ΣΗ­ΜΕΙΩ­ΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕ­ΡΙ­ΒΑΛ­ΛΟΝ ≈ ΚΑ­ΤΑ­ΓΡΑ­ΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙ­ΚΑΙ­ΡΟ­ΤΗ­ΤΑ ή ΠΕ­ΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥ­ΤΗΝ

Λύ­γκος ο λη­στής



1925. «Ήτο δύο και ημι­σεία νυ­κτε­ρι­νή όταν ο γαιο­κτή­μων απε­σύρ­θη εις τον κοι­τώ­να, έλα­βε βι­βλί­ον και κα­τε­κλί­θη, ρεμ­βά­ζων το πλεί­στον ή ανα­γι­νώ­σκων, αι δε ακτί­νες της Σε­λή­νης διερ­χό­με­ναι δια των υέ­λων των πα­ρα­θύ­ρων πριν ή κα­τα­πέ­σω­σιν επί του εδά­φους ή θραυ­θώ­σιν επί τι­νος γω­νί­ας του δω­μα­τί­ου, εξου­δε­τε­ρού­ντο ή συ­νε­χέ­ο­ντο με­τά του ζω­η­ρού φω­τός της λυ­χνί­ας. Τό­τε ως βα­ρύ κύ­μα βιαί­ως υπό του ανέ­μου ωθού­με­νον, ει­σώρ­μη­σαν εί­κο­σι εκ των λη­στών, ηγου­μέ­νου του αρ­χη­γού των Λύ­γκου.
Ού­τοι ει­σελ­θό­ντες τοις προ­σέ­φε­ρον την δε­ξιάν με­τ’ άκρας φι­λο­φρο­νή­σε­ως και ως να ήτο παι­διό­θεν φί­λοι απε­χω­ρι­σμέ­νοι προ πολ­λού και τώ­ρα επα­να­βλε­πό­με­νοι, τους ηνα­γκα­λή­σθη­σαν και τους ησπά­ζο­ντο πα­ρα­φό­ρως.
Ότε έλη­ξεν η ει­λι­κρι­νής αύ­τη δε­ξί­ω­σις και εζή­τη­σε να μά­θη εκ του στό­μα­τος των ιδί­ων λη­στών την αι­τί­αν της βε­βια­σμέ­νης ταύ­της επι­σκέ­ψε­ως, του απή­ντη­σαν αφε­λώς ότι ζη­τού­σιν χρή­μα­τα και χρή­μα­τα πολ­λά και ανά­γκη να μη βρα­δύ­νουν».

Με­τά την απα­γω­γή, ο αιχ­μά­λω­τος γαιο­κτή­μων οδη­γή­θη­κε στα άβα­τα των ορέ­ων και έτυ­χε πε­ρι­ποί­η­σης: οι λη­στές του μα­γει­ρεύ­ουν ιδιαι­τέ­ρως, παί­ζουν όλη μέ­ρα διά­φο­ρα παι­χνί­δια, κα­πνί­ζουν αρει­μα­νί­ως, ψή­νουν κα­φέ­δες, φτιά­χνουν ρυ­ζό­γα­λο, χαλ­βά με άρι­στα υλι­κά. Πριν από τα γεύ­μα­τα κά­νουν τον σταυ­ρό τους ή λέ­νε προ­σευ­χές. Και όταν τα λύ­τρα βρέ­θη­καν, ο γαιο­κτή­μων απε­λευ­θε­ρώ­θη­κε. Κά­θε λη­στής περ­νού­σε μπρο­στά του και τον ασπα­ζό­ταν, του έδι­νε ένα μι­κρό πο­σό για τις ανά­γκες της δια­δρο­μής, όλοι μα­ζί τον προ­πέ­μπουν.

«Εφι­λή­θη ο αιχ­μά­λω­τος με­τά των τεσ­σα­ρά­κο­ντα λη­στών και εξε­κί­νη­σαν με­τά γε­νι­κόν απο­χαι­ρε­τι­σμόν δια της χει­ρός προς άπα­ντας απευ­θυ­θέ­ντα. Και οι λη­σταί δια πυ­ρο­βο­λι­σμών προ­έ­πεμ­ψαν αυ­τόν». Αυ­τή την πο­λι­τι­σμέ­νη συ­μπε­ρι­φο­ρά επι­βε­βαιώ­νει και ο λή­σταρ­χος Κων­στα­ντί­νος Πα­νό­που­λος στα Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του. Η στι­χο­μυ­θία με τον αιχ­μά­λω­τό του εί­ναι:

«– Σή­με­ρα, κυρ Σπύ­ρο, έχου­με κρέ­ας ωμόν. Πώς θέ­λεις να το μα­γει­ρέ­ψω;
– Κα­πα­μά, μου λέ­ει.
– Η ώρα ήτο εν­νέα και έπρε­πε ν’ αρ­χί­σω την μα­γει­ρι­κήν. Το έκα­ψα με βού­τυ­ρον εις το τη­γά­νι...

Και αφού φά­γα­με, ήπια­με κα­φέ και εκα­πνί­σα­μεν ωραί­ον κα­πνόν».


Πη­γή: Ηλί­ας Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος, Πα­ρα­κεί­με­να, Κέ­δρος 1983, σσ. 127-154. Ηλί­ας Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος, Απο­κεί­με­να,  Νε­φέ­λη 2000, σσ. 101-109.

Ο θά­να­τος του Απέ­θα­ντου


Στις 21 Αυ­γού­στου 1925, η εί­δη­ση έφτα­σε στην εφη­με­ρί­δα Τα­χυ­δρό­μος Βο­ρεί­ου Ελ­λά­δος: ο λή­σταρ­χος Φώ­της Για­γκού­λας, ο Απέ­θα­ντος, εί­χε πε­θά­νει. Δο­λο­φο­νη­μέ­νος! Το έρ­γο της δι­καιο­σύ­νης εί­χε ανα­λά­βει η ερω­μέ­νη του, την ώρα που ο εκεί­νος ανα­παυό­ταν στις αγκά­λες της. «Ποία όμως ήτο η τολ­μη­ρά ερω­μέ­νη και δια­τί δεν ενε­φα­νί­σθη να ζη­τή­ση τας 600.000 δραχ­μάς της επι­κη­ρύ­ξε­ως τας οποί­ας ως γνω­στόν το Κρά­τος επί των ημε­ρών του μα­νια­κού διώ­κτου του ασυλ­λή­πτου λη­στάρ­χου διέ­θε­σεν; Αυ­τήν ακρι­βώς την απο­ρί­αν ο κύ­ριος Πε­τρά­κης με­τέ­βη να εξα­κρι­βώ­ση».
Οκτώ ώρες δρό­μο με τα πό­δια από την Κα­τε­ρί­νη, ανε­βαί­νο­ντας τον Όλυ­μπο, στη θέ­ση Κόκ­κα­λα, το από­σπα­σμα τριά­ντα αν­δρών του μοί­ραρ­χου της Χω­ρο­φυ­λα­κής Μα­νώ­λη Πε­τρά­κη εί­χε αφή­σει τα ακέ­φα­λα πτώ­μα­τα του Φώ­τη Για­γκού­λα και δύο συ­ντρό­φων του. Το πα­νέ­μορ­φο ξαν­θό κε­φά­λι, με κλει­στά τα γα­λα­νά μά­τια του, εί­χε κο­πεί και εί­χε το­πο­θε­τη­θεί σε σφρα­γι­σμέ­νο τε­νε­κέ πε­τρε­λαί­ου γε­μά­το με κα­θα­ρό οι­νό­πνευ­μα 40 βαθ­μών προς απο­φυ­γή «αυ­το­λυ­τι­κών διερ­γα­σιών», σα­πί­σμα­τος δη­λα­δή. Η πα­ρα­λα­βή έγι­νε στην Αθή­να από τον κα­θη­γη­τή αφρο­δι­σί­ων και δερ­μα­τι­κών νό­σων του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών Γε­ώρ­γιο Φω­τει­νό και τον επι­με­λη­τή του ια­τρο­δι­κα­στι­κού ερ­γα­στη­ρί­ου Νά­τσα.
Εί­χε πα­ρέλ­θει επτα­ή­με­ρο από την Κυ­ρια­κή 20 Σε­πτεμ­βρί­ου, όταν στον πυ­ρε­τό της μά­χης, εκεί όπου επι­τέ­λους εί­χε βρε­θεί ο Για­γκού­λας και αντί, όπως ανα­με­νό­ταν, να βρέ­χει βρο­χή, έβρε­χε σφαί­ρες, ο μοί­ραρ­χος Μα­νώ­λης Πε­τρά­κης, ακού­γο­ντας τον Φώ­τη Για­γκού­λα να βγά­ζει ένα από­το­μο «αχ», βιά­στη­κε να κραυ­γά­σει στους χω­ρο­φύ­λα­κές του: «Τον έφα­γα τον λή­σταρ­χο, εσείς χτυ­πά­τε τους άλ­λους». Δεν εί­χε προ­σέ­ξει πως κά­ποια σφαί­ρα εί­χε αχρη­στέ­ψει το κλεί­στρο στο βρα­χύ­καν­νο μάν­λι­χερ του Απέ­θα­ντου και πως εκεί­νο το «αχ» δή­λω­νε τέ­τοια κα­κο­τυ­χία. Έτσι, έλα­βε την απά­ντη­ση που του άξι­ζε από τον Φώ­τη: «Μου έκλα­σες τα αρ­χί­δια κύ­ριε μοί­ραρ­χε!»
Δεν υπάρ­χει αμ­φι­βο­λία ότι εκεί­νη υπήρ­ξε η απά­ντη­ση. Η εφη­με­ρί­δα Το Φως το επι­βε­βαιώ­νει: «Επρό­κει­το πε­ρί ύβρε­ως ακα­το­νο­μά­στου». Θα το επι­βε­βαί­ω­νε πλει­στά­κις και ο Φώ­της Για­γκού­λας, «αν δεν εί­χε πέ­σει άπνους και νε­κρός, εγερ­θείς δε πά­ραυ­τα, εξη­φα­νί­σθη, ο Θε­ός να τον προ­στα­τεύ­ει και θα ξα­νάρ­θει» (δή­λω­ση του ιε­ρέ­ος χω­ρί­ου Πα­ρα­πρά­σται­νας τό­τε, Τζώρ­τζη Πάν­τζιου).


Πη­γή: Γιάν­νης Κο­λιό­που­λος, Λη­στές, Ερ­μής 1979. Βα­σί­λης Τζα­να­κά­ρης, Τα πα­λη­κά­ρια τα κα­λά σύ­ντρο­φοι τα σκο­τώ­νουν, Κα­στα­νιώ­της 2002. Βα­σί­λης Τζα­να­κά­ρης, Φώ­της Για­γκού­λας, ο Απέ­θα­ντος, Με­ταίχ­μιο 2013, σσ. 360-377.

Κυ­ριά­κος Ντε­λό­που­λος



Εκτός από πο­λυ­γρα­φό­τα­τος ερευ­νη­τής, βι­βλιο­λό­γος και συγ­γρα­φέ­ας, ο φίλ­τα­τος Κυ­ριά­κος Ντε­λό­που­λος (1933-2020), ήταν και πο­λύ οξυ­δερ­κής φω­το­γρά­φος. Εδώ, μια φω­το­γρα­φία του από το (τρί­γλωσ­σο) λεύ­κω­μά του: Εx Graecia, Αθή­να 1989.

Από το ίδιο λεύ­κω­μα εί­ναι και οι επό­με­νες.

Μα­σκη­τι­κή

Φω­το­γρα­φία: Κυ­ριά­κος Ντε­λό­που­λος

Η μα­σκη­τι­κή συ­γκε­φα­λαιώ­νει μορ­φές συ­γκά­λυ­ψης και αφαί­ρε­σης του προ­σώ­που, που κο­ρυ­φώ­νο­νται σε συν­θή­κες παν­δη­μί­ας. Συ­νι­στά συ­στη­μα­τι­κή απο­χή όπως κά­θε ασκη­τι­κή, που δια­τη­ρεί τον αθλη­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα των ασκή­σε­ων από όπου προ­έρ­χε­ται το όνο­μά της. Αυ­τό επι­βε­βαιώ­νε­ται πα­ρα­τη­ρώ­ντας ασκη­τές του τζό­κινγκ, της γιό­γκα ή άλ­λων σύγ­χρο­νων εκ­δο­χών αυ­το-βελ­τί­ω­σης, ανε­ξαρ­τή­τως του αν φο­ρούν επι­πρό­σθε­τες μά­σκες ή όχι. Κά­ποιοι ασκη­τές, όπως και αντα­γω­νι­στές τους, θε­ω­ρούν ακραία μορ­φή από­λαυ­σης – όπου οδύ­νη και ηδο­νή συν­δο­νού­νται – την ασκη­τι­κή. Η πα­ρου­σία της δια­πι­στώ­νε­ται στα πε­ρισ­σό­τε­ρα συ­στή­μα­τα συλ­λο­γι­κών πε­ποι­θή­σε­ων, εξαι­ρώ­ντας αι­γυ­πτια­κές λα­τρεί­ες, τους Ζω­ρο­ά­στρες, όπου η κα­λο­σύ­νη απο­τε­λεί αυ­το­σκο­πό χω­ρίς προ­ο­πτι­κή επι­βρά­βευ­σης, και πα­ραλ­λα­γές διο­νυ­σια­σμού, που από αρ­χαία χω­ρίς κα­φέ κα­φε­νεία και πο­λυ­κα­τα­στή­μα­τα έχουν με­τα­φερ­θεί σε σύγ­χρο­νους να­ούς κα­τα­να­λω­τι­κής αλ­λο­φρο­σύ­νης.
