«Θα ήθελα χειρόγραφους λίγους στίχους και την υπογραφή σου», είπε, όταν τηλεφώνησε τηλεφώνησε από τη Βοστώνη, «στη σελίδα από ρυζόχαρτο που στέλνω, με παράκληση να την επιστρέψεις αμέσως». Αυτό ήταν εύκολο, καθώς έμενα στη Νέα Υόρκη. Εξήγησε τι οργάνωνε χωρίς να το ξέρει ο Στρατής. Θα έδενε σε βιβλίο τις σελίδες που συγκέντρωνε από φίλους, οι οποίοι είχαν διαβάσει στην Αίθουσα Ποίησης στη Βιβλιοθήκη Λαμόντ του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Υπεύθυνος της Αίθουσας Ποίησης ήταν ο Στρατής Χαβιαράς, που επρόκειτο να αποχωρήσει. «Και πώς θα παραμείνει έκπληξη πριν του δώσεις το βιβλίο;», ρώτησα. «Είναι απλό», απάντησε. Είχε ζητήσει από τον ίδιο τον Στρατή να κλείσει την αίθουσα για μια εκδήλωση για την ποίηση του Σαίξπηρ, στην οποία θα μιλούσαν και οι δύο. «Άρα θα είμαστε καλοντυμένοι», πρόσθεσε. Θα μιλούσαν και άλλοι από το Χάρβαρντ, που κρυφά γνώριζαν ότι η εκδήλωση ήταν προς τιμήν του Στρατή.
Δεν μπορούσα να είμαι παρών, αλλά την ίδια ιστορία άκουσα και από τους δύο. Ο Στρατής μπήκε και κατευθύνθηκε προς το τραπέζι των ομιλητών. Ποιο ήταν το θέμα το έμαθε όταν πήρε τον λόγο ο Σέιμους Χήνυ, που εξήγησε στο πυκνό ακροατήριο, όπου σχεδόν όλοι πια το ήξεραν, ότι η εκδήλωση ήταν προς τιμήν του Χαβιαρά, έβγαλε το βιβλίο όπου είχε συγκεντρώσει και δέσει τις σελίδες από ρυζόχαρτο και το έδωσε στον τιμώμενο. Δεν ξέρω όμως πόσο μικρή ή μεγάλη αίθουσα θα γέμιζαν τα άτομα στην Ελλάδα που γνωρίζουν ότι ο Στρατής Χαβιαράς ήταν από τους ελάχιστους Έλληνες, που στην πραγματικότητα και όχι στη φαντασία τους είχαν προσωπικές σχέσεις με σπουδαίους ξένους συγγραφείς.
Η ζωή του Χαβιαρά συνιστά σενάριο ταινίας. Γεννήθηκε στη Νέα Κίο της Αργολίδας από μικρασιατικής καταγωγής γονείς. Το 1944 εκτέλεσαν τον πατέρα του για αντιστασιακή δράση, ενώ η μητέρα του εκτοπίστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία. Οι αρχές κατοχής κατεδάφισαν το σπίτι τους. Τελειώνοντας το δημοτικό άρχισε να εργάζεται ως οικοδόμος στην Αθήνα και σε δημόσια έργα στην επαρχία. Το 1957 γνώρισε τον Κίμωνα Φράιερ, που τον κάλεσε στην Αμερική. Δακτυλογραφούσε το αρχείο αλληλογραφίας με τον Καζαντζάκη. Μετέφραζε στα ελληνικά και εκφωνούσε στη «Φωνή της Αμερικής» ομιλίες του Φράιερ. Βοηθούσε στη μετάφραση της «Ασκητικής» και της «Οδύσσειας». Γνώρισε τον Άρθουρ Μίλερ, τον Τένεσι Γουίλιαμς και άλλους. Παράλληλα σπούδαζε μηχανολογικό σχέδιο στη Νέα Υόρκη και αργότερα, όταν έφυγε σε συγγενείς του στη Βιρτζίνια, όπου γνώρισε τον Ουίλιαμ Φώκνερ, σχεδιασμό μηχανών, ενώ τα βράδια δούλευε σερβιτόρος.
Ο δραματικός μονόλογος «Το σκουριασμένο καρφί» δημοσιεύτηκε το 1959 στην Καινούρια εποχή του Γιάννη Γουδέλη. Το 1961 επέστρεψε στην Ελλάδα. Γνώρισε την Κατερίνα Πλασσαρά και ταξίδεψαν στην Ευρώπη. Η κυρία με την πυξίδα, η πρώτη ποιητική του συλλογή, εκδόθηκε το 1963, ενώ εργαζόταν ως μηχανικός στην κατασκευή του φράγματος στον Αχελώο. Δυο χρόνια αργότερα ακολούθησε το Βερολίνο από τις εκδόσεις Φέξη. Το 1967 έφυγαν για τις Ηνωμένες Πολιτείες, έχοντας παντρευτεί με την αρχιτέκτονα Γκέιλ Φλυν, που γνώρισε στα γραφεία, όπου είχε βρει δουλειά ως σχεδιαστής, της εταιρείας του Γκρόπιους, που σχεδίασε την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα. Πριν φύγουν εκδόθηκε Η νύχτα του Ξυλοπόδαρου, η τρίτη του συλλογή, αντίτυπα της οποίας κατασχέθηκαν από τη στρατιωτική δικτατορία, ενώ η Νεκροφάνεια, η τελευταία του ποιητική συλλογή στα ελληνικά, κυκλοφόρησε από τον Κέδρο το 1972.
