1925. «Ήτο δύο και ημι­σεία νυ­κτε­ρι­νή όταν ο γαιο­κτή­μων απε­σύρ­θη εις τον κοι­τώ­να, έλα­βε βι­βλί­ον και κα­τε­κλί­θη, ρεμ­βά­ζων το πλεί­στον ή ανα­γι­νώ­σκων, αι δε ακτί­νες της Σε­λή­νης διερ­χό­με­ναι δια των υέ­λων των πα­ρα­θύ­ρων πριν ή κα­τα­πέ­σω­σιν επί του εδά­φους ή θραυ­θώ­σιν επί τι­νος γω­νί­ας του δω­μα­τί­ου, εξου­δε­τε­ρού­ντο ή συ­νε­χέ­ο­ντο με­τά του ζω­η­ρού φω­τός της λυ­χνί­ας. Τό­τε ως βα­ρύ κύ­μα βιαί­ως υπό του ανέ­μου ωθού­με­νον, ει­σώρ­μη­σαν εί­κο­σι εκ των λη­στών, ηγου­μέ­νου του αρ­χη­γού των Λύ­γκου.
Ού­τοι ει­σελ­θό­ντες τοις προ­σέ­φε­ρον την δε­ξιάν με­τ’ άκρας φι­λο­φρο­νή­σε­ως και ως να ήτο παι­διό­θεν φί­λοι απε­χω­ρι­σμέ­νοι προ πολ­λού και τώ­ρα επα­να­βλε­πό­με­νοι, τους ηνα­γκα­λή­σθη­σαν και τους ησπά­ζο­ντο πα­ρα­φό­ρως.
Ότε έλη­ξεν η ει­λι­κρι­νής αύ­τη δε­ξί­ω­σις και εζή­τη­σε να μά­θη εκ του στό­μα­τος των ιδί­ων λη­στών την αι­τί­αν της βε­βια­σμέ­νης ταύ­της επι­σκέ­ψε­ως, του απή­ντη­σαν αφε­λώς ότι ζη­τού­σιν χρή­μα­τα και χρή­μα­τα πολ­λά και ανά­γκη να μη βρα­δύ­νουν».

Με­τά την απα­γω­γή, ο αιχ­μά­λω­τος γαιο­κτή­μων οδη­γή­θη­κε στα άβα­τα των ορέ­ων και έτυ­χε πε­ρι­ποί­η­σης: οι λη­στές του μα­γει­ρεύ­ουν ιδιαι­τέ­ρως, παί­ζουν όλη μέ­ρα διά­φο­ρα παι­χνί­δια, κα­πνί­ζουν αρει­μα­νί­ως, ψή­νουν κα­φέ­δες, φτιά­χνουν ρυ­ζό­γα­λο, χαλ­βά με άρι­στα υλι­κά. Πριν από τα γεύ­μα­τα κά­νουν τον σταυ­ρό τους ή λέ­νε προ­σευ­χές. Και όταν τα λύ­τρα βρέ­θη­καν, ο γαιο­κτή­μων απε­λευ­θε­ρώ­θη­κε. Κά­θε λη­στής περ­νού­σε μπρο­στά του και τον ασπα­ζό­ταν, του έδι­νε ένα μι­κρό πο­σό για τις ανά­γκες της δια­δρο­μής, όλοι μα­ζί τον προ­πέ­μπουν.

«Εφι­λή­θη ο αιχ­μά­λω­τος με­τά των τεσ­σα­ρά­κο­ντα λη­στών και εξε­κί­νη­σαν με­τά γε­νι­κόν απο­χαι­ρε­τι­σμόν δια της χει­ρός προς άπα­ντας απευ­θυ­θέ­ντα. Και οι λη­σταί δια πυ­ρο­βο­λι­σμών προ­έ­πεμ­ψαν αυ­τόν». Αυ­τή την πο­λι­τι­σμέ­νη συ­μπε­ρι­φο­ρά επι­βε­βαιώ­νει και ο λή­σταρ­χος Κων­στα­ντί­νος Πα­νό­που­λος στα Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του. Η στι­χο­μυ­θία με τον αιχ­μά­λω­τό του εί­ναι:

«– Σή­με­ρα, κυρ Σπύ­ρο, έχου­με κρέ­ας ωμόν. Πώς θέ­λεις να το μα­γει­ρέ­ψω;
– Κα­πα­μά, μου λέ­ει.
– Η ώρα ήτο εν­νέα και έπρε­πε ν’ αρ­χί­σω την μα­γει­ρι­κήν. Το έκα­ψα με βού­τυ­ρον εις το τη­γά­νι...

Και αφού φά­γα­με, ήπια­με κα­φέ και εκα­πνί­σα­μεν ωραί­ον κα­πνόν».


Πη­γή: Ηλί­ας Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος, Πα­ρα­κεί­με­να, Κέ­δρος 1983, σσ. 127-154. Ηλί­ας Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος, Απο­κεί­με­να,  Νε­φέ­λη 2000, σσ. 101-109.