90 δευτερόλεπτα: Έρχεται η άνοιξη -1

Κά­θε μή­να, σας προ­τεί­νου­με έναν τρό­πο για να δια­σχί­σε­τε 90΄΄ της ζω­ής σας. Τι ψυ­χή έχουν;

Γούντυ Άλεν, «Άλις» (Μία Φάρρου, Τζο Ράφαλο)
Γούντυ Άλεν, «Άλις» (Μία Φάρρου, Τζο Ράφαλο)

Τα προκαταρκτικά

Μια μαύ­ρη λι­μου­ζί­να παρ­κά­ρει σ’ ένα στε­νο­ρύ­μι της Τσάι­να­τα­ουν στο Μαν­χά­ταν. Τρι­γύ­ρω, κα­ρό­τσια με εξω­τι­κά λα­χα­νι­κά, γδαρ­μέ­νες πά­πιες κα­πνι­στές πε­ρα­σμέ­νες από τα τσι­γκέ­λια, κι­νέ­ζες γραί­ες με τσε­μπέ­ρια να σα­κου­λιά­ζουν τα πρα­σο­λά­χα­να. Από το αμά­ξι, κα­τε­βαί­νει η Άλις και μπαί­νει στο ια­τρείο του βε­λο­νι­στή δό­κτο­ρα Γιανγκ. Πα­ρα­πο­νιέ­ται για επί­μο­νους πό­νους στην πλά­τη της. Εί­ναι μη­τέ­ρα, και πο­λύ­χρο­νη αφο­σιω­μέ­νη σύ­ζυ­γος ενός πά­μπλου­του. Και πο­λύ μπου­χτι­σμέ­νη. Την προη­γού­με­νη μέ­ρα, έχει δει­λά κα­τα­γου­στά­ρει έναν ξέ­νο πα­τέ­ρα στο σχο­λείο των παι­διών της. Ο δό­κτο­ρας της δί­νει ένα μα­γι­κό μίγ­μα βο­τά­νων. Την άλ­λη μέ­ρα, η Άλις το πί­νει, κι όταν ξα­να­συ­να­ντιέ­ται στο σχο­λείο με τον Τζο εί­ναι πια με­τα­μορ­φω­μέ­νη σε άγριο θη­λυ­κό. Να και ο διά­λο­γός τους:

«Άλις: Τα μά­τια σου εί­ναι σκέ­τη φω­τιά./ Τζο: Ευ­χα­ρι­στώ. Με λέ­νε Τζο Ρά­φα­λο./ Και τι δου­λειά κά­νεις, Τζο;/ Ε, εί­μαι μου­σι­κός./ Ουά­ου, σα­ξό­φω­νο; / Πώς το κα­τα­λά­βα­τε; /Δεί­χνεις πο­λύ σε­ξο­φω­νί­στας. Τι νού­με­ρο γλωσ­σί­δι χρη­σι­μο­ποιείς; / Γλωσ­σί­δι; / Ξέ­ρεις εσύ, Τζο, εκεί­νο που μπαί­νει ανά­με­σα στα χεί­λη…/ Α, ναι. Τριά­ρι./ Τρε­λαί­νο­μαι για σα­ξό­φω­νο. / Εί­ναι σπου­δαίο πνευ­στό. / Το κα­λύ­τε­ρό μου. Κι η σύ­ζυ­γος; Κι αυ­τή μου­σι­κός; /Δεν εί­μαι πα­ντρε­μέ­νος. / Ω, Τζο! Τις προ­άλ­λες, κα­τά­λα­βα πως σου αρέ­σει η Έντ­να Μί­λεϊ. / Εί­ναι η αγα­πη­μέ­νη μου ποι­ή­τρια./Σκέ­φτο­μαι να βρε­θού­με να μι­λή­σου­με γι’ αυ­τήν. / Κι εγώ το ίδιο σκέ­φτο­μαι./Πό­τε; / Αύ­ριο. Στις τρεις. Στον ζω­ο­λο­γι­κό κή­πο, Στο Σέ­ντραλ Παρκ. Στους πι­γκουί­νους.»

