Ο δε κυρ Ζαχαρίας του ποτέ Χριστοδούλου πορευθείς και αυτός μετ' ου πολύ χάριν της συνήθους περιηγήσεως εις τα Δερβενοχώρια και εις Κούλουρην ένθα επώλησεν πάσαν την πραμμάτειαν εξόχως επωφελώς, επέστρεψεν εις Αθήνας με τον γάιδαρόν του, ένα ζεύγος ορνίθων και τρεις δαμιζάνας ερυθρού οίνου αντί άρτου, κομίζων το αγώγιμον της πανώλης χωρίς να το ηξεύρη τινάς, διότι επήγαν και οι προεστώτες και άλλοι των χριστιανών κατά την συνήθειαν και τον εχαιρέτησαν, απολαμβάνοντες την φιλοξενίαν αυτού και της συζύγου του μέχρι πρωίας. Την ακόλουθον ημέραν ηγέρθη της κλίνης του περί την ανατολήν και έψησεν την μεσημβρίαν το ζεύγος ορνίθων, το οποίον απήλαυσε ομού μετά του τρεφόμενου με πλούσιον σανόν γαϊδάρου του, περί την δύσην όμως του ηλίου ησθένησε και κατεκλίθη. Την τρίτην ημέραν απέθανεν υπό πανώλης ως εμαρτύρησεν η κυρά Θεοδώρα η μαμή εις τον ιερέα της Παναγίας Γλυκοφιλούσης πατέρα Γρηγόριον, τον λεγόμενον Γουρλομάτην. Τον έθαψεν ο μόρτης λεγόμενος Λαλές, εξελθών του καπηλείου του κυρ Γερασίμου, εις το οποίον επανήλθεν ίνα πίει εις μνήμην του μακαρίτη και καταθέσει το γρόσι που είχεν λάβει δια την ταφήν. Και εκεί απέθανεν περί το μεσονύκτιον, πληγείς στο δοξαπατρί υπό της πανώλης. Κανένας άλλος δεν εκτυπήθη υπό της νόσου εις το ύστερον και ο γάιδαρος επωλήθη εις τον κυρ Μανιό, επειδή ο γάιδαρος εγνώριζεν τον δρόμο προς τα Δερβενοχώρια και την Κούλουρην, όπου ο κυρ Μανιός του ποτέ Σοφία Σολωμόντος έμελε να μεταβεί εμπορευόμενος ξερά κουκιά και άλλα του νοικοκυριού. Πριν όμως του θανάτου του κυρ Ζαχαρίου είχεν αποθάνει αιφνιδίως ο Διονύσιος του γραμματικού κυρ Αγγελάκη ο υιός, όπου ήλθεν μαζί με τον κυρ Ζαχαρίαν από την Κούλουρην, κακείθεν εγένετο το πράγμα γνωστόν. Εις τους 1741 όπου εγένετο μέγας χειμών εν Αθήναις. Το αυτώ έτει συνέβη και μέγα θανατικόν, πανώλης τοιαύτη, η λεγόμενη «του Ζαχαρία», ως μη δύνασθαι τους ζώντας θάπτειν του θνήσκοντας. Έρριπτον γαρ αυτούς εις την θάλασσαν και αι ακταί των αιγιαλών επληρούντο νεκρών σωμάτων. Μαρτυρώ εγώ Φιλόθεος του ποτέ Αβαρία, σήμερα του Αγίου Τρύφωνος, έτος σωτήριον 1742.