Πολύ δραστήριος στον αντιδικτατορικό αγώνα και υπεύθυνος του περιοδικού Eleutheria, στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης ξεκίνησε από χαμηλόβαθμη δουλειά, εξυπηρετώντας αναγνώστες, στο συγκρότημα βιβλιοθηκών του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, ενώ παρακολουθούσε νυχτερινά μαθήματα λογοτεχνίας. Μέσω του εξ αποστάσεως προγράμματος του Κολεγίου Γκοντάρ, όπου ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό, γνώρισε σπουδαίους πεζογράφους όπως ο Ρέιμοντ Κάρβερ και ο Ρόμπερτ Κούβερ. Το 1973 αποφάσισε να γράφει στα αγγλικά. Άρχισε να δημοσιεύει σε αμερικανικά λογοτεχνικά περιοδικά. Χώρισαν με τη γυναίκα του. Δύο φορές διέσχισε τον ποταμό: Crossing the River Twice λεγόταν η πρώτη ποιητική συλλογή του στα αγγλικά, που κυκλοφόρησε το 1976, έτος που άρχισαν να ζουν μαζί με τη μετέπειτα διευθύντρια βιβλιοθηκών του Χάρβαρντ Χέδερ Κόουλ. Έπειτα από χρόνια παντρεύτηκαν ικανοποιώντας επιθυμία της κόρης τους Ηλέκτρας.
Από το 1974, έως τη συνταξιοδότησή του το 2000, ήταν υπεύθυνος της Αίθουσας Ποίησης του Χάρβαρντ (Woodberry Poetry Room). Σε αυτό το «μέρος για την ποίηση», όπως το χαρακτήρισε ο Φινλανδός αρχιτέκτονας Άλβαρ Άαλτο, που το είχε σχεδιάσει, σε αυτό το «τεράστιο δωμάτιο», όπως το αποκαλούσε ο e e cummings, ο Στρατής Χαβιαράς διοργάνωνε αναγνώσεις, ομιλίες, συναντήσεις. Πρόκειται για μια βιβλιοθήκη σύγχρονης ποίησης, που διαθέτει συλλογή σπάνιων εκδόσεων και ηχητικών ντοκουμέντων. Πρόκειται για μια μοναδική «βιβλιοθήκη φωνών», από το 1933, από αναγνώσεις ποιητών στα αγγλικά, κάποιοι από τους οποίους για πρώτη φορά άκουσαν τη δική τους φωνή στις ηχογραφήσεις αυτές, αλλά και σε άλλες γλώσσες. Ο Χαβιαράς δημιούργησε συλλογή ηχογραφήσεων και στα ελληνικά. Επίσης υπήρξε συνιδρυτής λογοτεχνικών περιοδικών, έχοντας ξεκινήσει το 1971 με το χειρόδετο Arion's Dolphin και συνεχίζοντας το 1986 με το περιοδικό Erato, που μετεξελίχθηκε στο Harvard Review.

Διεθνή αναγνώριση κέρδισαν δύο μυθιστορήματά του στα αγγλικά, που μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες: When the Tree Sings το 1979 («Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα», Ερμής 1980) – το οποίο αρθρογράφος του Guardian περιέλαβε στα δέκα πιο σημαντικά πολιτικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα – και The Heroic Age το 1984 («Τα ηρωικά χρόνια», Καστανιώτης 1999). Το 2000 κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ η συλλογή με ποιήματα σε πρόζα Millennial Afterlives: A Retrospective. Τα μυθιστορήματα Άχνα (2014) και Πορφυρό και μαύρο νήμα (2007), σε μετάφραση Ρένα Χατχούτ το δεύτερο, κυκλοφόρησαν από τον Κέδρο. Επίσης μετέφρασε Καβάφη στα αγγλικά, Χήνυ και Σίμικ στα ελληνικά. Επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου η δράση του είναι πολύ πιο γνωστή. Συνέχισε να διδάσκει σε εργαστήρια δημιουργικής γραφής, συγκεντρώνοντας την αγάπη των μαθητών του. Κηδεύτηκε στη γενέτειρά του, όπως ήταν η επιθυμία του.

Τι απέγινε το αυτοσχέδιο βιβλίο που έδωσε ο Σέιμους Χήνυ στον Στρατή Χαβιαρά, μπορεί να ρωτήσετε. Κι εγώ είχα ρωτήσει τον Στρατή. «Ήταν τόσο ωραίο, που το χάρισα στη βιβλιοθήκη», είπε.