Μια φορά μόνο στις 45 μέρες του εγκλεισμού και της απομόνωσης, τον σταμάτησε τον Ηλία για έλεγχο το περίπολο. Δυο αμούστακα παιδαρέλια, με τα κορδονάκια της σχολής ακόμα στις επωμίδες τους κι ένας, νεαρός κι αυτός, ενωμοτάρχης, τον σταμάτησαν εκεί λίγο πιο πέρα από το Μέγαρο Μουσικής και του ζήτησαν το δικαιολογητικό εξόδου.
Έβγαλε απ’ την κωλότσεπη ένα πολυτσαλακωμένο χαρτί, απ’ αυτά που απαριθμούσαν τους λόγους για τους οποίους μπορούσες να βγεις από το σπίτι σου και τους το έδειξε. Αγρίεψαν και οι τρεις, σαν να το είχαν συμφωνημένο.

– Τι είναι αυτό κύριε. Έχει ημερομηνία πριν τρεις μέρες.
– Και τι να κάνω, κάθε μέρα κάνω την ίδια διαδρομή, κάθε μέρα θα γράφω χαρτί; Κι έπειτα λείπει η κόρη μου.
– Τι σχέση έχει η κόρη σας κύριε; Πολύ μας τα μπερδεύετε.
– Τίποτα δεν μπερδεύω. Απλώς εγώ δεν ξέρω τίποτα απ’ αυτά. Μου τα συμπληρώνει η κόρη μου. Και κάθε μέρα κάνω το ίδιο πράγμα. Απ’ το σπίτι μου, ως το «Βέλος» και πάλι πίσω.
– Βέλος, ποιο βέλος; Θα μας τρελάνετε κύριε;
– Εγώ παιδιά μου δεν θέλω να τρελάνω κανέναν. Έναν περίπατο για την υγεία μου πρέπει να κάνω, να ξεμουδιάσουν τα πόδια μου, να δω το «Βέλος» να ξελαμπικάρει το μυαλό μου και να γυρίσω να στηθώ στην τηλεόραση για ν’ ακούω όλη μέρα τα παραμύθια της Χαλιμάς.

Ήταν οι μέρες της πολύ αυστηρής επιτήρησης της παραλίας της Θεσσαλονίκης, γιατί κάποιοι έλεγαν πως απ’ τον μεγάλο συνωστισμό των περιπατητών, θα μπορούσε να διασπαρεί, αυτή ήταν η ορολογία, ο διαβολικός ιός και οι αστυνομικοί ήταν ανένδοτοι.

– Την ταυτότητά σας.
– Στις διαταγές σας, απάντησε αυτός με κάποια δόση ειρωνείας και τράβηξε από την άλλη κωλότσεπή του, μια ταυτότητα όχι στα καλλίτερά της, από πλευράς διατηρησιμότητας.
– Τι συνταξιούχος, ρώτησε ο νεότερος της κουστωδίας.
– Δικηγόρος.
– Και δεν ξέρετε τον νόμο;
– Ποιον νόμο, βρε παιδάκι μου;
– Α, όχι έτσι, κύριε. Ούτε παιδάκι σας είμαι, ούτε μπορείτε να μου μιλάτε έτσι. Λοιπόν δεν έχετε άδεια να βγείτε από το σπίτι και γι’ αυτό θα σας κόψουμε πρόστιμο.

Χαμογέλασε με κατανόηση και προσπάθησε να εξηγήσει.

– Κάνω κάθε μέρα την ίδια διαδρομή. Μπορώ ν’ αλλάζω την ημερομηνία κάθε φορά που βγαίνω, αλλά νομίζω πως δεν χρειάζονται τέτοιες πολυτέλειες. Η όποια αλλαγή θα είναι μόνο τυπική κι όχι ουσιαστική. Αντί 19 το χαρτί θα γράφει 20. Είτε έτσι είτε αλλιώς, το «Βέλος» θα με περιμένει. Κι άλλωστε αν μου κόψετε το πρόστιμο ποιος θα το πληρώσει; Μια σύνταξη ακατάσχετη έχω. Κι άλλο τίποτα. Ούτε σπίτι, ούτε αυτοκίνητο. Ποδήλατο προσπαθώ να πάρω, αλλά δεν με παίρνει η ηλικία μου. Κόψτε το άμα θέλετε, αλλά μόνο για την τηλεόραση. Να χει να λέει για την δραστηριότητα της αστυνομίας. Για το «Βέλος» όμως δε θα πει.

– Τι βέλος και βέλος, μας τσαμπουνάτε απ’ το πρωί, κύριε, και δεν μας αφήνετε να κάνουμε τη δουλειά μας;
– Να κάνετε τη δουλειά σας, αστυνομικοί είστε, αλλά να γνωρίζετε και για το «Βέλος».
– Μας έπρηξες κύριε μ’ αυτό το βέλος. Πες μας επιτέλους, να ξεχαρμανιάσεις.
– Εκεί είναι. Το βλέπετε αραγμένο, εκείνο το πολεμικό;
– Έ και σαν κι αυτό έχουμε δει δέκα.
– Δέκα, ναι, αλλά το «Βέλος» είναι ένα.

Ιδέα δεν είχαν για το «Βέλος» τα παλληκάρια. Ούτε στο σχολείο, ούτε στη σχολή τους το είχαν αναφέρει ποτέ. Εξ άλλου η ιστορία που μάθαιναν, σταματούσε στον Κανάρη τον «πυρπολητή». Και τους εξήγησε.
Το «Βέλος», ήταν το πολεμικό πλοίο με κυβερνήτη τον πλοίαρχο Παππά, τότε, που ξεκίνησε την εξέγερση εναντίον των συνταγματαρχών της Χούντας κι αφήνοντας τον άλλο στόλο έφυγε για την Ιταλία, διακηρύσσοντας το δικαίωμα των Ελλήνων, να επιλέγουν αυτοί την κυβέρνησή τους. Το «Βέλος» η ζωντανή ιστορία της αντίστασης κατά της δικτατορίας.
Έλεγε κι έλεγε ο Ηλίας, και το πρόσωπό του άλλαζε μορφή, γελούσε, δάκρυζε και μιλούσε. Μιλούσε.
Αλλά παρ’ ολίγον να τον πάρουν τα κλάματα, όταν κατάλαβε πως τα παιδαρέλια, που θέλανε να του κόψουν πρόστιμο για την μεγάλη παρανομία, που διέπραξε, δεν είχαν ακούσει ποτέ κάτι για το «Βέλος» κι ούτε που τους ένοιαζε και ποτέ δεν διανοήθηκαν να το επισκεφθούν, τόσον καιρό που πραγματοποιούσαν περιπολίες γύρω απ’ αυτό, ούτε σκέφθηκαν ποτέ να ρωτήσουν τι γυρεύει εκεί δεμένο ένα μικρό παλιό, πολεμικό σκάφος, ένα κομμάτι ιστορίας της πατρίδας. Και δεν είχαν ακούσει τίποτα για τον καιρό που οι κάτοικοι αυτής της χώρας δεν είχαν το δικαίωμα να μιλήσουν για Ελευθερία. Κι ο Ηλίας έφυγε, κουνώντας με απογοήτευση το κεφάλι του.

Είχε όμως γλιτώσει το πρόστιμο, που έτσι κι αλλιώς δε θα πλήρωνε.