Και τώρα, δράση 90′′

Η Άλις και ο Τζο ζουν μέ­σα στην ται­νία Alice του Γού­ντι Άλεν. Και των δύο οι καρ­διές χτυ­πού­νε σαν τρε­λές από τον πό­θο. Αυ­τή τη στιγ­μή, εκα­τομ­μύ­ρια καρ­διές χτυ­πού­νε σα τρε­λές από τον πό­θο μέ­σα σε κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές ται­νί­ες και σε βι­βλία. Και οι άν­θρω­ποι τις βλέ­πουν και τις δια­βά­ζουν αυ­τές τις τρε­λές καρ­διές. Ιδιαί­τε­ρα την Άνοι­ξη. Και θέ­λουν μια μέ­ρα να χτυ­πή­σει έτσι κι η δι­κή τους η καρ­διά. Και το θέ­λουν για­τί, χω­ρίς να το ξέ­ρουν, αυ­τό εί­ναι μια έν­δει­ξη υγεί­ας. Όχι ο έρω­τας, αλ­λά το τρε­λό χτύ­πη­μα της καρ­διάς. Ναι, ναι, οι δια­κυ­μάν­σεις στον καρ­δια­κό ρυθ­μό απο­τε­λούν έν­δει­ξη ότι η καρ­διά εί­ναι υγι­ής και εύ­ρω­στη. Η δια­δε­δο­μέ­νη άπο­ψη πως η καρ­διά εί­ναι ένα ρο­λόι που τικ τακ χτυ­πά­ει τα καρ­διο­χτύ­πια της με τά­ξη και κα­νο­νι­κό­τη­τα εί­ναι με­γά­λη μπα­ρού­φα. Ού­τε ρο­λόι εί­ναι η καρ­διά, ού­τε εκ­κρε­μές, ού­τε μπου­ζί, ού­τε πι­στό­νι. Δεν εί­ναι ένα μη­χα­νι­κό σύ­στη­μα με στα­θε­ρή συ­μπε­ρι­φο­ρά. Δεν χτυ­πά­ει μη­χα­νι­κά, όμως χτυ­πά­ει συγ­χρο­νι­σμέ­να. Η υγι­ής καρ­διά πα­ρου­σιά­ζει μια ασυ­νή­θι­στη συ­μπε­ρι­φο­ρά, η οποία πε­ρι­λαμ­βά­νει άπει­ρες χα­ο­τι­κές με­τα­βο­λές, μι­κρο­συ­σπά­σεις και απει­ρο­ε­λά­χι­στες δια­κυ­μάν­σεις σε κά­θε της χτύ­πο. Οι χτύ­ποι της ακο­λου­θούν φρά­κταλ ρυθ­μό. Κά­θε χτύ­πος εί­ναι σχε­δόν ίδιος με τον προη­γού­με­νο, αλ­λά πο­τέ ακρι­βώς ο ίδιος. Οι νευ­ρώ­νες που διε­γεί­ρο­νται αλυ­σι­δω­τά για να συ­σπά­σουν τον καρ­δια­κό μυ συ­γκρο­τούν ένα αυ­το­ορ­γα­νω­μέ­νο χά­ος. Αυ­τό το χά­ος δί­νει στην καρ­διά την ελευ­θε­ρία να ανα­κτά τον ρυθ­μό της έπει­τα από κά­ποιο έντο­νο σοκ, όπως το τρέ­ξι­μο ή το ερω­τι­κό κε­ραυ­νο­βό­λη­μα. Αν οι χτύ­ποι της καρ­διάς γί­νουν μη­χα­νι­κοί και στα­θε­ροί, αυ­τό ση­μαί­νει ότι η καρ­διά χά­νει την ευ­ε­λι­ξία της και γί­νε­ται εύ­θραυ­στη. Πρέ­πει συ­νε­χώς να τα­λα­ντεύ­ο­νται πά­νω από τη δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή της τά­ξης και του χά­ους. Αν κα­θη­λω­θούν πά­νω από τη με­ριά της τά­ξης, τό­τε ο γή­ι­νος που τη φο­ρά­ει πα­θαί­νει συμ­φό­ρη­ση. Αν κα­θη­λω­θούν πά­νω από τη με­ριά του χά­ους, τό­τε πά­ρ’ τον κά­τω τον αν­θρω­πά­κο με μαρ­μα­ρυ­γή. Αφου­γκρα­στεί­τε την καρ­διά σας για ενε­νή­ντα δευ­τε­ρό­λε­πτα, και θα εν­νο­ή­σε­τε του λό­γου το αλη­θές.

ΕΠΙ­ΜΥ­ΘΙΟ: Να ερω­τεύ­ε­στε. Πο­λύ. Ακα­τά­παυ­στα. Μα­νια­κά. Ει­δι­κά τώ­ρα, την Άνοι­ξη, αφού τώ­ρα εί­ναι που οι ορ­μό­νες σας χτυ­πά­νε κόκ­κι­νο. Κα­λού κα­κού, για προ­λη­πτι­κούς λό­γους, να βλέ­πε­τε ται­νί­ες με έρω­τες και να δια­βά­ζε­τε φω­το­ρο­μάν­τζα με έρω­τες. Για­τί, ποιος ξέ­ρει, μπο­ρεί και να ισχύ­ει η ρή­ση του Λα­Ρο­σφου­κό: «Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι άν­θρω­ποι δεν θα εί­χαν ερω­τευ­τεί πο­τέ, αν δεν εί­χαν ακού­σει να γί­νε­ται λό­γος πε­ρί έρω­τος.» Τέ­λος χρό­νου.

Αμέσως μετά

90 δευτερόλεπτα: Έρχεται η άνοιξη -1

Απο­μνη­μό­νευ­ση της πα­ρα­πά­νω φρά­σης του Λα­Ρο­σφου­κό: «Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι άν­θρω­ποι δεν θα εί­χαν ερω­τευ­τεί πο­τέ, αν δεν εί­χαν ακού­σει να γί­νε­ται λό­γος πε­ρί έρω­τος». Δεν εί­ναι αξιο­μνη­μό­νευ­τη;

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: