O Guillaume d' Abbes de Cabrebolles (1718-1802), συνεργάτης του Ντιντερό και του ντ' Αλαμπέρ στην "Εγκυλοπαίδεια" δημοσίευσε άρθρα περί φυσιολογίας και μία πραγματεία περί πλημμυρών. Το 1758 εξέδωσε το "Ταξίδι σε φανταστικούς τόπους", από το οποίο το ακόλουθο απόσπασμα. Έμεινε γνωστός για την απάντησή του σε νεαρό συγγραφέα, ο οποίος είχε ζητήσει τη γνώμη του για το λογοτεχνικό έργο του: "Αγαπητέ φίλε, το βιβλίο σας θα δει περισσότερους κώλους παρά πρόσωπα".

Πάλιωσε η περούκα στρωμένη πάνω στο κεφάλι μου. Πάλιωσε το κεφάλι μου χτενίζοντας την περούκα. Με τέτοιο κεφάλι έχω απομείνει. Το παίρνω στα χέρια μου, το ακουμπάω με προσοχή πάνω στα γραμμένα χαρτιά μου: presse papier για να τα προστατεύω από τον αέρα που μπαίνει από το ανοιχτό παράθυρο, ανοιχτό τη μέρα για να απαλύνεται η οσμή του γήρατος αυτών των πεπραγμένων. Για να μη γλιστρούν τα γραμμένα χαρτιά την νύχτα, καθώς βλέπουν όνειρα και γυρίζουν πλευρό, με κίνδυνο να πέσουν από τόσο ύψος, όσο των ποδιών του γραφείου μου, στο πάτωμα και να ακρωτηριαστούν. Δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει το κεφάλι μου τέτοιο γεγονός, δεν υπάρχει τεχνίτης –περουκιέρης– που θα αναλάβει το κεφάλι μου για να του φορέσει καινούρια περούκα ή τουλάχιστον να του συνεφέρει την παλιά που φοράει. Το χειρότερο είναι πως δεν τολμώ να σηκώσω το κεφάλι μου στα χέρια μου και να το φορέσω. Με μια ματιά που ρίχνω, καταλαβαίνω πως δεν μου κάνει πια: ή έχει μικρύνει ή έχει στραβώσει. Δεν έχω καιρό να αποκτήσω καινούριο. Φοβάμαι πως αν πιάσω στα χέρια μου ένα καινούριο κεφάλι, δεν θα δεχτεί να φορέσει περούκα, δεν θα δεχτεί –πολύ περισσότερο– να φορέσει την παλιά περούκα, δύσκολα βρίσκει κανείς κατάλληλο χτένι για να καλωπίσει μια παλιά περούκα. Όσο για το κεφάλι, δεν αντιλήφθηκα ότι είχα ευκαιρίες να το αλλάξω, φταίει η περούκα που ήταν πάντα όμορφα στρωμένη πάνω στο κεφάλι μου, με άλλα λόγια φταίει το κεφάλι μου.