Τελειώνοντας και τυπικά το θέρος, η κυρία Μελπομένη, χήρα παλαιού βουλευτή, έγειρε προς τους φθινοπωρινούς μήνες, μια και το φως του καλοκαιρινού ήλιου μόνο κακό έκανε στη σκέψη... Έγειρε, με την ελπίδα πως θα μπορούσε να αναπολεί με ηρεμία και απόλαυση τα νεανικά της χρόνια, τροχοδρομώντας άφοβα στις ρυτίδες του προσώπου της και στην αναπόφευκτη χαλάρωση της επιδερμίδας περί την κοιλιακή χώρα και τους μηρούς. Η αναπόληση αυτή, ωστόσο, την έβγαζε συνεχώς εκτός τροχιάς, μια και οι δεκάδες πρώην εραστές της, κάθε τόσο, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, λες και ήταν σταθμάρχες, άλλαζαν τα κλειδιά των γραμμών και συνεπώς και την κατεύθυνση του συρμού της νοσταλγίας, με φανερό τον κίνδυνο να τρακάρει άθελά της, κάποια στιγμή, με τον –από χρόνων– αποθανόντα σύζυγό της. Φοβούμενη για τη μοιραία αυτή πρόσκρουση και την αποκάλυψη των μυστικών της, πράγμα που θα είχε ως συνέπεια ο κάποτε ήρεμος αυτός άνθρωπος να αναλάβει δράση μεταθανάτια, ως δράκουλας ή ως απλό φάντασμα, η κυρία Μελπομένη, υπό τη διαφαινόμενη απειλή, διέκοψε τις νοσταλγικές περιηγήσεις και αν και η ηλικία της, σύμφωνα με τα ισχύοντα, δεν επέτρεπε νυχτερινές βόλτες σε μυστήρια στέκια, αυτή επέλεξε να αναζητά νεανική συντροφιά παρά να αναπολεί (κινδυνεύοντας) τα περασμένα.