλλον
Από τότε που τίποτα δεν καταβροχθίζεται, παρά μόνο οι ίσκιοι στον τοίχο
Από τότε που μου χρησιμεύεις ακόμη, μια ήττα πάνω στον καναπέ
Muss es sein? Es muss sein!
Μια αράχνη μου είπε «καλησπέρα», σερνόταν μες στο δειλινό
Από τότε που η ψυχή μου σκοντάφτει προς κάτι χώρες μηχανικές
Από τότε που σκασμένος από μουσική θα πάρω τα μούτρα μου γι’ αλλού
Muss es sein? Es muss sein!
Μια αράχνη μου είπε, «εξ άλλου, το παν είναι η εξάσκηση»
Λούντβιχ! Λούντβιχ! Είσαι κουφάλογο; Λούντβιχ η Χαρά, Λούντβιχ η Ειρήνη
Λούντβιχ! Η ορθογραφία είναι μαλακία! Αλλά είναι και πολύ μεγάλο καμάρι!
Και το πορφυρό κρασί σου κάνει λεκέδες πάνω στα κοντραμπάσο σου
Λούντβιχ! Απάντησε! Είσαι κουφάλογο; μα την πίστη μου!
Muss es sein? Es muss sein!
Η Μουσική… Η Μουσική… Πού είναι σήμερα;
Η Μουσική πεθαίνει κυρία μου! Ακούς εκεί! Η Μουσική;
Τη βρίσκουμε στο Πολυτεχνείο ανάμεσα σε δυο εξισώσεις, αγαπητή μου!
Με τον Μπουλέζ(17) στο μαγαζί του κι έναν υπουργό στη μπουτονιέρα
Στους δρόμους η Μουσική! Music? In the street!
La Musica? Nelle strade!
Muss es sein? Es muss sein!
Πρέπει έτσι; Έτσι πρέπει!
Βλέπω λιγάκι τον κόσμο όπως βλέπω το απίστευτο
Το απίστευτο είναι αυτό, αυτό που δεν βλέπουμε
Λουλούδια μες στα μολύβια, ο Ντεμπισί πάνω στην άμμο
Στο Σεντ-Ομπέν-σιρ-Με8(18) που δεν γνωρίζω
Οι σιδερόχυτες κόρες στα βάθη της συνήθειας
Κι ανήλικοι που σκάβουν μες στις ζεστές κοιλιές τους
Σουτιέν στις γάτες των αφεντικών κάτω στο Νότο
Σκληρή δουλειά των εργατών στη Ρενό
Εγώ λοιπόν ζω αλλού, στη διάσταση τέσσερα
Με ένα Κόμικ σχεδιασμένο στην MC2(19)
Είμαι το Αύριο, είμαι η δρυς και η εστία
Έλα στο σπίτι μου, αγάπη μου, έλα στο σπίτι μου, το τζάκι καίει
Πετάω για το δέρμα στην επικράτεια της μιζέριας
Είμαι ένα γέρικο Μπόινγκ απ’ το ’89
Τραβάω μ’ ένα λουλούδι στα δόντια για τον τελευταίο πόλεμο
Η γραφομηχανή μου έχει ένα συνολάκι ολοκαίνουργο
Βλέπω το στερεοφωνικό μέσα στο μάτι μιας πιτσιρίκας
Πιάνα πάνω σε κοριτσίστικες κοιλιές στο Παρίσι
Ένας παγωμένος χιμπαντζής που τραγουδάει τη μουσική μου
Χαμηλόφωνα μαζί μου, κι εσύ δεν είπες τίποτα
Δεν λες ποτέ τίποτα, δεν λες ποτέ τίποτα
Μόνο κλαις κάποιες φορές, όπως κλαίνε τα ζώα
Χωρίς να ξέρουν γιατί, δίχως κουβέντα
Όπως εσύ, με το βλέμμα φευγάτο, να με ταλανίζεις
Στην έρημη κοιλιά σου βλέπω πολλαπλότητες
Είμαι Αύριο, Είμαι Εσύ, το αύριο της ζωής μου
Βλέπω χαμένες αρραβωνιαστικιές που ξεγυμνώνονται
Στο βελούδο της φωνής σου που ξεδιπλώνεται μες στη νύχτα
Βλέπω χλιαρές οσμές σε λιθόστρωτα σκέψης
Στο Παρίσι, όταν είμαι ξαπλωμένος στο στρώμα του
Βλέποντας να περνούν από πάνω μου κορίτσια και σφουγγάρια
