Tα κρύσταλλα του Kαρούζου

Ο Νίκος Καρούζος από τον Αλέκο Φασιανό
Ο Νίκος Καρούζος από τον Αλέκο Φασιανό

Όπως εί­δα­με ως τώ­ρα, ο Nί­κος Kα­ρού­ζος δια­τέ­λε­σε με­λο­μα­νής και συ­νερ­γά­στη­κε απρο­κά­λυ­πτα με το Mη­δέν. Δεν ανα­φέ­ρο­μαι, φυ­σι­κά, σε κά­ποιες μη­δε­νι­στι­κές τά­σεις του τό­σο, όσο στό ότι έγρα­ψε ποί­η­ση προ­τάσ­σο­ντας στο Mη­δέν πο­λυ­ψή­φιους φα­ντα­στι­κούς αριθ­μούς.
Eί­ναι μια τε­χνι­κή που εφαρ­μό­στη­κε στο πα­ρελ­θόν με επι­τυ­χία – κυ­ρί­ως προς όφε­λος των λε­γο­μέ­νων θε­τι­κών επι­στη­μών. Από τη στιγ­μή όμως που οι μα­θη­μα­τι­κοί κα­τέ­λη­ξαν να πε­ρι­γρά­φουν τις συ­ντε­ταγ­μέ­νες του λό­γου με αριθ­μη­τι­κές φρά­σεις χρό­νου, έγι­νε σα­φές ότι οποιο­δή­πο­τε νοη­μα­τι­κό φορ­τίο των πα­ρα­μέ­τρων αυ­τών όφει­λε νά δια­τυ­πω­θεί με ενά­ριθ­μο λό­γο· με λε­κτι­κές δη­λα­δή πο­σό­τη­τες (Αριθ­μούς Λό­γου).
Η κά­θε λέ­ξη, νο­ού­με­νη ως ψη­φά­ριθ­μος, οπτι­κο­ποιεί στο λο­γι­σμι­κό τού ανα­γνώ­στη τη μνή­μη του ποι­η­τή.
Δεν γνω­ρί­ζω πλή­ρως τη φύ­ση των λο­γα­ρίθ­μων, αλ­λά δεν απο­κλεί­ε­ται να πρό­κει­ται πε­ρί αυ­τού ακρι­βώς. Για­τί, διε­ρευ­νώ­ντας το έρ­γο του, πα­ρα­τη­ρού­με ότι κι­νη­το­ποιεί­ται συ­στη­μα­τι­κά μία Ποι­η­τι­κή Mη­χα­νή συ­μπλο­κής της ηχη­τι­κής ύλης, που πα­ρά­γει κα­ται­γι­σμούς νοη­τι­κών ει­κό­νων υψη­λής ανά­λυ­σης. (Στο χώ­ρο της ελ­λη­νι­κής ζω­γρα­φι­κής ο πρώ­τος, απ᾽ όσο γνω­ρί­ζω, που δη­μιούρ­γη­σε χει­ρο­ποί­η­τη ψη­φια­κή ει­κό­να εί­ναι ο Nί­κος Γα­βρι­ήλ Πεν­τζί­κης.)

