Εί­χα βά­λει το 6 στο κι­νη­τό και την ταυ­τό­τη­τα στην τσέ­πη, μη τύ­χει και πέ­σω πά­νω σε μπά­τσους και βρι­σκό­μουν στην Ολύ­μπου, όταν σκέ­φτη­κα να πάω προς το «λη­μέ­ρι» για να πά­ρω take away κο­τό­που­λο στα κάρ­βου­να.
Με το που έφτα­σα στη γω­νία ακούω τον Νώ­ντα να με φω­νά­ζει «έλα στην πα­ρέα μας». Κα­θό­ταν στα σκα­λά­κια μιας πο­λυ­κα­τοι­κί­ας μα­ζί μ’ έναν συ­ντα­ξιού­χο κα­θη­γη­τή της Φι­λο­σο­φί­ας, φί­λοι χρό­νια τώ­ρα. Κρα­τού­σαν στο χέ­ρι το κυ­πε­λά­κι του κα­φέ και κά­πνι­ζαν. Πάω κο­ντά τους και τους λέω «ρε κου­φά­λες εί­στε απί­στευ­τοι… ένας νευ­ρο­λό­γος κι ένας φι­λό­σο­φος κά­θο­νται στα σκα­λά­κια και κά­νουν τσι­γά­ρο με τη μά­σκα στο πη­γού­νι».
Ο Νώ­ντας γε­λά­ει, μου δί­νει τσι­γά­ρο, το ανά­βω κι αρ­χί­ζου­με μια συ­ζή­τη­ση που βε­βαί­ως, κα­τα­λή­γει στα γνω­στά αδιέ­ξο­δα της παν­δη­μί­ας. Με ρω­τά­ει ο φι­λό­σο­φος αν γρά­φω τί­πο­τα μ’ αυ­τή την κα­τά­στα­ση, κι απα­ντώ ότι εί­μαι σε διά­στα­ση με την έμπνευ­ση και δεν πρό­κει­ται να της πλη­ρώ­νω δια­τρο­φή ενώ τρέ­χει με άλ­λους κι αρ­χί­ζου­με να θυ­μό­μα­στε, διά­φο­ρους γνω­στούς που πλή­ρω­ναν δια­τρο­φές κι ύστε­ρα κα­τα­λή­ξα­με σε πα­ρο­μοιώ­σεις, μέ­χρι που τους εί­πα, πως μπο­ρεί να γρά­ψω κά­τι και για αυ­τούς, που κά­θο­νται στα σκα­λά­κια, κά­τι σαν σύ­ντο­μες ιστο­ρί­ες κι αρ­χί­ζει αμέ­σως ένας τί­τλο-πό­λε­μος με­τα­ξύ μας. Εί­πα στον Νώ­ντα ότι θα βά­λω τί­τλο «νευ­ρι­κοί στο πα­γκά­κι» κι αυ­τός μου απά­ντη­σε να βά­λω κά­τι πιο σου­ρε­α­λι­στι­κό, ή πιο ακραίο, όπως «χέ­στη­κα για τις αγω­νί­ες σας». Ο φι­λό­σο­φος απά­ντη­σε πως οι αγω­νί­ες εί­ναι γε­νι­κώς για χέ­σι­μο και κα­λύ­τε­ρος τί­τλος θα ήταν «οι αγω­νί­ες στις γω­νί­ες», αφού εί­μα­στε στη γω­νία Ολύ­μπου και Ια­σω­νί­δου, κι εγώ του λέω, πως δεν εί­ναι ωραί­οι οι ομοιο­κα­τά­λη­κτοι τί­τλοι, για­τί φα­νε­ρώ­νουν μια ευ­κο­λία, όταν ξαφ­νι­κά, ανοί­γει η πόρ­τα της πο­λυ­κα­τοι­κί­ας πά­νω από τα σκα­λά­κια και βγαί­νει μία ηλι­κιω­μέ­νη κυ­ρία που κρα­τά­ει ένα κομ­ψό μπα­στού­νι στο ένα χέ­ρι και στο άλ­λο ένα μι­κρού­λι­κο μαύ­ρο σκυ­λά­κι. Η κυ­ρία, γύ­ρω στα ογδό­ντα, φο­ρά­ει μια μαύ­ρη μά­σκα. Μας κοι­τά­ζει θυ­μω­μέ­να και μας απευ­θύ­νε­ται με αυ­στη­ρό ύφος φω­νά­ζο­ντας «σα δε ντρέ­πε­στε, με­γά­λοι άν­θρω­ποι να κα­πνί­ζε­τε με τις μά­σκες στο πη­γού­νι… εδώ ο κό­σμος χά­νε­ται κι εσείς το τσι­γα­ρά­κι σας».

Ο Νώ­ντας, της απα­ντά­ει ευ­γε­νι­κά, πως έχει από­λυ­το δί­καιο και σε μέ­να λέ­ει, να βά­λω αυ­τόν τον τί­τλο, που εί­πε μό­λις η κυ­ρία, ενώ το μαύ­ρο χα­ρι­τω­μέ­νο σκυ­λά­κι της μας γα­βγί­ζει νευ­ρια­σμέ­νο.