Που κλαίνε με λυγμούς για τους χυμούς της ηλικίας της τρέλας
Εγώ λοιπόν ζω αλλού, στη διάσταση Χ
Με ένα κόμικ φτιαγμένο στο σπίτι ενός φίλου
Είμαι Ποτέ, είμαι Πάντα, και είμαι ο Χ
Της φόρμουλας του έρωτα και της πλήξης
Βλέπω μπλε τραμ πάνω σε ράγες θλιμμένων παιδιών
Κινέζικα παραβάν απέναντι στους βόρειους ανέμους
Αντικείμενα χωρίς αντικείμενα, παράθυρα καλλιτεχνών
Που εκπέμπουν ήλιο, ιδιοφυία, και θάνατο
Περίμενε, βλέπω εδώ κοντά ένα ορφανό αστέρι
Που έρχεται στο σπίτι σου για να σου μιλήσει για μένα
Το γνωρίζω από καιρό, είναι η γειτόνισσά μου
Όμως το φως της είναι ψεύτικο όπως κι εγώ
Και δεν μου λες ποτέ τίποτα, δεν λες ποτέ τίποτα
Αλλά λάμπεις στην καρδιά μου όπως λάμπει αυτό τ’ αστέρι
Με τα φώτα του χαμένα μέσα σε μονοπάτια μακρινά
Δεν λες ποτέ τίποτα, όπως κάνουν τ’ αστέρια
Δεν μου λες τίποτα, δεν λες ποτέ τίποτα
Δεν μου λες τίποτα, δεν λες ποτέ τίποτα
Τα λουλούδια που πρέπει να επινοηθούν τα παιχνίδια ενός κομήτη
Τις αιτίες για να είσαι τρελή την τρέλα στο κεφάλι σου
Τα αεροπλάνα που τραβάνε για τους ανεκπλήρωτους πόθους σου
Κι εγώ σαν ραντάρ κρεμασμένος στα φτερά τους
Την ψιχάλα στα μάτια σου και τη θάλασσα στην κοιλιά σου
Καημούς χρωματιστούς που γελούν στο προσκεφάλι σου
Τις λάμπες των ματιών μου για να τους φωτίζουν καλύτερα
Τα αρώματα της νύχτας όταν αναδύονται απ’ την Ισπανία
Τα αξεσουάρ της Κυριακής κάτω απ’ τη φούστα σου
Τα δάκρυα της χαράς όταν είναι γονατιστή
Το γέλιο του ήλιου όταν ο ήλιος αδιαφορεί
Τις αναμνήσεις εκείνων που δεν έχουν πια μνήμη
Το μέλλον σε χάπια εσύ κι εγώ για να πιστέψουμε σ’ αυτό
Διαβατήρια για να πας να αϊνσταϊνοποιηθείς
Σε αυτό το γλοιώδες σύμπαν όπου πεθαίνουν οι ιδέες μας
Κουρδιστά ανθρωπάκια που σου μιλάνε για τα προβλήματά μου
Κι αυτό το κλειδί που κουρδίζει και λέει «σ’ αγαπώ»
Έναν κήπο στην καρδιά σου μαζί με τον κηπουρό
Που πάει στον ανθοπώλη μου και σε προσκαλεί σε δείπνο
Αναποφάσιστους λογαριασμούς στον έμπορο ονείρων σου
Μια κλεψύδρα στον καρπό σου και τοίχοι που σηκώνονται
Καημούς κεντημένους στο χέρι για να δεθείς μαζί μου
Όπλα εξωπραγματικά για να με σκοτώσεις εκατό φορές
Αυτό το πράγμα που πιστεύουμε ότι είναι η φωτιά του Θεού
Αυτή η θάλασσα που ανεβαίνει στα πόδια του σαματά σου
Αυτές οι πόρτες της Κόλασης που μπροστά τους αφοπλίζεσαι
Αυτοί οι όρκοι της νύχτας που κατοικούν στις εξομολογήσεις μας
Κι αυτή η χαρά που την κοπανάει μέσα απ’ το κολάν σου
Αυτές οι χαμένες σιωπές στην άκρη μιας λέξης
Κι αυτές οι σπασμένες φτερούγες κάθε φορά που απογειωνόμαστε
Αυτός ο χρόνος που δεν κρατάει πια μέχρι τρία… δύο… ένα… μηδέν
Σου δίνω όλα αυτά Μαρί!