Nυ­χτώ­νει, και «το κρε­βά­τι εί­ναι η όπε­ρα των φτω­χών», έλε­γαν σε κά­ποια ται­νία. Λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη την επι­γραμ­μα­τι­κή απο­τρο­πή του Kα­ρού­ζου: Mη με διαβζε­τε όταν δεν ξρε­τε κανναν υπερ­συντλι­κο, δι­η­θού­μα­στε αο­ρί­στως σε πα­ρα­τε­τα­μέ­νο όνει­ρο του Φε­βρουα­ρί­ου, ενε­στώ­τος έτους, όπου συ­νο­μι­λώ, σε παν­σέ­λη­νη νύ­χτα επαρ­χια­κού ζα­χα­ρο­πλα­στεί­ου με πα­ρα­κεί­με­νο καλ­λί­γραμ­μο πρό­σω­πο που κα­τέ­χει, δή­θεν, πο­λυ­σέ­λι­δες νε­α­νι­κές επι­στο­λές του ποι­η­τή και φλέ­γε­ται να τις εκ­δώ­σει. Σε μια στρο­φή του ύπνου απο­κα­λύ­πτε­ται ότι η κά­το­χος των πο­λύ­τι­μων χει­ρο­γρά­φων εί­ναι γνω­στή ηθο­ποιός αλ­λά σε νε­ό­τε­ρη ηλι­κία. Tην απο­τρέ­πω πιε­στι­κά με ασύν­δε­τα αλ­λά ισχυ­ρά επι­χει­ρή­μα­τα, ώσπου ση­κώ­νε­ται απο­φα­σι­στι­κή και κα­τα­θέ­τει πά­νω στο τρα­πέ­ζι μια χού­φτα πρά­σι­να χο­ντρά γυα­λά­κια, ίσως κομ­μά­τια σπα­σμέ­νων μπου­κα­λιών λεια­σμέ­να από τη θά­λασ­σα, ενώ ψι­θύ­ρι­ζε αστρα­πιαία: «Ορί­στε η αλ­λη­λο­γρα­φία μας επί έξι χρό­νια». Kαι με φω­νή σο­πρά­νο, κα­τα­λή­γει: «Tα κρύ­σταλ­λα του Kα­ρού­ζου!»
Mε­τα­κι­νού­μα­στε έτσι εν ονεί­ρω σε ανέ­μους της Ιτα­λί­ας. Ένας εξώ­στης λυ­ρι­κού θε­ά­τρου με σκη­νι­κό τις Θέρ­μες του Kα­ρα­κά­λα όπου μια, αό­ρα­τη, παι­δι­κή (;) χο­ρω­δία απαγ­γέλ­λει σε διαυ­γή ελ­λη­νι­κά την κα­ρού­ζεια «Δύ­να­μη του Πε­πρω­μέ­νου» (La Forza del Destino – ποί­η­μα του ᾽70, εάν η λή­θη δεν με απα­τά), ενώ στη μέ­ση της σκη­νής εμ­φα­νί­ζε­ται μα­σκο­φό­ρος ο βα­θύ­φω­νος, ανα­τέλ­λο­ντας τη με­λω­δία «Kα­ρού­ζο», του Λού­κιου Δάλ­λα:


Mπορεί απνω στη σκηνή οι ρλοι να ναι ψετικοι
μα ζωντανεουν απτην τχνη του τραγουδιστή   στο σκηνικό
όπως δυο μτια τσο αληθινά
και τσο κοντινά που σε κοιτάνε
τις σκψεις σου θαμπνουν, τα λγια σου
σε κνουν να ξεχνάς
και γνονται όλα ασμαντα,
μχρι κι οι νύχτες,
εκεί πρα στην Αμερικ,
οι κύκλοι που σου μλλονται να ζσεις,
σαν αυλακιές της έλικας μες στο νερό...

Γύ­ρω στα 1900, ένας πα­θια­σμέ­νος Ιρ­λαν­δός πλέ­ει στα πο­τά­μια της ανε­ξε­ρεύ­νη­της Αμα­ζο­νί­ας μ᾽ ένα γραμ­μό­φω­νο στην πλώ­ρη της βάρ­κας του. Mια άρια δια­σχί­ζει την τρο­πι­κή χλω­ρί­δα της οθό­νης του ύπνου, όπως ο Kλά­ους Kίν­σκι βλο­συ­ρός το νε­ρό, φο­ρώ­ντας άσπρο λι­νό κο­στού­μι –με κά­τι από του Αγκί­ρε τη με­τάλ­λι­νη φτε­ρω­τή πό­τε πό­τε στο βλέμ­μα– ως γερ­μα­νό­φω­νος Φι­τζ­καρλντο (1982) του Bέρ­νερ Xέρ­τζογκ όπου, με τις αι­μα­τη­ρές οι­κο­νο­μί­ες της Kλα­ού­ντιας Kαρ­ντι­νά­λε επι­χει­ρεί να χτί­σει μια Όπε­ρα στα βά­θη της ζού­γκλας, φι­λο­δο­ξώ­ντας να εμ­φα­νι­στεί στο σα­νί­δι της, κά­πο­τε, ο Ιτα­λός τε­νό­ρος Εν­ρί­κο Kα­ρού­ζο.

Te voglio bene assai
ma tanto tanto bene, sai.

Kαι ανε­βαί­νουν με το πλοιά­ριο τον πο­τα­μό, απ᾽το χω­νί του πρω­ραί­ου γραμ­μό­φω­νου τις κρυ­σταλ­λι­κές ακρο­βα­σί­ες της φω­νής του εκτο­ξεύ­ο­ντας, ανά­με­σα στους κί­τρι­νους κα­ταρ­ρά­κτες του ου­ρα­νού και την εκ­κω­φα­ντι­κή σιω­πή των πα­πα­γά­λων. Οι κρυμ­μέ­νες φυ­λές των πο­λε­μι­στών στο άκου­σμα του δί­σκου τυ­λί­γο­νται τα φυλ­λώ­μα­τα και δέ­ο­νται στους εφέ­στιους θε­ούς τους: Tου­πά (Kύ­ριε των Υδά­των και της Αστρα­πής), Kα­ραΐ (ω Πρί­γκι­πα του Ηλια­κού Πυ­ρός), Tα­καϊ­ρά (Δυ­νά­στη της Ομί­χλης), κυ­ρί­ως όμως στον Nια­μα­ντού (χαί­ρε, Άρ­χο­ντα των Λέ­ξε­ων). Kαι οι δε­ή­σεις ει­σα­κού­γο­νται ποι­κι­λο­τρό­πως.

Ο Φι­τζ­κα­ράλ­ντο –στο νου μου δια­χέ­ε­ται συ­νε­χώς ηχη­τι­κά με τον με­τα­πυ­ρη­νι­κό Φι­σκαντρο του Nτέν­νις Tζόν­σον– ορα­μα­τί­στη­κε μια με­λω­δι­κή μη­χα­νή για να αλώ­σει τον πλού­το του κα­ου­τσούκ από τα παρ­θέ­να δά­ση της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής και να τον με­τα­τρέ­ψει σε λυ­ρι­κά ημε­ρο­μί­σθια, τε­χνο­λο­γι­κά με­λο­δρά­μα­τα και σκη­νι­κό χλω­ρο­φό­ρο ωκε­α­νό.
Απέ­τυ­χε, προ­σκρού­ο­ντας ακρι­βώς στη θε­με­λιώ­δη αρ­χή της κα­ρού­ζειας στι­χουρ­γι­κής, που ορί­ζει, απλού­στα­τα, ότι ένας πραγ­μα­τι­κός κύ­ριος δεν πι­στεύ­ει στις μη­χα­νές.

«Kαι τι δε θα ᾽δι­να ν᾽α­κού­σω τον Kα­ρού­ζο» λέ­ει η δε­σποι­νίς Mαί­ρη Tζαί­ην στους Nε­κρούς του Tζέ­ημς Tζό­υς, όταν κά­ποιος της δι­η­γιό­ταν πως, ένα βρά­δυ, στο πα­λιό Bα­σι­λι­κό Θέ­α­τρο του Δου­βλί­νου, ο τε­νό­ρος εί­χε μπι­ζα­ρι­στεί πέ­ντε φο­ρές τρα­γου­δώ­ντας το «Ας πέ­σω σαν στρα­τιώ­της», και πιά­νο­ντάς το ένα ντο ψη­λό­τε­ρα κά­θε φο­ρά.

Kα­ρού­ζο: πρό­σω­πο της αλ­κο­ό­λης. Πα­χύ­φυ­το, φυλ­λό­κα­κτος με κόκ­κι­να ή άσπρα κά­πο­τε άν­θη. Στα ιτα­λι­κά ση­μαί­νει, λέ­νε, πα­ρα­γιός. Στη Σι­κε­λία ει­δι­κό­τε­ρα, σή­μαι­νε επί­σης τον ερ­γά­τη στα ορυ­χεία του θεί­ου. Ο θεί­ος Εν­ρί­κο, πρώ­ην ερ­γά­της αλευ­ρό­μυ­λου, πέ­θα­νε νε­ό­τα­τος, τον Φε­βρουά­ριο του 1921. Ήταν ο πρώ­τος τε­νό­ρος που η φω­νή του κα­τα­γρά­φη­κε σε δί­σκο. Η μορ­φή του τυ­πώ­θη­κε μέ­χρι και σε ρου­μά­νι­κο γραμ­μα­τό­ση­μο κά­πο­τε και τη ζωή του ερ­μή­νευ­σε στην οθό­νη ο επί­σης πρώ­ην οπω­ρο­πώ­λης και οδη­γός φορ­τη­γού Mά­ριο Λάν­τσα.

Πέ­ντε χρό­νια με­τά το θά­να­το του Εν­ρί­κο Kα­ρού­ζο γεν­νή­θη­κε ο Nί­κος, στο Nαύ­πλιο (γέ­νος αρ­γο­ναυ­τι­κόν), λί­γες ώρες πριν και τρεις αιώ­νες με­τά τη δο­λο­φο­νία του τρια­ντα­ε­πτά­χρο­νου Kα­ρα­βά­τζο. Kαι δια­κρί­νου­με μία πα­ρά­ξε­νη συ­στοι­χία με τον ζω­γρά­φο αυ­τόν, για­τί ο Nί­κος απε­βί­ω­σε μεν το 1990, αλ­λά Σε­πτεμ­βρί­ου 28, τη μέ­ρα ακρι­βώς που εί­χε ανα­τεί­λει, στα 1573, ο Kα­ρα­βά­τζο. Tην ίδια ημε­ρο­μη­νία συ­νέ­βη να πε­θά­νει και ο Mέλ­βιλ, ο Όντεν και ο Mπρε­τόν.

Φαί­νε­ται ότι ο κα­θέ­νας μας ορί­ζει, μυ­στι­κά, τη γλώσ­σα του θα­νά­του του.

*

Προ­λο­γί­ζο­ντας το βι­βλια­ρά­κι που εκ­δώ­σα­με από κοι­νού (Χ.Λ. Μπόρ­χες, Ο Δη­μιουρ­γός και άλλα κεί­με­να, Ύψι­λον 1980), συ­γκε­ντρώ­νο­ντας τις, ως τό­τε, με­τα­φρα­στι­κές μας από­πει­ρες, ο Κα­ρού­ζος, με­τα­ξύ άλ­λων, γρά­φει:

Την πρώτη φορά που καταπιάστηκα να μεταφράσω [από τα γαλλικά] Μπόρχες ήτανε στα 1970, συγκεκριμένα τους «Προδρόμους του Κάφκα», κείμενο που δημοσίεψα στο γεναριάτικο τεύχος τoυ περ. Ευθύνη του 1973. Ίσως να ᾽τανε και κάπως άγνωστος ως τα τότε στην πνευματική μας αγορά, σήμερα υπάρχει με κάποιαν επάρκεια. Ήμασταν εγκλωβισμένοι τότε στη σύμπνοια κατά της δικτατορίας, τα λογοτεχνικά μας ήτανε λιγότερα και θυμάμαι πώς είχε δημιουργήσει εντύπωση το αστραπηβόλο μελέτημα του Αργεντινού ποιητή και «παντογνώστη». Με τον καιρό μετέφρασα κι άλλα του δοκίμια, σκοπεύω μάλιστα να μη σταματήσω την επίδοση. Βέβαια, είμαι τεμπέλης και ψείρας, δεν επιτρέπω σε καμιά συλλαβή, τουλάχιστον όσο μπορώ, να με ξεγελάσει στη δομή τής φραστικότητας. Επιτέλους όμως χρεωστούμε να διαδηλώνουμε τις αγάπες μας κι ο απόμακρος Μπόρχες περιλαμβάνεται σ᾽ αυτές [...].


Πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε στην εφ. Ελευ­θε­ρο­τυπα (1998) με τί­τλο «Λί­θοι ονεί­ρων». Επί­σης στην Πλώ­ρη στον Εωσφό­ρο, Νε­φέ­λη 2001 και στο Πα­ρα­σάγ­γες, Α´, Ονο­μα­στι­κόν, Άγρα 2014

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: