Αν οι εποχές κρίσεων είναι εποχές αβεβαιότητας, τότε η ποίηση μπορεί να γίνει, σε μια τέτοια περίοδο, καταφυγή για κάποιους ή και ανάγκη. Γιατί απ’ τη φύση της η τέχνη –και ειδικότερα, λόγω του συγκεκριμένου γλωσσικού κώδικά της, η ποίηση– αμφισβητεί τις βεβαιότητες.Υποσκελίζει τις λογικές σταθερές και θέτει στο κέντρο της σκέψης την α-πορία ακόμη κι όταν προτείνει δικό της πόρο.
Εκφράζει την εποχή; Ναι, αλλά όχι γιατί σε πρώτο επίπεδο την αποτυπώνει –αυτό κι όταν συχνά γίνεται υποτάσσει την ποίηση στην δημοσιογραφία– αλλά γιατί εκφράζει την βαθύτερη αβεβαιότητα της ύπαρξης –ό,τι πιο σταθερό στην αντίληψη και αίσθηση των ανθρώπων, το αβέβαιο!– Την άλλη εκδοχή, το δίσημο, εκφράζει η ποίηση, την κεκρυμμένη σοφία, την για πολλούς αφέλεια, μ’ έναν λόγο την αίρεση του σταθερού, την ακύρωση του πραγματισμού, την διεύρυνση των λογικών ορίων, την υπέρβαση, τον εναγκαλισμό του αγνώστου, του απίθανου που με λέξεις πιθανοποιείται.
Το αόρατο, άλλωστε, πάντοτε βρίσκει τρόπο να εμφιλοχωρεί στη ζωή, ως πιθανότητα, ως πρόκληση στοχασμού, ως προσδοκία κάποτε, αλλά και πιο συχνά ως απειλή. Οι μαγγανείες των λέξεων άλλοτε το ξόρκιζαν, άλλοτε το προκαλούσαν. Με την ενέργεια τους, στην έντεχνη σύμπλεξή τους, στην ποίηση, οι λέξεις γίνονται παραβολικοί καθρέφτες του. Ωστόσο ακόμη κι αν το φέρουν πιο κοντά, ακόμη κι αν το κατονομάζουν –προβάλλοντας σε αυτό την γνώση μας για το οικείο– το αθέατο παραμένει άγνωρο, ανεξερεύνητο, ξένο. Ακόμη κι όταν το υπερβαίνουν, αυτό είναι εκεί να δείχνει το όριο, να χλευάζει κάθε βεβαιότητα, κάθε προγραμματισμό, κάθε πρόβλεψη για το αύριο.
Με τη σκαπάνη των συμφώνων, με την ιλύ των φωνηέντων προσπαθούμε να αποκαλύψουμε από μέσα μας κάτι, κάτι στοχαστικό διαισθητικό, παρηγορητικό, δυναμικό, κάτι. Κάτι που θα δώσει όψη, καθαρό περίγραμμα και φως στην ασάφεια μιας θολής εικόνας. Κάτι, που όπως γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης «Θα σου σταθεί βοηθός και αφού πεθάνεις». Κάτι ομόλογο αλλά και αιρετικό της αβεβαιότητας, κάτι σταθερό στην συνεχή αλλαγή του.