Με τον καιρό
Με τον καιρό χάνονται, όλα χάνονται
Ξεχνάμε τη φωνή, ξεχνάμε το πρόσωπο
Όταν η καρδιά δεν φτερουγίζει άλλο πια
Δεν αξίζει να συνεχίζουμε
Πρέπει ν’ αφήνουμε τη ζωή να κάνει τη δουλειά της
Κι είναι καλά
Με τον καιρό
Με τον καιρό χάνονται, όλα χάνονται
Ο άλλος που λατρεύαμε, που ψάχναμε μες στη βροχή
Ο άλλος που καταλαβαίναμε μέσα από ένα φευγαλέο βλέμμα
Ανάμεσα στις λέξεις, ανάμεσα στις γραμμές και κάτω απ’ τα ψιμύθια
Ενός μακιγιαρισμένου όρκου που τραβάει για τη νύχτα του
Με τον καιρό ξεθωριάζουν όλα
Με τον καιρό
Με τον καιρό χάνονται, όλα χάνονται
Ακόμη και οι πιο γλυκές αναμνήσεις, όπως αυτό, «τι μούτρα είν’ αυτά»
Στο εμπορικό κέντρο όπου ψαχουλεύεις στα πένθιμα τμήματα
Το Σαββατόβραδο όταν η τρυφερότητα φεύγει μονάχη
Με τον καιρό
Με τον καιρό χάνονται, όλα χάνονται
Ο άλλος που τον πιστεύαμε, για ένα κρυολόγημα, για ένα τίποτα
Ο άλλος που του χαρίζαμε αέρα και μπιζού
Που για εκείνον θα πουλούσαμε και την ψυχή μας για δεκάρες
Που μπροστά του κυλιόμασταν όπως κυλιούνται τα σκυλιά
Με τον καιρό πάνε, όλα πάνε καλά
Με τον καιρό
Με τον καιρό χάνονται, όλα χάνονται
Ξεχνιούνται τα πάθη, ξεχνιούνται οι φωνές
Που λέγαν χαμηλόφωνα τις λέξεις των κακόμοιρων ανθρώπων
«Μη γυρίσεις αργά και κυρίως μην αρπάξεις κανα κρύωμα»
Με τον καιρό
Με τον καιρό χάνονται, όλα χάνονται
Και νιώθεις ασπρισμένος σαν κουτσάλογο
Και νιώθεις παγωμένος σ’ ένα τυχαίο στρώμα
Και νιώθεις ολομόναχος ίσως αλλά άνετος
Και νιώθεις εξαπατημένος απ’ τα χαμένα χρόνια
Λοιπόν αλήθεια
Με τον καιρό δεν αγαπάμε πια
Αυτά τα χέρια που φτιάχτηκαν για όλα ακόμη και για να κρατάνε όπλα
Μέσα σ’ αυτούς τους δρόμους που οι άνθρωποι φτιάξαν για το καλό σου
Αυτές οι χαμένες ακτές προς τις οποίες παλεύεις να φτάσεις
Όπου θες ν’ αράξεις
Και για να σε εμποδίσουν
Τα χέρια της καταπίεσης
Κοίτα την που κλαψουρίζει πάνω στα μούτρα των ανθρώπων
Με τα μάτια μακιγιαρισμένα με όνειρα κι ωράρια
Κοίτα την που σωπαίνει στα στήθη της άνοιξης
Με τα χέρια προδομένα από την πείνα που ανατέλλει
Αυτά τα μάτια που σε κοιτάζουν και η νύχτα και η μέρα
Και που λένε ότι είναι στραμμένες στους αριθμούς και στο μίσος
Αυτά τα «απαγορευμένα» πράγματα προς τα οποία σέρνεσαι
Και που θα είναι δικά σου
Όταν θα κλείσεις
Τα μάτια της καταπίεσης
Κοίτα την που μοστράρει το απρεπές χαμόγελό της
Πάνω στη λογοκρισία που εμπεδώθηκε και που πάει στη Λειτουργία
Κοίτα την που ηδονίζεται μέσα σ’ αυτό το παιδικό παιχνίδι
Και που σκοτώνει φαντάσματα χάνοντας τη νιότη σου
Αυτοί οι νόμοι που σε πιέζουν σε σημείο να τους αρνείσαι
Μέσα στους παγωμένους διαδρόμους της συμβούλου νύχτας
Κι ο Έρωτας που ανατέλλει στο Πανεπιστήμιο