Καρ­να­βα­λι­κά οι­κου­με­νι­κή, η αφαί­ρε­ση ή απώ­λεια προ­σώ­που δεν συ­νι­στά πρό­βλη­μα μό­νο για ορ­θό­δο­ξες θε­ο­λο­γί­ες, που από την εξα­το­μί­κευ­ση προσ­δο­κούν συλ­λο­γι­κή επι­κρά­τη­ση. Ση­μείο σύ­νο­ψης και κλει­δα­ρό­τρυ­πα του προ­σώ­που απο­τε­λεί το μά­τι, που βλέ­πει τα πά­ντα εκτός από τον εαυ­τό του. Η μο­νο­φθαλ­μία βα­σι­λεύ­ει ανα­κη­ρύσ­σο­ντας προ­φή­τες τους τυ­φλούς ή όσους τα μά­τια τους βγά­ζουν. Προ­φα­νώς οι βλέ­ψεις οδη­γούν σε αβλε­ψί­ες. Σε δεύ­τε­ρη γνώ­ση ή ανά­γνω­ση, οι προ­βλέ­ψεις κα­τα­στρέ­φουν αδυ­να­τώ­ντας να επι­βλέ­ψουν τις στρο­φές του βλέμ­μα­τος, κα­θώς στη μα­σκη­τι­κή τα μά­τια τυ­πι­κά πα­ρα­μέ­νουν ακά­λυ­πτα, ενώ μά­σκες συ­νε­χώς αφαι­ρού­νται χω­ρίς να υπάρ­χει πρό­σω­πο από πί­σω.
Ηδο­νή και οδύ­νη φέ­ρο­νται όπως το μέ­λι και το κε­ρί, που λιώ­νει από τη ζέ­στη, η οποία όμως σκλη­ραί­νει την κόλ­λα, κα­θιε­ρώ­νο­ντας ως μό­νι­μο κα­θε­στώς τη μα­σκο­φο­ρία. Χα­ρο­ποιό πέν­θος η κα­τά­θλι­ψη τρο­φο­δο­τεί ακη­δία και νε­ω­τε­ρι­κή ανία. Διαρ­κώς υγρο­ποιού­νται οι χυ­μοί του χιού­μορ της με­λαγ­χο­λί­ας κα­θι­στώ­ντας αμ­φί­βια όσα ενερ­γή­μα­τα επι­βιώ­νουν σε βου­νό και θά­λασ­σα. Κα­λα­θο­σφαι­ρι­στές όπως ο Ντέ­νις Ρό­ντμαν φο­ρούν νυ­φι­κό και πα­ντρεύ­ο­νται τον εαυ­τό τους. Σφαι­ρι­κά ενα­τε­νί­ζο­ντας τον πλα­νή­τη, ο μα­σκη­τής δια­πι­στώ­νει ότι ο ίδιος απο­τε­λεί δι­πο­λι­κή δια­τα­ρα­χή με­τα­ξύ ύπαρ­ξης και ανυ­παρ­ξί­ας. Οδη­γί­ες μα­σκη­τι­κής πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται σε ει­δι­κά εγ­χει­ρί­δια, που για λό­γους προ­φύ­λα­ξης απο­κρύ­πτο­νται σε απο­σπά­σμα­τα αι­σθη­μα­τι­κών αφη­γή­σε­ων, ανυ­πό­φο­ρων πε­ρι­πλα­νή­σε­ων και οδη­γών μα­γει­ρι­κής.

Σχε­τι­κά κεί­με­να
Μά­σκες & μα­σκο­φό­ροι: https://​www.​har​tism​ag.​gr/​hartis-​17/​sti​gmat​a/​maskes-​mas​kofo​roi

Εξε­λί­ξεις στη φι­λο­σο­φία των οχυ­ρώ­σε­ων

Φω­το­γρα­φία: Κυ­ριά­κος Ντε­λό­που­λος

Επει­δή κά­στρα και άλ­λα οχυ­ρω­μα­τι­κά δεν προ­στά­τευαν τους κα­τοί­κους από επι­δρο­μές, αλ­λά εί­χαν γί­νει αξιο­θέ­α­τα – με συ­νέ­πεια να αυ­ξά­νο­νται οι επι­δρο­μείς και γε­νι­κό­τε­ρα οι του­ρί­στες – ανέ­θε­σαν την άμυ­να της πό­λης σε μι­κρο­κα­μω­μέ­νους εν ζωή για­τρούς, τους έκτο­τε διά­ση­μους μι­κρο­βιο­λό­γους, το μέ­γε­θος των οποί­ων διευ­κό­λυ­νε τη διείσ­δυ­ση στα άδυ­τα σκο­τει­νών σκέ­ψε­ων. Με επι­στη­μο­νι­κό εξο­πλι­σμό εν­σω­μα­τω­μέ­νο, συ­νέ­λα­βαν την υπό­θε­ση μιας επί­θε­σης από αό­ρα­τες αι­τί­ες, που θα έδι­ναν την εντύ­πω­ση ότι εξο­λο­θρεύ­ουν αυ­τό­χθο­νες και δη­μιουρ­γούν κιν­δύ­νους με­τά­δο­σης σε ετε­ρό­χθο­νες, οι οποί­οι θα υπο­χρε­ώ­νο­νταν να δια­κό­ψουν τις επι­δρο­μές. Όταν κά­τι δια­κο­πεί, εί­ναι δύ­σκο­λο για τους επό­με­νους να θυ­μη­θούν πώς να συ­νε­χί­σουν δια­δρο­μές μιας πλέ­ον απά­τη­της πε­πα­τη­μέ­νης. Αυ­τό συ­νι­στά κε­κτη­μέ­νο. Αν τώ­ρα κά­ποιοι κά­τοι­κοι πράγ­μα­τι πέ­θαι­ναν, αυ­τό δεν εί­ναι κά­τι που μπο­ρεί να απο­φευ­χθεί σε πο­λιορ­κί­ες. Τα φρού­ρια τώ­ρα φαί­νο­νταν να προ­στα­τεύ­ουν τους απέ­ξω από τους μέ­σα, με τον ίδιο τρό­πο που το σκλη­ρό πε­ρι­τύ­λιγ­μα του εγκε­φά­λου προ­στα­τεύ­ει τους άλ­λους από τις σκέ­ψεις μας.

Ημε­ρο­λό­για εξό­δου


Φω­το­γρα­φία: Κυ­ριά­κος Ντε­λό­που­λος


Τι μας αρέ­σει

Συ­ναυ­λί­ες από ορ­χή­στρες όπου το βιο­λί τους όλοι παί­ζουν από αλ­λού.
Ομα­δι­κά παι­χνί­δια με κά­θε αθλη­τή να σκο­ρά­ρει από τη δι­κή του οθό­νη.
Φυ­λα­κές με τους δε­σμο­φύ­λα­κες απο­μο­νω­μέ­νους στα δι­κά τους κε­λιά.
Τη­λε­συ­ζη­τή­σεις που εί­ναι πα­ράλ­λη­λοι μο­νό­λο­γοι, όπως ανέ­κα­θεν ήταν.
«Ήμουν τυ­φλός και βλέ­πω» να ακού­με τον Αντρέα Μπο­τσέ­λι να τρα­γου­δά.
Μας αρέ­σει πο­λύ η σύγ­χυ­ση που προ­κα­λεί­ται σε αρ­χαί­ες κα­τα­στά­σεις.
Τρώ­ες έτοι­μοι να ει­σβά­λουν στην Αυ­λί­δα για να σώ­σουν την Ιφι­γέ­νεια.
Ανυ­πό­μο­νος ο Νώε κα­τα­λή­γει στην κοι­λιά του κή­τους του Ιω­νά.

Τι δεν μας αρέ­σει
Τα ημε­ρο­λό­για κα­ρα­ντί­νας.

Το σχέ­διο μας ήταν απλό

Θα απο­φεύ­γα­με λά­θη που εί­χαν γί­νει προη­γου­μέ­νως. Θα επι­λέ­γα­με μία πό­λη με κα­λό συ­γκοι­νω­νια­κό δί­κτυο, σε πε­ρί­ο­δο που πολ­λοί τα­ξι­δεύ­ουν, όπως η κι­νε­ζι­κή πρω­το­χρο­νιά. Κά­ποιοι θα δέ­χο­νταν να μας πά­ρουν μα­ζί τους προς άλ­λες κα­τευ­θύν­σεις. Θα εμ­φα­νι­ζό­μα­σταν όπου μπο­ρού­σα­με σε αθλη­τι­κές διορ­γα­νώ­σεις, γά­μους, κη­δεί­ες, θρη­σκευ­τι­κές τε­λε­τές, πο­λι­τι­κές συ­γκε­ντρώ­σεις ανό­η­των οπα­δών χω­ρίς ανο­σία από ηγέ­τες. Θα αφή­να­με σε άλ­λους την πρω­το­βου­λία με­τά­δο­σης απο­τε­λε­σμά­των από αγώ­νες και οι­κο­γε­νεια­κά συμ­βού­λια. Πε­ρι­με­τρι­κά από τις πό­λεις θα πε­ρι­κυ­κλώ­να­με την ύπαι­θρο. Θα επι­τρέ­πα­με στα που­λιά να ακού­γο­νται όταν τρα­γου­δούν, σε ζώα να κυ­κλο­φο­ρούν σε χώ­ρους άδειους από αν­θρώ­πους, σε φυ­τά ελεύ­θε­ρα να ανα­πτύσ­σο­νται. Η ζωή χρειά­ζε­ται ελευ­θε­ρία για να ανα­πτυ­χθεί.