Και που θα σε κυριέψει
Όταν θα τσακίσεις
Τους νόμους της καταπίεσης
Κοίτα την που βολτάρει στο βλέμμα των φίλων σου
Κάτω απ’ το χαρούμενο κάλυμμα φιλικών ήλιων
Κοίτα την που γλιστράει σιγά-σιγά στα χέρια τους
Που θα γίνουν γροθιές
Όταν θα έχουν φτάσει
Στην ηλικία της καταπίεσης
Αυτά τα μάτια που σε κοιτάζουν και η νύχτα και η μέρα
Και που λένε ότι είναι στραμμένες στους αριθμούς και στο μίσος
Αυτά τα «απαγορευμένα» πράγματα προς τα οποία σέρνεσαι
Και που θα είναι δικά σου
Όταν θα κλείσεις
Τα μάτια της καταπίεσης
Για τη φλόγα που ανάβεις
Πάνω σ’ ένα φτωχικό ή σ’ ένα πολυτελές κρεβάτι
Για την ηδονή που καταναλώνεται εκεί
Σε κάμποτο ή σε σατέν
Για τα παιδιά που ανασταίνεις
Βαθιά μες στους χερουβειμικούς κοιτώνες
Για τα ανώνυμα πέταλά τους
Σαν το πρωινό τριαντάφυλλο
Thank you Satan
Για τον κλέφτη που καλύπτεις
Με το τρυφερό κόκκινο πουλόβερ σου
Για τις πόρτες που του ανοίγεις
Στο άντρο των γκλαμουράτων
Για τους καταδικασμένους που προσέχεις
Στο Αβαείο του Όρους των Αέρηδων
Για το ρούμι που προσφέρεις
Και τ’ αποτσίγαρο που κερνάς
Thank you Satan
Για τ’ αστέρια που σπέρνεις
Μες στις τύψεις των δολοφόνων
Και γι’ αυτή την καρδιά που χτυπάει ακόμη
Στα στήθη των ιερόδουλων
Για τις ιδέες που μακιγιάρεις
Στο μυαλό των πολιτών
Για την πτώση της Βαστίλης
Ακόμα κι αν είναι άχρηστη
Thank you Satan
Για τον ιερέα που εξοργίζεται
Αναζητώντας υποταγμένα αρνιά
Για τον οίνο τον επιούσιο
Που τον μπερδεύει με το Σατό Μαργκό(20)
Για τον αναρχικό στον οποίο δίνεις
Τα δυο χρώματα της χώρας σου
Το κόκκινο επειδή γεννήθηκε στη Βαρκελώνη
Και το μαύρο για να πεθάνει στο Παρίσι
Thank you Satan
Για τον ανώνυμο τάφο
Που έφτιαξες για τον κύριο Μότσαρτ
Χωρίς σταυρό ή τίποτα, έτσι για επίδειξη
Ένας σκύλος, ένας τυχαίος νεκροθάφτης
Για τους ποιητές που σπρώχνεις
Στο προσκεφάλι των εφήβων
Όταν μεγαλώνουν μες στη συνένοχη σκιά
Δεκαεπτάχρονα άνθη του κακού
Thank you Satan
Για την αμαρτία που γεννάς
Μέσα στις πιο άκαμπτες αρετές
Και για την ανία που θα εμφανιστεί
Στις άκρες των κρεβατιών απ’ όπου εσύ έχεις φύγει
Για τις μπάλες χορτάρι που βάζεις να τρώνε
Στο λιβάδι σαν πρόβατα
Για την τιμή που μας κάνεις να μην εμφανίζεσαι
Ποτέ στην τηλεόραση
Thank you Satan
Για όλα αυτά και όχι μόνο
Για τη μοναξιά των βασιλιάδων
Το γέλιο των νεκροκεφαλών
Τον τρόπο παράκαμψης των νόμων
Κι επειδή δεν αφήνεις να μου το βουλώσουν
Και τραγουδώ για το καλό σου
Σε αυτόν τον κόσμο όπου τα φίμωτρα
Δεν είναι φτιαγμένο για σκύλους
Thank you Satan
Ένα τσιγάρο χωρίς γραβάτα που καπνίζουμε στη δημοκρατική παράτα
Και οι τύψεις των θανατοποινιτών με τον φόβο των εξουσιαστών
Οι υπηρεσίες αυτού του παπά και το έλεος απ’ το παράθυρο ψηλά
Κι ο πελάτης που ίσως δεν έχει ούτε Θεό ούτε Αφέντη
Το χλομό φορτίο που αμπαλάρουμε για τ’ αστέρια όπου θα το ποστάρουμε
Που πέφτουν στο λιθόστρωτο παγωμένα κι αυτά τα ρόδα τα μαδημένα
Αυτός ο δικηγόρος με τον χαρτοφύλακα, αυτή η αυγή μέσα σε θύλακα
Για δάκρυα που ίσως δεν έχουν ούτε Θεό ούτε Αφέντη
Αυτά τα δάση που τα λένε δικαιοσύνη και που φυτρώνουν μες στην οδύνη
Και για να επιπλώσουμε τη θυσία με το έλατο σε υπηρεσία
Αυτή η διαδικασία που παραμονεύει όλα αυτά που η κοινωνία περιττεύει
Με το πρόσχημα ότι δεν έχουν ούτε Θεό ούτε Αφέντη
Αυτός ο λόγος των Ευαγγελίων που οδηγεί στις μετάνοιες των ηλιθίων
Και που είναι η βάση της αστικής φρικωδίας των ευγενών και της υφολογίας
Αυτή την κραυγή χωρίς παράσημο τιμητικό, αυτόν τον λόγο τον προφητικό
Τον διεκδικώ και σας ευχολογώ ούτε Θεό ούτε Αφέντη
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Γάλλος τροβαδούρος (1245-1285) που έγραφε τα έργα του στις διάφορες διαλέκτους της βόρειας Γαλλίας.
(2) Δημοφιλές γαλλικό απεριτίφ με γλυκάνισο.
(3) Χωριό στην κοιλάδα του Λίγηρα που φημίζεται για τα λευκά κρασιά του.
(4) Ανύπαρκτη εταιρεία, «μαϊμού».
(5) Τον Μαύρο Σκούφο των αναρχικών.
(6) Αναφορά στη διάσημη Γαλλίδα ηθοποιό Μπριζίτ Μπαρντό που έγινε γνωστή με τα αρχικά της Β.Β. (Μπε Μπε στην Ελλάδα).
(7) Σημαντικός Γάλλος ποιητής (1887-1975), Νομπέλ Λογοτεχνίας 1960.
(8) Βαμβακολύκρα, ένα από τα πολλά συνθετικά υφάσματα που δημιουργήθηκαν μεταπολεμικά.
(9) Είδος χορού που δημιουργήθηκε στην Κούβα από Αφρικανούς σκλάβους. Επίσης, έτσι ονομάστηκε η πασίγνωστη άρια από την όπερα «Κάρμεν» του Μπιζέ, «l’amour est un oiseau rebelle, etc».
(10) Το χαμομήλι στα ισπανικά. Επίσης, γλυκό ισπανικό κρασί από την περιοχή της Ανδαλουσίας το άρωμα του οπoίου θυμίζει χαμομήλι.
(11) Σημαντικός Ισπανός συνθέτης κλασικής μουσικής (1876-1946).
(12, 13) Μουσικές συνθέσεις του Μπετόβεν.
(14) Ιταλικής καταγωγής μαθήτρια και ανεκπλήρωτος έρωτας του Μπετόβεν.
(15) Μοντέλο αεροπλάνου της Αμερικανικής εταιρείας αεροσκαφών McDonnell-Douglas.
(16) Es muss sein, έτσι πρέπει να είναι: σημείωση στο τελευταίο μέρος του τελευταίου κουαρτέτου που έγραψε ο Μπετόβεν και η οποία έγινε μέγα θέμα
σχετικά με το τι εννοούσε ο συνθέτης.
(17) Πιερ Μπουλέζ (1925-2016), Γάλλος συνθέτης και μαέστρος, από τους σημαντικότερους του 20ού
αιώνα.
(18) Τουριστικό θέρετρο στη Νορμανδία.
(19) MC2 Saint Barthe, γνωστή γαλλική εταιρεία σχεδιασμού και παραγωγής ειδών πλαζ.
(20) Château Margaux, ένα από τα πιο διάσημα και ακριβά γαλλικά κρασιά της περιοχής του Μπορντό