Συν­θή­κες υπο­δο­χής
Ού­τε εμείς δεν φα­ντα­ζό­μα­σταν πα­ρό­μοια υπο­δο­χή. Φι­λο­ξε­νού­με­νοι οι ίδιοι, δεν πε­ρι­μέ­να­με πως όλοι θα ήθε­λαν να μας γνω­ρί­σουν, ανε­πι­φύ­λα­κτα να μας συ­στή­σουν στους δι­κούς τους, σε γεί­το­νες και φί­λους. Δεν μπο­ρού­σα­με να φα­ντα­στού­με ότι θα γι­νό­μα­σταν απο­κλει­στι­κό θέ­μα συ­ζή­τη­σης, πως τό­σο πο­λύ μας χρειά­ζο­νταν όλοι. Δεν μας περ­νού­σε από τον νου ότι θα εγκα­τέ­λει­παν τις δου­λειές τους για να ασχο­λη­θούν με εμάς. Ανα­φο­ρές στα τα­ξί­δια μας εί­χαν κα­τα­κλύ­σει τα δί­κτυα επι­κοι­νω­νί­ας. Άφη­ναν τα πά­ντα στην άκρη, λες και μο­να­δι­κό μέ­λη­μά τους ήταν η ανα­πα­ρα­γω­γή των δι­κών μας συ­ναι­σθη­μά­των. Ήταν αδύ­να­τον να μη νιώ­σου­με ευ­γνω­μο­σύ­νη, αί­σθη­μα κα­τ’ εξο­χήν με­τα­δο­τι­κό.

Τώ­ρα τι;
Μας έχει κά­πως κου­ρά­σει όλη αυ­τή η προ­σο­χή, όλο αυ­τό το στραμ­μέ­νο πά­νω μας εν­δια­φέ­ρον από άτο­μα που εντού­τοις η μα­ταιο­δο­ξία θα τους ξε­κά­νει, που πο­τέ δεν μπο­ρούν να φα­ντα­στούν πώς νιώ­θουν οι άλ­λοι. Πώς εί­ναι δυ­να­τόν να κα­τα­λά­βουν τα κί­νη­τρα άλ­λων; Πώς εί­ναι δυ­να­τόν να μην επη­ρε­α­στούν από την ενα­ντί­ον μας προ­πα­γάν­δα που διο­χε­τεύ­ουν, λες και εί­μα­στε οι χει­ρό­τε­ροι των αν­θρώ­πων; Δεν αρ­κεί εμείς να εί­μα­στε δια­τε­θει­μέ­νοι να δού­με το ζή­τη­μα και από τη δι­κή τους πλευ­ρά. Δεν αρ­κεί να ξέ­ρου­με ότι και εκεί­νοι επι­θυ­μούν να βγουν έξω. Γνω­ρί­ζου­με από δη­μο­σκο­πή­σεις το πρώ­το πράγ­μα που θέ­λουν να κά­νουν μό­λις νο­μί­σουν ότι όλα αυ­τά έχουν τε­λειώ­σει. 35% θέ­λουν να πά­νε σε κομ­μω­τή­ριο. 20% θέ­λουν να αγο­ρά­σουν ρού­χα και πα­πού­τσια. 11% θέ­λουν να αγο­ρά­σουν ηλε­κτρι­κές συ­σκευ­ές. Χρειά­ζε­ται σε­βα­σμός στις επι­θυ­μί­ες των άλ­λων, ση­μειώ­νου­με στα ημε­ρο­λό­για μας, που εί­ναι πά­ντο­τε συλ­λο­γι­κά, αν και πρέ­πει να βρε­θούν συγ­γρα­φείς για να τα ανα­πα­ρά­γουν, για­τί οι ιοί δεν έχουν την πο­λυ­τέ­λεια να γρά­φουν. Εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, λέ­με μή­πως κα­λο­καί­ρι κά­νου­με δια­κο­πές. Μή­πως ξα­να­γυ­ρί­σου­με από το φθι­νό­πω­ρο.

Σχε­τι­κά κεί­με­να
Iός & παν­δη­μία της λο­γο­τε­χνί­ας: https://​www.​har​tism​ag.​gr/​hartis-​16/​sti​gmat​a/​ios-​pan​dhmi​a-​ths-​log​otex​nias?​anc​hor=sti​gma_​22865